Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

(Άγιος Νείλος ο Ασκητής - από τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών)

"Λόγος ασκητικός"

(Άγιος Νείλος ο Ασκητής - από τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών)
Επιχείρησαν πολλοί, και Εθνικοί και Ιουδαίοι, να φιλοσοφήσουν. Μόνο όμως οι μαθητές του Χριστού προσπάθησαν να μάθουν την αληθινή φιλοσοφία, γιατί, μόνο αυτοί είχαν δάσκαλο τη Σοφία (το Χριστό), που έδειξε με έργα την επιμέλεια και την εργασία της αληθινής φιλοσοφίας. Οι πρώτοι, δηλ. οι Έλληνες, σαν να έπαιζαν δράμα πάνω στη σκηνή φόρεσαν ξένο προσωπείο, έχοντας άδειο όνομα φιλοσοφίας, χωρίς να έχουν την αληθινή φιλοσοφία και επιδεικνύοντας τη φιλοσοφικότητά τους με το να φορούν τρίβωνα (τριμμένο πανωφόρι) και να έχουν γενειάδα και ραβδί.

Στην ουσία περιποιούνταν το σώμα και υπηρετούσαν τις επιθυμίες τους σαν κυρίες τους· ήταν δούλοι της κοιλιάς τους και θεωρούσαν τις σαρκικές ηδονές ως έργο της φύσεως. Υπήκοοι της οργής και ξιπασμένοι για δόξα, εφορμούσαν στα λαμπρά συμπόσια με λαιμαργία σαν σκυλάκια, χωρίς να γνωρίζουν ότι προπάντων ο φιλόσοφος πρέπει να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος ελεύθερος και περισσότερο να αποφεύγει να είναι δούλος των παθών, παρά δούλος αγορασμένος με χρήματα ή δούλος οικογενειακός. Γιατί το να είναι κανείς δούλος ανθρώπου ίσως δεν βλάπτει εκείνον που ζει ορθά, ενώ το να κυριεύεται κανείς από τα πάθη και να υπηρετεί τις ηδονές, προξενεί ντροπή και μεγάλη γελοιοποίηση. Υπάρχουν και μερικοί οι οποίοι ενώ αμελούν την πρακτική αρετή εντελώς, νομίζουν ότι έχουν διαλέξει τη λογική φιλοσοφία, φλυαρούν για αφηρημένα πράγματα και προσπαθούν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα· δηλώνουν ότι γνωρίζουν το μέγεθος του ουρανού και τις διαστάσεις του ηλίου και τις ενέργειες των αστέρων· ενίοτε επιχειρούν και να θεολογήσουν, όπου και η αλήθεια είναι ακατόρθωτη και ο στοχασμός με εικασίες είναι επικίνδυνος. Και αυτά ενώ ζουν ατιμότερα και από τους χοίρους που κυλιούνται στο βόρβορο. Είναι και μερικοί που έγιναν πρακτικοί· αυτοί έγιναν χειρότεροι από τους προηγούμενους με το να πουλήσουν τους κόπους για τις δόξες και τους επαίνους. Επειδή για τίποτε άλλο, παρά για επίδειξη και φιλοδοξία έκαναν τα περισσότερα οι ταλαίπωροι και αντάλλαζαν την τόση ταλαιπωρία με τον τιποτένιο και φτηνό έπαινο. Γιατί το να κρατούν παντοτινή σιωπή και να τρέφονται με χόρτα και φορούν τρίχινα ράκη και να ζουν μέσα στο πιθάρι, χωρίς να περιμένουν καμιά αμοιβή μετά το θάνατο, είναι πέρα από κάθε ανοησία, αφού με το τέλος της ζωής συγκαταργούνται τα βραβεία της αρετής· έθεσαν στον εαυτό τους αγώνα χωρίς στεφάνι και παντοτινή πάλη χωρίς βραβείο και παλαίστρα που μόνο ιδρώτες έχει και τίποτε περισσότερο. 
Από τους Ιουδαίους πάλι όσοι τίμησαν αυτό το είδος του βίου, κι αυτοί είναι οι απόγονοι του Ιωναδάβ, όλους εκείνους που επιθυμούν να ζουν παρόμοια, τους καθοδηγούν σ' αυτό τον τρόπο ζωής. Κατοικούν πάντοτε σε σκηνές, απέχουν από κρασί και από κάθε τι που συντελεί σε μαλθακότερη ζωή· ζουν με ευτελή δίαιτα και έχουν μετρημένα τα αναγκαία του σώματος. Φροντίζουν πολύ για την ηθική κατάσταση της ψυχής και ασχολούνται με τη μελέτη και τη θεωρία. Από αυτό και ονομάζονται Εσσαίοι, όνομα που σημαίνει θεωρία. Και γενικά κατορθώνουν τον σκοπό της φιλοσοφίας, και δεν αντιβαίνει πουθενά ο τρόπος της ζωής τους στη φιλοσοφία. Αλλά τι ωφέλεια έχουν από τους αγώνες και την κοπιαστική άσκηση, αφού θανάτωσαν τον αγωνοθέτη Χριστό; Και σ' αυτούς λοιπόν χάνεται ο μισθός των κόπων, γιατί αρνήθηκαν αυτόν που απονέμει τα βραβεία και την αληθινή ζωή και γι' αυτό απέτυχαν στην φιλοσοφία. 

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 6ο:τελευταίο (κεφ. 86-92)"


Ι.Μ. Αγίου Ιωάννη Ρογκοβού
(Ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται με τον Κάλλιστο Αγγελικούδη)
86. Ο νους που με τη χάρη διέφυγε νοητά τόσο τον Φαραώ, όσο και την Αίγυπτο και τα εκεί δεινά και την ταλαιπωρία, όπως επίσης και τη σαρκική ζωή, τη γεμάτη από τα πικρά κύματα των παθών και της αλμυρής κακίας, και έφτασε σε νοητή έρημο, δηλαδή σε έξη απαλλαγμένη από νοητούς φαραωνίτες· και που, με λίγα λόγια, έπαθε νοητά και ξεπέρασε όλα τα δεινά που έτυχαν τότε στους Εβραίους αισθητά, αυτός ο νους τρώει στη συνέχεια μάννα νοητό, με αίσθηση ψυχής και χωρίς κίνδυνο, το οποίο μάννα προτύπωνε εκείνο που έτρωγαν τότε οι Ισραηλίτες αισθητά(Έξ. 16, 35).


Και στην αρχή βέβαια, επιθυμεί καμιά φορά τα νοητά κρέατα, όπως εκείνοι επιθυμούσαν τα αισθητά(Έξ. 12, 8) από τις αιγυπτιακές θυσίες, πράγμα πολύ επικίνδυνο, αλλά και σφαλερό. Και δοκιμάζει εξάπαντος την αποστροφή του Θεού, έως ότου με την ικεσία και την επιστροφή της μετάνοιας εξιλεώσει κατάλληλα το Θεό. Και αν χορταίνει πιο συνεχώς αυτό το μάννα μέσα στην ησυχία, με την πάροδο του χρόνου και με την προσθήκη ροπής και ορμής εκ μέρους της χάρης, βλέπει έκδηλα, θα έλεγε κανείς, τη νοητή σάρκα του να μεταβάλλεται κατά κάποιο τρόπο στη φύση του μάννα. 
Για το νου αυτόν που τρώει το μάννα υπάρχουν πνευματικές ζυγαριές και σάλπιγγες(Λευϊτ. 19, 36) , με τις οποίες τρώει με μέτρο το μάννα και δε μαζεύει περισσότερο από το καθημερινό, για να μη σκουληκιάσει ως υπέρμετρο κι έτσι χαθεί όλο, και χαθεί μαζί από έλλειψη τροφής και ο νους που δεν κρατάει το μέτρο. Γίνεται φανερό ότι ο νους τρώει μάννα, από το ότι ενώ δεν τρώει τίποτε άλλο, ζει ζωή φανερά καλύτερη από οποιονδήποτε που τρώει ο,τιδήποτε και οσοδήποτε, εννοώ βέβαια νοητά. 
Ότι και αυτός μεταβλήθηκε κάπως από την έξη αυτής της θρέψεως, παίρνοντας την ποιότητα του μάννα, σημάδι είναι η ανορεξία για ό,τι άλλο επιθυμούσε πρωτύτερα, και όταν σε όλα τα μέρη τρώει μάννα και γίνει νήπιος και προσκολληθεί στη θεοσέβεια. Δεν είναι παράδοξο να μεταβληθεί κανείς στην έξη εκείνου που τρώει συνεχώς και χορταίνει από αυτό πολύ καιρό· έτσι ούτε η προς την έξη του μάννα μεταβολή του νου θα είναι οπωσδήποτε αταίριαστη, γιατί εκ φύσεως η συνεχής και χωρίς αλλαγή τροφή μεταβάλλει συνήθως σύμφωνα με τον εαυτό της εκείνο που τρέφει. Οπότε ο νους όχι μόνο έχει καθαρά τάξη Αγγέλου, αλλά γίνεται μέτοχος και θείας υιοθεσίας και μεταβαίνει επάξια από δόξα πνευματική σε δόξα, όχι μόνο ατενίζοντας προς το Ένα, αλλά και ο ίδιος γινόμενος ένα με τον εαυτό του, και σε αυτό το ένα ζει και τρυφά υπερκόσμια και, για να πω έτσι, απολαμβάνει αλάλητα μυστικά θεοειδώς και θεοφιλώς με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. 

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 4ο (κεφ. 81-85)"


Ι.Μ.Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκαφιδιάς
(Ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται με τον Κάλλιστο Αγγελικούδη)
81. Από τη φύση του, ο θεωρητικός βίος ολοκληρώνεται και γίνεται άμεμπτος με τα τρία τούτα· πίστη, φανερή μετοχή του Πνεύματος και γνώση της σοφίας. Γιατί η θεωρία, για να δώσομε τον ορισμό της, είναι γνώση των νοητών μέσα στα αισθητά· κάποτε είναι και γνώση ψιλών νοητών χωρίς αισθητό υπόβαθρο, πράγμα που συμβαίνει σ' εκείνους που προοδεύουν στα πνευματικά. Εδώ πλέον χρειάζεται η πίστη. Γιατί λέει: «Αν δεν πιστέψετε, δε θα κατανοήσετε»(Ησ. 7, 9).
Επίσης χρειάζεται και το Πνεύμα, αφού το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμα και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10). Γι' αυτό είπε ο θείος Ιώβ: «Η πνοή του Παντοκράτορα είναι που με διδάσκει»(Ιώβ 33, 4). Έπειτα φυσικά η θεία ενέργεια, η οποία αναβράζει, για να πω έτσι, μέσα στην καρδιά και ζει και κατά συνέπεια ζωοποιεί υπερκόσμια και συμπτύσσει άρρητα, συνάγοντας προς τον εαυτό της το νου και τον εμποδίζει από κάθε μετεωρισμό και του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει πανεύκολα τα θεία με γαλήνη και χαρά και πολλή ευχαρίστηση και παρηγορία και ακόμα με θεία αγάπη, και να στρέφεται σ' αυτά και να φαντάζεται το Θεό με πρωτόγνωρο τρόπο και ανάλογα να ευφραίνεται με Αυτόν με μεγαλύτερους αβάσταχτους έρωτες και αντίστοιχη αγαλλίαση. Χρειάζεται ακόμα και σοφία, όπως είπα.
Γιατί, κατά τη Γραφή, η σοφία θα φωτίσει το πρόσωπο του ανθρώπου(Εκκλ. 8, 1). Θα φωτίσει, για να μεταβεί εύκολα από την αίσθηση στη νόηση και να μεταβεί από τα αισθητά στα νοητά και θεία θεάματα και να δει τα απόρρητα με νοερή αποκάλυψη· θα φωτίσει, για να θεωρήσει εποπτικά και να φανταστεί με τρόπο ενοειδή τον υπερούσιο Θεό. Στ' αλήθεια, είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο Σου(Ψαλμ. 93, 12). 
Γιατί αληθινά σοφός είναι εκείνος που φτάνει στην πίστη με την παιδαγωγία και διδάσκεται τα απόρρητα του Θεού με τη διδασκαλία του Πνεύματος. Είναι αλήθεια μεγάλο πράγμα ο σοφός που πορεύεται με την πίστη μέσα σε μιά υπερφυσική ένωση και κοινωνία του Πνεύματος, αφού πράγματι, όπως είπε κάποιος, τρία είναι τα ασύλληπτα· ο Θεός, ο Άγγελος και ο φιλόσοφος άνθρωπος. Έτσι και αυτός είναι άλλος, παράδοξος άγγελος πάνω στη γη, επόπτης οπωσδήποτε της ορατής κτίσεως και γνήσιος μύστης των θείων ακτίστων ενεργειών του Θεού, είτε προτιμά κανείς να πει δωρεών του Θεού, συλλαμβάνοντας κάπως και αυτό το αθέατο με κάθε τρόπο και φτάνοντας με μια άμεση προσέγγιση, κατά μίμηση των Αγγέλων, στην επίγνωση του Θεού. 
Τέτοιος είναι σε αδρές γραμμές ο σοφός από πίστη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και έτσι είναι μακάριος. Θα μου ήταν αρκετά χωρίς αμφιβολία εκείνα που διηγείται στο ευαγγέλιό του ο ιερός Λουκάς περί του Κυρίου Ιησού, λέγοντας ότι ήταν απαλλαγμένος από ασχολίες, ώστε να ξεπερνά τη δύναμη και τα εγκώμια της σοφίας και της χάρης. Γιατί έτσι γράφει αυτός: «Ο Ιησούς προόδευε στην ηλικία και στη χάρη»(Λουκ. 2, 52), και αλλού ότι «μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά και γέμιζε από σοφία»(Λουκ. 2, 40). 
Επειδή όμως θέλω να μιλήσω πιο φανερά γι' αυτά, θα παραθέσω κι αυτό που λέει σχετικά ο ιερός Σολομών προς το Θεό: «Όσα υπέροχα υπάρχουν στους ουρανούς, ποιος άνθρωπος τα εξιχνίασε; Ποιος γνώρισε τη βουλή Σου, παρά μόνο εκείνος στον οποίο Εσύ έδωσες σοφία και του έστειλες το Άγιό Σου Πνεύμα από τον ουρανό; Και έτσι επανορθώθηκαν οι δρόμοι της ζωής των ανθρώπων πάνω στη γη και οι άνθρωποι διδάχθηκαν τα αρεστά σε Σένα και σώθηκαν με τη σοφία Σου»(Σ. Σολ. 9, 16-19). 

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 3ο (κεφ. 71-80)"


Ι.Ν. Αγ.Νικολάου του Νέου, Θήβα
71. Όπως με κανένα ολότελα τρόπο, Κύριε, δεν είναι δυνατό να εννοηθείς κατά την ουσία από καμία φύση κτιστή, λογική και νοερή, ή γενικώς από καμία γνώση κτιστή, ούτε ακόμη και χερουβική, αλλά είσαι άπειρες φορές άπειρα ανώτερος από όποια γνώση, έτσι, Δέσποτα, και τα ιδιώματά Σου είναι τελείως άπειρα και αόριστα. 
Από ανυπέρβλητη φροντίδα για μας, διέταξες το νομοθέτη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή να κηρύττει ότι είπες πως είσαι ο Ων(Εξ. 3, 14). Αλλά κι έτσι πάλι, Εσύ αψευδέστατε και μοναδική άκρα αλήθεια, είπες για μερικούς από τους δικούς Σου, ότι ενώ φανερώθηκες σ' αυτούς, όμως το όνομά Σου δεν το αποκάλυψες(Γεν. 32, 29).
Γιατί το όνομά Σου υπερβαίνει ασυγκρίτως κάθε όνομα(Φιλιπ. 2, 9), όχι μόνο όσα είναι στη γη, αλλά και όσα στα επουράνια. Εκείνοι που είναι γεμάτοι από το φως Σου σε παριστάνουν ως ουσία, αλλά χωρίς το υποκείμενο. Πάντως το είπαν έτσι για να σε εμφανίσουν ως υπερούσιο και ως νόηση ολότελα χωρίς υποκείμενο, για να γνωριστείς έτσι φανερά ότι είσαι πάνω από νόηση και από όλα όσα μπορούν να γνωσθούν άπειρες φορές άγνωστος και ανώτερος. 
Είσαι τελείως ανώτερος από το χρόνο, όντας άναρχος, αυτοζωή και απέραντος· ξεφεύγεις εντελώς κάθε έννοια τόπου, Συ ο πανταχού παρών και πάνω από το παν, επειδή είσαι όλου του παντός ποιητής, και μόνος, αν και περιέχεις τις νοερές φύσεις, είσαι τόπος αδιάβατος. Εσύ υπερβαίνεις την ταχύτητα του νου και προλαμβάνεις τη σκέψη του, γιατί είσαι πάνω από το παν και χέρι που κρατάς τα πάντα, κατά τρόπο ανεξερεύνητο. 

Κάλλιστος Αγγελικούδης: Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 2ο (κεφ. 51-70)


Ι.Μ. Ξενοφώντος
51. Αφού ο νους αποχαιρετήσει και προσπεράσει τα διαστήματα του χρόνου και του τόπου και τα ιδιώματα που προσδιορίζουν τις φύσεις των όντων, τότε απογυμνώνεται αληθινά με την ενοειδή απλότητα και την απλή και άμορφη ζωή. Και χωρίς κανένα κάλυμμα και προπέτασμα, ως άπειρος και απροσδιόριστος, ανεβαίνει υπερφυσικά στην περιοχή όπου λείπει κάθε έννοια και λόγος, με την πνευματοκίνητη θεία δύναμη της καρδιάς και την έλλαμψη που φαίνεται να συνεπεκτείνεται μαζί με τη θεωρία του νου προς το άπειρο. 
Και τότε η ειρήνη του Θεού ανατέλλει στην ψυχή και η άρρητη χαρά και ανέκφραστη αγαλλίαση του Αγίου Πνεύματος χύνεται σ' αυτή και τη συνέχει η πέρα από γνώση έκπληξη καθώς σιγοψάλλει ότι, όχι στο μέλλον αλλά από τώρα παρουσιάζεται ο Θεός των θεών στη Σιών(Ψαλμ. 83, 8), σε νου δηλαδή που ουρανοπορεί και που εποπτεύει τα υψηλά. Κύριε, Θεέ των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος που έχει την ελπίδα του σ' Εσένα(Ψαλμ. 83, 13).
52. Όταν ο νους καταφωτίζεται μέσα σε εκπλήξεις που δεν μπορούμε να τις νοήσομε ώστε να τις εκφράσομε, βλέποντας τον εαυτό του ανάμεσα στο Θεό και στα θεία, τότε τρώει —αν επιτρέπεται να πούμε έτσι— τους αληθινούς καρπούς της πνευματικής γνώσεως, και θεοποιείται και χαίρεται και προοδεύει στους θείους έρωτες. Δε λέει καθόλου κανένα λόγο, ούτε καθόλου εκφράζει κάποια εσωτερική ή εξωτερική του διάθεση, ούτε και διανοείται, αλλά βλέπει μονάχα νοερά και ενιαία μέσα σε φως αληθινό και πνευματικό και κάνει όσα βλέπει απόλαυση που δεν παρέρχεται.
53. Όταν το πρόσωπο του νου, σκύβοντας μέσα στην καρδιά, βλέπει την έλλαμψη του Πνεύματος να πηγάζει αέναα από αυτή, τότε ακριβώς είναι καιρός σιγής(Εκκλ. 3, 7).

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 1ο (κεφ. 1-50)"


Όσιος Κάλλιστος Αγγελικούδης
(Ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται με τον Κάλλιστο Αγγελικούδη)

1. Από τη φύση της κάθε ζωντανή ύπαρξη, με την ανώτερη φυσική ενέργειά της μεταλαμβάνει και ανάπαυση και ανάλογη ηδονή. Και από αυτή δοκιμάζει χαρά και είναι προσηλωμένη σ' αυτά. Και ο άνθρωπος λοιπόν, επειδή έχει νου κι έχει εκ φύσεως ζωή του τη νόηση, δοκιμάζει μεγάλη ηδονή και μετέχει πραγματικά σε ανάπαυση όταν νοεί τα ανώτερα και τα αγαθά η καλά —όπως θέλει καθένας ας τα πει— για τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει αληθινά όταν έχει στο νου του το Θεό και συλλογίζεται τις αρετές Του, ο οποίος είναι πραγματικά το άκρο και πάνω από νου νοητό και αγαπά άκρως και πέρα από νου τον άνθρωπο και που ετοιμάζει άκρα βραβεία και πάνω από νου αγαθά και καλά για τους δικούς Του, κι αυτά μάλιστα στους αιώνες.

2. Κάθε γέννηση κάνει ό,τι γεννιέται να μοιάζει με αυτό που το γέννησε, όπως είπε ο Κύριος ότι «το γεννημένο από τη σάρκα είναι σάρκα και το γεννημένο από το Πνεύμα είναι πνεύμα». Αν λοιπόν είναι πνεύμα εκείνος που γεννήθηκε από το Πνεύμα, είναι φανερό ότι θα είναι και θεός, όπως και το Πνεύμα που τον γέννησε, γιατί είναι Θεός αληθινός το Πνεύμα από το οποίο έχει γεννηθεί κατά χάρη ο μέτοχος του Πνεύματος. Και αν ο άνθρωπος αυτός είναι θεός, ολοφάνερα θα είναι και θεωρητικός. Γιατί ο Θεός ονομάστηκε Θεός επειδή θεωρεί. Ώστε λοιπόν εκείνος που δεν είναι θεωρητικός, η δεν επέτυχε ακόμη την πνευματική γέννηση και μετοχή, η την έχει πετύχει, αλλά από αμάθεια κλείνει την οπτική του δύναμη και αποστρέφεται σαν απαίδευτος τις νοητές θείες ακτίνες του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης. Και ενώ έγινε μέτοχος θεωρητικής δυνάμεως, στερείται δυστυχώς από την ενέργειά της, αν και ανυψώνεται προς την αγιοσύνη.
3. Όλα τα όντα έλαβαν την κίνηση και το φυσικό ιδίωμά τους από Αυτόν που τα δημιούργησε κατά λόγον συνεπώς και ο νους. Αλλά η κίνηση του νου έχει ως ιδίωμά της το «αεί», είναι δηλαδή αδιάκοπη· και το «αεί» είναι άπειρο και απεριόριστο. Άρα θα είναι κατώτερο από την αξία και τη φύση του νου αν αυτός κινείται κατά τρόπο πεπερασμένο ή περιορισμένο. Και αυτό θα το πάθαινε αν είχε την κίνησή του σε πράγματα πεπερασμένα και περιορισμένα. Γιατί δεν είναι δυνατό, ενώ ένα πράγμα είναι πεπερασμένο και περιορισμένο, η κίνηση του νου γι' αυτό ή γύρω από αυτό να προχωρεί στο άπειρο. Έχει λοιπόν ανάγκη και η αεικινησία του νου από κάποιο άπειρο και απεριόριστο προς το οποίο να κινείται κατά λόγον και κατά την ίδια τη φύση της. Άπειρο ωστόσο και απεριόριστο πραγματικά δεν είναι κανένα άλλο, παρά ο Θεός, ο οποίος φύσει και κυρίως είναι Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να πετά και να ατενίζει και να κινείται προς το κυρίως άπειρο Ένα, το Θεό. Γιατί τούτο κυρίως είναι το φυσικό για το νου.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Οί προσευχές της Εκκλησίας και των συγγενών ωφελούν τους κοιμηθέντας αδελφούς μας


Στο ιερό κοινοβιακό Μοναστήρι του αγίου Παύλου επί των ημερών μας, κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο η μητέρα του Μονάχου Σεραφείμ, αδελφού της Ιεράς αυτής Μονής.
Ο Μοναχός Σεραφείμ, επειδή γνώριζε την αρετή και παρρησία που είχε στο Θεό ο Γέροντας Κωνστάντιος, επίσης κι αυτός αδελφός της ιδίας Μονής, με ευλάβεια και πίστη, τον παρεκάλεσε να κάνει ιδιαίτερη προσευχή, για την σωτηρία της ψυχής της μητέρας του Ευαγγελίας, που είχε κοιμηθεί. Ο Γέρο – Κωνστάντιος ήταν υπόδειγμα υπακοής, ταπείνωσης και αδιάλειπτου προσευχής. Αγνός και πρόθυμος να εξυπηρετήσει όλους τους αδελφούς, παρά το υπέργηρο της ηλικίας του. Στην αρχή, από υπερβολική ταπείνωση, απέφευγε να δεχθεί την παράκληση αυτή του αδελφού Σεραφείμ, αλλά η επιμονή και πίστη του νεώτερου αυτού Μοναχού, έπεισαν τον Γέροντα Κωνστάντιο να κάνει προσευχή και κομβοσχοίνια για την ψυχή της δούλης του Θεού Ευαγγελίας.
Μετά από σαράντα ήμερες, κατά την ώρα της ιδιαίτερης αυτής προσευχής, παρουσιάζεται μπροστά στον Γέροντα Κωνστάντιο μια γυναικεία μορφή, η οποία ευχαριστούσε τον Γέροντα για την θερμή προσευχή, που έκανε για την ψυχή της και τον βεβαίωνε οτι πολύ ψυχική ωφέλεια και ανακούφιση έλαβε από τον πανάγαθο και πολυεύσπλαχνο Θεό.
Ο Γέρο – Κωνστάντιος, στο φάσμα της γυναικείας αυτής μορφής
είπε: «Ποια είσαι συ αδελφή που με ευχαριστείς; Δεν σε γνωρίζω και
για ποια προσευχή μιλάς;»

ΕΓΚΩΜΙΑ Εις τον Όσιον και Θεοφόρον Πατέρα ημών Πορφύριον τον Καυσοκαλυβίτην τον διορατικόν και θαυματουργόν.


Ποίημα Ευαγγέλου Χρ. Καραδήμου,
ου η ακροστιχίς εν ταις τρισίν στάσεσι:
«Πορφύριε, δέχου άσμα Ευαγγέλου, ευγνωμονούντος».
ΣΤΑΣΙΣ Α΄.
Ήχος πλ. α΄. «Η ζωή εν τάφω.»
Μακαρίζομέν σε,
Εκκλησίας χοροί,
μύστην Άθωνος τον μέγαν, Πορφύριε,
και οσίων εγκοσμίων καλλονήν.
Μακαρίζομέν σε,
ευγνωμόνως πιστοί,
των θαυμάτων σου το πλήθος κηρύττοντες,
και ζητούντες σου την θείαν αρωγήν.
Και τα επόμενα, έχοντα τήνδε την ακροστιχίδα:
«ΠΟΡΦΥΡΙΕ ΔΕΧΟΥ»
Παρθενία λάμπων
σώματι και ψυχή,
διοράσεως εδέχθης το χάρισμα,
εν τω Άθωνι πιστώς διακονών.
Ουρανών πολίτης
εν τη γη γεγονώς,
και αγγέλων τον χορόν συ εξέπληξας,
μεγαλύνων ταπεινώσει τον Θεόν.
Ριζωθείς εν φόβω
του Θεού εκ παιδός,
ώσπερ φοίνιξ εν ερήμω εξήνθησας,
μοναζόντων καταστάς υπογραμμός.
Φωτισμόν εδέχθης
και σοφίαν Θεού
και μυστήρια του κόσμου ηρμήνευες,
προκαλών τον θαυμασμόν και των σοφών.
Υπηρέτης ώφθης
της αγάπης Χριστού,
ταπεινώς διακονών προσιόντας σοι
αιτουμένους τε το έλεος Αυτού.
Ρόδον γης Ευβοίας
την Ελλάδα κοσμούν
και αστέρα Εκκλησίας σε έγνωμεν,
πάτερ όσιε, χαράς αγνής κρουνέ.
Ιατρός παντοίων
νοσημάτων, σοφέ,
σώματός τε και ψυχής αναδέδειξαι,
θεία χάριτι ιάσεις χορηγών.
Ευσπλαγχνίας, πάτερ,
απεδείχθης πηγή,
και ροαίς των σων δακρύων κατήρδευες
εν ευχαίς σου τας ερήμους των ψυχών.
Δέχου νυν τε, πάτερ,
υμνωδίας υμών,
των τιμώντων σου την μνήμην πανίερον
και ψαλλόντων ευγνωμόνως προς Θεόν.
Ευλογίας πέμψον
ουρανόθεν ημίν,
πάτερ όσιε, και φύλαξον άπαντας
εκ κινδύνων και παντοίων πειρασμών.
Χαρισμάτων πλήθος
Παρακλήτου λαβών,
Εκκλησίαν αρεταίς σου εκόσμησας
ιερέων καταστάς υπογραμμός.
Δόξα. Τριαδικόν.
Όλος φως εγένου,
Τρισηλίου φωτός
την ανταύγειαν δεχθείς εν τη κλίνη σου,
της Τριάδος μυστικέ ιερουργέ.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Υπερβάσαν πάντας
ουρανούς αληθώς
δόξαν θείαν σου τιμώμεν, Πανάμωμε,
ικετεύοντες σωθήναι εκ δεινών.
ΣΤΑΣΙΣ Β΄.
Ήχος πλ. α΄. «Άξιον εστιν.»
Άξιόν εστι
μεγαλύνειν τον Χριστόν εν ύμνοις,
ότι τον Πορφύριον έδειξεν
νέον άστρον Εκκλησίας φαεινόν.
Άξιόν εστι
μακαρίζειν σε των ιερέων
και των μοναζόντων αγλάϊσμα,
τον αθλήσαντα εν κόσμω ευκλεώς.
Και τα επόμενα, έχοντα τήνδε την ακροστιχίδα:
«ΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ»
Άθωνος λαμπρόν
το εκπύρσευμα και νέον ώφθης,
Καυσοκαλυβίοις ασκούμενος,
του Βελίαρ καταλύσας την ισχύν.
Σώμα συν ψυχή
αγιάσας ταπεινώσει, πάτερ,
όργανον κατέστης του Πνεύματος,
χαρισμάτων πληρωθείς παντοειδών.
Μέμνησο ημών
τοις αγγέλοις συγχορεύων, πάτερ,
και ευχαίς αγίαις σου δώρησαι
νοσημάτων εκ δεινών απαλλαγήν.
Άνθεσι, πιστοί,
καταστέψωμεν θείαν εικόνα
Πορφυρίου Γέροντος άπαντες,
του παρέχοντος ιάματα ημίν.
Εύρες τον Χριστόν,
εκ παιδός ποθήσας τούτον, πάτερ,
και εν κόσμω και εν τω Άθωνι
εκελάδησας Αυτώ ως αηδών.
Ύψος ουρανών
και υπέρτερον τη ταπεινώσει
και υπακοή σου προσήγγισας,
αδαμάντινος δειχθείς εν μοναχοίς.
Άθως και Σινά
εγκαυχώνται επί Πορφυρίω,
φίλω του Χριστού χρηματίσαντι
και ναώ του Παρακλήτου ιερώ.
Γέρα ως των σων
προς Βελίαρ, πάτερ, παλαισμάτων
πλούτος χαρισμάτων εδόθη σοι,
αναδείξας σε τοις πάσι θαυμαστόν.
Γάνυται εν σοι
Εκκλησία του Χριστού και ψάλλει
ύμνους τω Θεώ και γεραίρει σε,
τους αγώνας σου τιμώσα ευλαβώς.
Εύρες προς Θεόν
παρρησίαν τε και χάριν, πάτερ,
όθεν και, τοις πίστει προσφεύγουσι
μεσιτεία σου, παρέχεις δωρεάς.
Λύτρωσαι ημάς
εκ παντοίων νόσων και κινδύνων,
και παράσχου πάσι μετάνοιαν
δι’ αγίων σου ευχών προς τον Θεόν.
Δόξα. Τριαδικόν.
Όλη τη ψυχή
ικετεύομεν, Τριάς Αγία,
παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα
και παράσχου άφεσιν αμαρτιών.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Ύμνοις ιεροίς
ανυμνούμεν σε, Παρθενομήτορ,
ότι την αρά Εύας έλυσας
και Σωτήρα ημίν έτεκες Χριστόν.
ΣΤΑΣΙΣ Γ΄.
Ήχος γ΄. «Αι γενεαί πάσαι».
Αι γενεαί πάσαι
μακαρίζομέν σε,
Πορφύριε τρισμάκαρ.
Αι γενεαί πάσαι
τιμώμεν σου την μνήμην
εν ύμνοις μελωδούσαι.
Και τα επόμενα, έχοντα τήνδε την ακροστιχίδα.
«ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΝΤΟΣ»
Εν Καυσοκαλυβίοις
Βελίαρ ετροπώσω,
αγγελικώς βιώσας.
Υμνούμεν σους αγώνας
και άθλους ιερούς σου,
πρωταθλητά Κυρίου.
Γλυκύτητα σων λόγων,
πραότητά σου άκραν
πού νυν αναζητήσω;
Νοσούντων ο θεράπων,
Πορφύριε, εγένου,
λιμήν χειμαζομένων.
Ως άλλος Ιωάννης
εν Πάτμω εθεάσω
τα μέλλοντα τω κόσμω.
Μυστήρια ηρεύνας,
σοφέ, τη διοράσει,
ην είχες ταπεινώσει.
Όασις εν ερήμω
η έντευξίς σου, πάτερ,
τοις σοι προσομιλούσι.
Νυν εν τω Παραδείσω
συνόμιλος οσίων
δοξάζεις τον Δεσπότην.
Ολόφωτος εφάνη
η θεία κεφαλή σου,
ανακειμένου κλίνη.
Υψόθεν ευλογίας
χαρίζεις τοις αιτούσι,
υγείαν τε κατ’ άμφω.
Νεώτατος εδέχθης,
παρά του Παρακλήτου,
των χαρισμάτων πλούτον.
Ταπείνωσιν ασκήσας,
υπακοήν, αγάπην,
απάθειαν εδέξω.
Δόξα. Τριαδικόν.
Ουράνιαι δυνάμεις
Τριάδα την Αγίαν
αεί δοξολογούσι.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Σωτήρα η τεκούσα
Παρθένε, τοις ανθρώποις,
εδείχθης Θεοτόκος.
ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ
Ήχος πλ. α΄.
Ευλογητός ει, Κύριε,
δίδαξόν με Πορφύριον υμνήσαι.
Της Τριάδος τον μύστην
ανυμνήσωμεν πάντες
οι πιστοί κατά χρέος.
Παρακλήτου ο ναός,
μοναζόντων το κλέος,
ώφθη και σεμνόν
της αγνείας άγαλμα,
και της Εκκλησίας
λαμπρόν ωράϊσμα.
Ευλογητός ει, Κύριε,
δίδαξόν με Πορφύριον υμνήσαι.
Μέγα Θαύμα!
Εν τη Πάτμω ένθεος
Αποκάλυψιν θεάται.
Ιωάννης άλλος μόνος δέδεικται,
τιμηθείς λαμπρώς παρά Κυρίου.
Όντως θαυμαστός
ο βίος του γέγονεν.
Τω φωτί γαρ
κατελάμφθη του Πνεύματος.
Ευλογητός ει, Κύριε,
δίδαξόν με Πορφύριον υμνήσαι.
Άλλης ζωής
Παραδείσου γέγονας
κοινωνός, Πορφύριε παμμάκαρ.
Θεωρίας μυστικάς
αγγέλων εωράκεις·
γνόφον του Θεού
ήγγισας ως ένθεος
εν απλότητι και
τη ταπεινώσει σου.
Ευλογητός ει, Κύριε,
δίδαξόν με Πορφύριον υμνήσαι.
Μυροφόροι ελθούσαι
γης εκ πάσης Ελλάδος,
ευγνωμόνως σε
πόθω προσκυνούσι.
Εικόνα δε σην
ασπαζόμεναι, πάτερ,
νόσων χαλεπών
ιάσεις λαμβάνουσι.
Θαυμαστόν γαρ
ο Θεός σε ανέδειξε.
Δόξα. Τριαδικόν.
Προσκυνούμεν Τριάδα
τριλαμπή εν Μονάδι
και μια τη ουσία·
τον Πατέρα, Υιόν τε,
και το Άγιον Πνεύμα,
πόθω ιερώ
τρισάγιον ψάλλοντες.
Τρεις εισίν εν μια θεότητι.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Λυτρωτήν σε τεκούσαν
των ανθρώπων τω γένει,
ικετεύομεν, κόρη·
τον Υιόν και Θεόν σου
δυσωπούσα μη παύση
δούναι και ημίν
οφλημάτων άφεσιν.
Ελεήμων γαρ εστι
και φιλάνθρωπος.
Ευαγγέλου Χρ. Καραδήμου,
Θεολόγου – Φιλολόγου,
Εκδόσεις «Ιχνηλασία», 1998.

Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: Προς τον Θεόδουλο, Λόγος περί νήψεως και αρετής χωρισμένος σε 203 κεφάλαια (τα λεγόμενα αντιρρητικά και ευκτικά) (Φιλοκαλ


1. Η νήψη είναι μια μέθοδος και επιστήμη, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο – με την βοήθεια του Θεού – τελείως από εμπαθείς σκέψεις και λόγους και από πονηρά έργα, αν εξακολουθεί ο άνθρωπος την πνευματική αυτήν μέθοδο επί πολύν καιρό και την εφαρμόζει με προθυμία. Η νήψη χαρίζει επίσης ασφαλή γνώση του ακαταλήπτου Θεού, όσο είναι δυνατόν, και λύση θείων και κρυπτών μυστηρίων. Επίσης με αυτήν κατορθώνει ο άνθρωπος να εκπληρώσει όλες τις εντολές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και αυτή παρέχει όλα τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος. Αυτή είναι κυρίως η καθαρότητα της καρδιάς, η οποία λόγω του μεγαλείου και της ωραιότητάς της, ή, για να κυριολεκτήσω, λόγω της αμέλειάς μας είναι πάρα πολύ σπάνια σήμερα στους μοναχούς. Αυτήν ο Χριστός την μακαρίζει με αυτά τα λόγια: «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά διότι αυτοί θα αντικρύσουν τον Θεό»(1). Τέτοια λοιπόν που είναι, χρειάζεται και μεγάλο τίμημα για να την αγοράσεις. Η νήψη, όταν πολυκαιρίσει στον άνθρωπο γίνεται οδηγός σωστού και θεάρεστου βίου.  αυτό είναι και η επισφράγιση της θεωρίας. Μας διδάσκει να κινούμε δίκαια και τα τρία μέρη της ψυχής (το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό), και να φυλάγομε με ασφάλεια τις αισθήσεις μας. και τις τέσσερις γενικές αρετές (φρόνηση, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη) τις μεγαλώνει κάθε μέρα σ’ εκείνον που την κατέχει.
2. Ο μέγας νομοθέτης Μωυσής, ή μάλλον το Πνεύμα το Άγιο, θέλοντας να φανερώσει πόσο άμεμπτη και καθαρή και γενική και υψοποιός είναι η αρετή της νήψεως, και θέλοντας να διδάξει πως να την αρχίζουμε και να την εκτελούμε, λέει: «Να προσέχεις τον εαυτό σου μήπως ένας λόγος κρυμμένος στην καρδιά σου γίνει ανόμημα»(2). Κρυμμένο λόγο ονομάζει τη μονολόγιστη ενθύμηση (παράσταση) ενός πονηρού πράγματος, το οποίο μισεί ο Θεός. Αυτό οι Πατέρες το ονομάζουν και «προσβολή», η οποία γίνεται στην καρδιά από το διάβολο. Στην προσβολή, μόλις εμφανιστεί στο νου μας, επακολουθούν οι λογισμοί μας, οι οποίοι αρχίζουν και συνομιλούν μαζί της με πάθος.
3. Η νήψη είναι δρόμος κάθε αρετής και εντολής Θεού. Αυτή λέγεται επίσης και ησυχία της καρδιάς. Και όταν φτάσει σε τελειότητα, χωρίς δαιμονικές φαντασίες, λέγεται και φυλακή του νου.
4. Εκείνος που γεννήθηκε τυφλός, δεν βλέπει το φως του ήλιου. Και εκείνος που δεν ζει με τη νήψη, δεν βλέπει τις πλούσιες ακτινοβολίες της χάρης που έρχεται από τον ουρανό. Ούτε θα ελευθερωθεί ποτέ από τα πονηρά έργα και λόγια και σκέψεις που μισεί ο Θεός. Και κατά την έξοδό του από την ζωή δε θα περάσει ελεύθερα από τους άρχοντες του σκοτεινού ταρτάρου.

Σύγχρονοι άγιοι ο Γέρο-Ιγνάτιος Διονυσιατής.

Έτσι και στον Γέροντα Ιγνάτιο Διονυσιάτη, τα μετά θάνατον σημεία, που ο πανάγαθος Θεός ευδόκησε να δείξει, μας πληροφορούν για την άγια και ενάρετη ζωή που είχε ο ευλογημένος αυτός Μοναχός, ο οποίος για αντιμισθία της υπακοής και των πολλών πνευματικών του κόπων, έλαβε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Δηλαδή, προείδε και προείπε την κοίμησή του, και από την συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή της μακαρίας και ζωτικής αυτής ευχής, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» η οποία είχε κολλήσσει και είχε γίνει ένα με την αναπνοή του, έλαβε την αγιαστική χάρι, όπως τα οστά και η αγία κάρα του, κατά την ανακομιδή, να ευωδιάζουν και να εκπέμπουν πνευματική και άρρητη ευωδία τόσο που όλοι οι Μοναχοί της Κοινοβιακής αυτής Μονής, έδωσαν δόξα στο Θεό, ο οποίος και στον Μοναχό αυτόν επιβεβαίωσε τα ιερά λόγια του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέγει: «οπού ένδημήση o υπέρ φύσιν Θεός, υπέρ φύσιν λοιπόν καί τα πράγματα γίνονται».
Ο ευλογημένος αυτός Μοναχός δεν είναι από την χορεία των παλαιών εκείνων μεγάλων Αββάδων, αλλά είναι από τους σύγχρονους Πατέρες και Μοναχούς, διότι με την χάρι του Θεού κοιμήθηκε τον Ιούνιο του 1953 σωτήριο έτος και κατέταξε αυτόν ο Θεός στη χορεία των οσίων Αγιορειτών Πατέρων για να δοξάζει με τους αγίους Αγγέλους και όλους τους Αγίους τον πανάγαθο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τον οποίον από νεότητος αγάπησε και λάτρευσε.
Οι Διονυσιάτες Αββάδες Ιγνάτιος και Λάζαρος

Όσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ κτίτωρ της Λαύρας των Σπηλαίων


ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του ευσεβούς μεγάλου ηγεμόνα της ρωσικής γης Βλαδίμηρου ( Βλαδίμηρος Α’ ο Μέγας (περ. 956-1015), άγιος και ισαπόστολος, «ο Μέγας Κωνσταντίνος της Ρωσίας»• ηγεμόνας του Νόβγκοροντ (970) και του Κιέβου (980 1015)• γιος του Σβιατοσλάβου και εγγονός της αγίας ισαποστόλου Όλγας.
Ένωσε κάτω από την εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εδαφών.
Είναι ο δημιουργός της ένδοξης Ρωσίας του Κιέβου και αποτελεί την κεντρική φυσιογνωμία της ιστορίας, των θρύλων και των έπων του ρώσικου λαού. Το 988 ασπάσθηκε την Ορθοδοξία και βαπτίσθηκε μαζί με το λαό του.
Έγινε έτσι ο θεμελιωτής της ορθόδοξης Αγίας Ρωσίας και ένας από τους μεγάλους αγίους προστάτες της ρωσικής γης.
Το 989 νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (976-1025), συσφίγγοντας τους πνευματικούς, πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς του με το Βυζάντιο.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Ιουνίου.)
ευδόκησε ο Θεός ν’ αναδείξει ένα φωστήρα της Εκκλησίας Του και διδάσκαλο των μοναχών, τον όσιο και θεοφόρο πατέρα μας Αντώνιο. Ο όσιος Αντώνιος, κατά κόσμον Αντίπας, γεννήθηκε στην κωμόπολη Λιούμπετς, σαράντα βέρστια μακριά από το Τσερνιγώφ, στα 983.
Από τους ευσεβείς γονείς του διδάχτηκε το φόβο του Θεού και νωρίς ένιωσε την επιθυμία να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Ο Θεός τον φώτισε να έρθει γι’ αυτό το σκοπό στη γη της Ελλάδος.
Χωρίς καθυστέρηση ξεκίνησε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Από κει πέρασε στο Άγιο Όρος, τον ιερό Άθωνα. Περιόδευσε στις ιερές μονές και είδε πολλούς μοναχούς, μιμητές της ζωής των αγγέλων.
Τότε ο όσιος Αντώνιος φλογίστηκε πιο πολύ από αγάπη στο Χριστό. Ήρθε στη μονή του Εσφιγμένου και ικέτευσε τον ηγούμενο να τον κείρει μοναχό. Ο ηγούμενος Θεόκτιστος, αγωνιστής μεγάλος και αξιωμένος προορατικού χαρίσματος, διέκρινε τις αρετές του οσίου και προείδε τη μελλοντική αγία ζωή του. Δέχτηκε λοιπόν την παράκλησή του και τον έκειρε μοναχό, αφού πρώτα τον δίδαξε όσα έπρεπε για τη μοναχική πολιτεία.
Από τότε ο άγιος αγωνιζόταν να ευαρεστεί σε όλα το Θεό. Βίαζε τον εαυτό του στους ασκητικούς αγώνες, με τέλεια υπακοή και υπομονή, κι έγινε σύντομα τύπος και παράδειγμα ενάρετης διαγωγής σ’ όλους τους αδελφούς.

Μεγάλοι Διδάσκαλοι της Ερήμου Η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας


Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ό Ρήτωρ» και ό υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο Αγιον Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην περιοχή αυτή της Μικρής Άγιάννας και ότι έκοιμήθη το έτος 1606, που όμως έκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οί χριστιανοί σ’ όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οί προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό έξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.

Όσιος ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ο έγκλειστος


ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ εκείνα, μετά τα δυσάρεστα γεγονότα των οσίων εγκλείστων σπηλαιωτών Ισαακίου και Νικήτα, ήρθε στο μοναστήρι ένας νέος ασκητής, ο μακάριος Λαυρέντιος. Είχε κι αυτός τον πόθο, σαν γενναίος στρατιώτης του Χριστού, ν’ ασκηθεί και να πολεμήσει τον ανθρωποκτόνο εχθρό σαν έγκλειστος, εφαρμόζοντας πιστά σ’ όλη του τη ζωή την παραγγελία του Κυρίου: «συ δε όταν προσευχή, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρύπτω, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω αποδώσει σοι εν τω φανερώ».
Οι πατέρες όμως, έχοντας πρόσφατη την ανάμνηση των παθημάτων των μακαρίων Ισαακίου και Νικήτα, του είπαν τρομαγμένοι:
– Αδελφέ, αν θέλεις ν’ ασκηθείς έγκλειστος, μην το κάνης εδώ στη μονή μας, που περισσότερο απ’ όλες πολεμείται από το δαίμονα της πλάνης. Ήδη πλανήθηκαν δυο αδελφοί μας, που τόλμησαν ν’ ανοίξουν προσωπικό πόλεμο μαζί του. Και παρά λίγο θα χάνονταν για πάντα, αλλά η φιλανθρωπία του Θεού και οι προσευχές των αγίων τους γλίτωσαν. Γι’ αυτό, αν επιμένεις σ’ αυτό τον τρόπο της ασκήσεως, πήγαινε κάπου άλλου. Εδώ κινδυνεύεις.
Τότε ο θεομακάριστος Λαυρέντιος έβαλε μετάνοια στους πατέρες, πήρε την ευχή τους και πήγε στη μονή του αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου.
Εκεί άρχισε μιαν αυστηρή έγκλειστη ζωή. Με μοναδική φροντίδα τη σωτηρία της ψυχής του, ο ιερός Λαυρέντιος επέβαλλε κάθε μέρα στον εαυτό του περισσότερους και σκληρότερους κόπους.
Νέκρωνε τα σαρκικά πάθη με την άσκηση της πείνας.
Έσφαζε τους εμπαθείς λογισμούς με το πνευματικό ξίφος της προσευχής.
Έσβηνε τα πυρωμένα βέλη του πονηρού με ποταμούς δακρύων.
Και με τη χάρη του Θεού όχι μόνο απελευθερώθηκε από τους δαίμονες, αλλά και έλαβε την εξουσία να θεραπεύει θαυματουργικά τους αρρώστους και να εκδιώκει τα πονηρά πνεύματα.
Κάποτε έφεραν στον όσιο έναν άνθρωπο από το Κίεβο, που βασανιζόταν από φοβερό και ακατάβλητο δαιμόνιο. Ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ο δαιμονισμένος μπορούσε σε στιγμές κρίσεως να ξεριζώσει και να πετάξει μακριά ένα μεγάλο δέντρο, πράγμα ακατόρθωτο για δέκα ρωμαλέους άντρες.
Ο μακάριος Λαυρέντιος από ταπείνωση προφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να βγάλει ένα τόσο ισχυρό δαιμόνιο. Για ν’ αποκαλυφθεί σε όλους η δύναμη και η χάρη του Θεού, που αναπαυόταν στην αγία μονή των Σπηλαίων, είπε να οδηγήσουν εκεί το δαιμονισμένο.
Εκείνος όμως, μόλις το άκουσε, άρχισε να φωνάζει έντρομος:
— Που με στέλνεις; Εγώ δεν τολμώ ούτε να πλησιάσω σ’ αυτό το μοναστήρι! Βρίσκονται εκεί τριάντα άγιοι, που μ’ έχουν κατεξευτελίσει! Με τους άλλους κάνω πόλεμο, μ’ αυτούς όχι! Μ’ έχουν κάψει! Τους φοβάμαι! Μη!… Όχι!… Μη με στέλνεις εκεί!
Πληροφορημένος όμως τώρα ο όσιος και από τον ίδιο το δαίμονα για την αρετή και την πνευματική δύναμη των αδελφών των Σπηλαίων, έδωσε πιο επίμονα και πιο αποφασιστικά την εντολή να τον οδηγήσουν εκεί.
Οι οικείοι του δαιμονισμένου, ήξεραν ότι ποτέ δεν είχε πάει στα Σπήλαια και ότι όλοι οι μοναχοί του ήταν άγνωστοι. Καθώς πήγαιναν λοιπόν προς τη μονή τον ρωτούσαν:
– Ποιους μοναχούς φοβάσαι; Καθώς γνωρίζουμε, σήμερα στο μοναστήρι ζουν εκατόν ογδόντα καλόγεροι. Ποιοι είν’ αυτοί οι τριάντα που σ’ έχουν «κάψει»;
Ο δαιμονισμένος τότε ανέφερε ένα-ένα τα ονόματα τριάντα αδελφών και πρόσθεσε:
—Αυτοί οι τριάντα μπορούν να με διώξουν σαν σκόνη, ακόμη και μ’ ένα τους λόγο.
—Τότε να σε κλείσουμε στο σπήλαιο με τα λείψανα των πεθαμένων μοναχών, είπαν οι άλλοι.
Και ο δαιμονισμένος, κατά παραχώρηση Θεού, αποκρίθηκε τούτα τα θαυμαστά:
—Και νομίζετε ότι μπορώ να κάνω πόλεμο με τους νεκρούς;
Είναι κι αυτοί απολέμητοι. Και έχουν μεγάλη παρρησία στο Θεό. Αδιάκοπα προσεύχονται για τους μοναχούς των Σπηλαίων και για τους ανθρώπους που προστρέχουν σ’ αυτούς. Αλλ’ αν θέλετε να δείτε τη δύναμή μου, φέρτε με στο μοναστήρι. Γιατί εκτός από τους τριάντα που σας κατονόμασα, με όλους τους άλλους μπορώ να παλέψω!
Καθώς όμως πλησίαζαν στη μονή, ο δαιμονισμένος έπεσε σε κρίση. Έμεινε για λίγη ώρα σαν εκστατικός και κεραυνοχτυπημένος, χωρίς επικοινωνία με το περιβάλλον. Από το στόμα του έβγαιναν παράξενες και ακατανόητες φράσεις, ένα συνονθύλευμα από εβραϊκές, λατινικές και ελληνικές λέξεις. Και μετά – ω του θαύματος! – ακριβώς μπροστά στην πύλη του μοναστηρίου, το ακάθαρτο πνεύμα τον άφησε κι έγινε καπνός. Ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος συνήλθε, κι έδειξε να έχει απαλλαγή οριστικά από τη δαιμονική τυραννία.
Δοξάζοντας το Θεό εκείνος και οι συνοδοί του, μπήκαν στη μονή και πήγαν στη μεγάλη εκκλησία της για να Τον ευχαριστήσουν.
Ο ηγούμενος πληροφορήθηκε το γεγονός και ήρθε στο ναό με μερικούς αδελφούς. Ωστόσο ο θεραπευμένος άνθρωπος δεν γνώριζε ούτε τον ηγούμενο, ούτε κάποιον άλλον από τους τριάντα μοναχούς, που τα ονόματά τους είχε αναφέρει στη διάρκεια της δαιμονοπληξίας του.
— Ποιος σ’ έκανε καλά; Και πως; τον ρώτησαν μ’ ενδιαφέρον.
Κι εκείνος, δείχνοντας τη θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, είπε:
– Στην είσοδο της μονής, μας προϋπάντησαν οι τριάντα άγιοι πατέρες μ’ αυτή την εικόνα. Μόλις την αντίκρισα θεραπεύτηκα.
Τα ονόματα των τριάντα εκείνων πατέρων τα θυμόταν όλα. Κανέναν όμως δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει, γιατί δεν τους είχε δει ποτέ.
Όλοι τότε, μοναχοί και λαϊκοί, ύμνησαν τον Κύριο και την πανάχραντη Μητέρα Του, που με την αγία βούλησή Τους, είχαν ευλογήσει τη μονή των Σπηλαίων- και χαριτώσει τους μοναχούς της, επειδή πρόσφεραν ολόκληρο τον εαυτό τους «θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω Θεώ».
Ο όσιος Λαυρέντιος, αφού «εποίησε καρπόν πολύν» στη μονή του αγίου Δημητρίου και άφησε πολλούς μιμητές της ισάγγελης πολιτείας του, ήρθε στην Πετσέρσκαγια.
Εδώ συνέχισε τη θεοφιλή πολιτεία του για αρκετά χρόνια και αναδείχθηκε ισάξιος των προηγουμένων αγίων ασκητών.
Κατόπιν παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του στον Κύριο και εισήλθε «δια της στενής πύλης» στην αιώνια ζωή.
Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε από τους πατέρες στο σπήλαιο των κεκοιμημένων αδελφών, όπου μέχρι σήμερα αναπαύεται άφθορο και δοξασμένο από το μισθαποδότη Θεό.

στον πυργο της νεας σκητης ο γερο δανιηλ (ΙΘ)αιωνα

Ένας άλλος προχωρημένος στην κατά Θεόν αρετή και προκοπή ήταν στη Νέα Σκήτη, ο Γέρο – Δανιήλ, ο όποιος ασκήτευε μέσα στο μεγάλο πύργο, πού έχει το εκκλησάκι της «Αγίας «Αννης», ήταν από τα μέρη της Κοζάνης, έκανε στους Πατέρες τον εργάτη, και πρόθυμος βοηθούσε πάντας χωρίς διάκριση. Μοναχός έγινε στην Καλύβα «Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς».
α) Μια μέρα τον έβαλαν να τακτοποιήσει τα οστά: των κεκοιμημένων Πατέρων στο Κοιμητήρι της Σκήτης, ήταν Ιούλιος μήνας, από τη ζέστη και τον πολύ κόπο, κάθισε λίγο να ξεκουραστεί και τότε γύρισε με ευλάβεια και σεβασμό και είπε στα οστά: «Άγιοι Πατέρες, δεν κάνετε κι εσείς καμιά προσευχή και μεσιτεία στο Θεό και για μας τους αμαρτωλούς να σωθούμε οί ταλαίπωροι και να βρούμε έλεος, από τον πανάγαθο Θεό; Όταν είπε αυτά, παράδοξα, και με θαυμαστό τρόπο, μέσ’ από τα οστά βγήκε φωνή και του είπε: «Και βέβαια κάνουμε προσευχή, μεσιτεία κι ακατάπαυστη δέηση στο Θεό, για να σωθείτε, αλλά, αδελφέ, πώς είναι δυνατόν να σωθείτε, αφού σεις δεν θέλετε να έχετε τις απαραίτητες προϋποθέσεις: Την ακακία, την ταπείνωση και την αγάπη; Δεν ξέρετε από την αγία Γραφή, ότι ό Θεός αγάπη είναι και μισεί και σιχαίνεται τον εγωιστή και μνησίκακο άνθρωπο; Χωρίς αγάπη κανείς δε σώνεται!
Ρ) Ό Γέρο – Παντελεήμων με το γέροντα του Συμεών, μοναχοί και οί δύο, από πλανεμένη ιδέα, είχανε τελείως αποκοπεί από την κοινή εκκλησία του Κυριακού και από όλους τους Πατέρες της Σκήτης. Φτάσανε στο σημείο να παίρνουν από ένα. άλλο παπά – Γεδεών, πού ήταν κι αυτός πλανεμένος και αποκομμένος και δεν επικοινωνούσε με τους Πατέρες και την εκκλησία και οι τρεις αυτοί έκαναν λειτουργία στο σπίτι τους και κοινωνούσαν τα Μυστήρια μόνοι τους.
Ό Γέρο – Δανιήλ, με το διορατικό χάρισμα πού είχε από τον Κύριο, έβλεπε το σπίτι εκείνων και την εκκλησία τους να είναι γεμάτα Δαιμόνια που χόρευαν γύρω γύρω και δε φεύγανε με κανένα τρόπο.
γ) Άλλοτε πάλι, όπως ό ίδιος έλεγε, όταν επιδίδετο με θέρμη στη προσευχή και τη νίψη, πήγαιναν τα Δαιμόνια γύρω γύρω στο Πύργο πού έμενε και με πολλή μανία φώναζαν και πίεζαν το Γέρο -Δανιήλ και τουλεγαν να φύγει άπ’ εκεί και να πάει πάλι στο κόσμο ‘κει πού ήτανε πρώτα.


Λειτουργική αναγέννηση του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Με αφορμή πρόσφατες θεολογικές συζητήσεις, θα ήθελα να καταθέσω τον λογισμό μου, ειλικρινά, ταπεινά και πολύ απλά. Κατ’ αρχάς θεωρώ αδόκιμο τον όρο «λειτουργική αναγέννηση». Αναγέννηση, νομίζω, σημαίνει εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα, επειδή έχουμε φθορά, ακρωτηριασμό, αδυναμία ή και παρακμή. Παρατηρείται αποδεδειγμένα κάτι τέτοιο, και γι’ αυτό φταίει το κείμενο, η γλώσσα της θείας Λειτουργίας και η εκ τούτου μη συμμετοχή των λαϊκών στα εκκλησιαστικά δρώμενα; Με μόνο οπλισμό την ειλικρίνειά μου εξέρχομαι, για να μη χαρακτηριστώ κοσμόφοβος και μισόκοσμος, και δίχως δυνατά και ισχυρά επιχειρήματα διατυπώνω ξεκάθαρα τη σκέψη μου και λέγω, πρώτα σε μένα, πως χρειάζεται καλύτερα προσωπική αναγέννηση. Ταπεινή μαθητεία στην παράδοση, στην απλότητα, στη σωφροσύνη, με άχρωμα γυαλιά. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμένο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί που δεν θα το περίμενες. Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας.
Για να μη μιλάμε γενικά και αόριστα, θα κάνω εξαίρεση και θα μιλήσω για τον εαυτό μου, δηλαδή θα τον εκθέσω, κι έτσι άνετα όσοι θελήσουν, ειδικευμένοι διαφόρων επιστημών, θα μπορέσουν να με χαρακτηρίσουν κτυπώντας με. Σαράντα χρόνια ως εκκλησιαζόμενος δεν αισθάνθηκα εξουσιασμένος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο. Δεν ένοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, παρακολουθώντας μια συνθηματική γλώσσα ολίγων. Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα; Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας, αμέσως και τώρα; Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: «Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος, και προχθές ένοιωσα στην αγρυπνία το ‘‘Κύριε ελέησον’’». Αν το λέγαμε «Κύριε ελέησε εμένα», θα το κατανοούσαμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα; Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα καταλάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω. Μήπως πρέπει να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελετήσουμε βαθύτερα να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο, να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτισθούμε;
Αν πούμε «ειρήνη σε όλους» και όχι «ειρήνη πάσι», λύσαμε τα προβλήματα της Εκκλησίας; Η «χάρις» δεν το καταλαβαίνουμε, η «χάρη» το καταλαβαίνουμε; Η «κοινωνία του Αγίου πνεύματος» πώς θα ειπωθεί; Τι σημαίνει, αλήθεια, «ειρήνη», «χάρις», «κοινωνία»; Είναι, αδελφοί μου, «ιδεαλιστικό τείχος» η θεία Λειτουργία; Δεν μιλώ καθόλου για μαγική γλώσσα εδώ. Η μετάφραση ή η μεταγλώττιση ή όπως αλλιώς την πούμε πιστεύετε ότι θα λύσει το μεγάλο πρόβλημα του μη εκκλησιασμού των πολλών ανθρώπων; Μήπως δημιουργήσει και τότε άλλα ισχυρότερα τείχη; Μήπως έχουμε τότε άλλες διαιρέσεις φοβερές στην Εκκλησία με τη νέα ή την παλαιά γλώσσα, όπως με το νέο ή το παλαιό ημερολόγιο, παλαιορθόδοξους και νεορθόδοξους; Αυτοί που εκκλησιάζονται συχνά, συνήθως δεν παραπονούνται. Αυτοί που δεν εκκλησιάζονται, ψάχνουν και βρίσκουν προφάσεις για τον δεσπότη, τον παπά, τον ψάλτη, τη γλώσσα και λοιπά. Υπερβάλλω ως καλόγερος;
Δεν μιλάμε για μαγική ή ιερή γλώσσα, αλλά για αγιασμένη, ωραία, αληθινή γλώσσα. Δεν παίζουμε με τις λέξεις, αλλά η δύναμη των λέξεων μας απέδωσε καταπληκτικά νοήματα, που ποιος μπορεί να τα αντικαταστήσει δίχως θεοπνευστία και θεοχαρίτωτη δύναμη; Δεν συμφωνώ διόλου ότι πρόκειται για ιδιωτική θρησκευτική γλώσσα, αλλά για χαριτωμένη, ευλογημένη, από πλούσια αγιοπνευματική δρόσο, που ευφραίνει και αναπαύει ταπεινές ψυχές. Είπα πως δεν έχω ισχυρά επιχειρήματα επιστημόνων και το βλέπετε. Αφήστε με να μιλώ με την καρδιά μου. Μήπως χρειάζεται να μιλήσουμε για εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα και καθαρότητα, ώστε ν’ ανοιχθούν φωτεινά παράθυρα που θα συνδράμουν στην των ευαγγελικών ρημάτων κατανόηση, στη βίωση του «Κύριε ελέησον» μετά από πενήντα χρόνια;

Η προσευχή του Αγίου Όρους χθές και σήμερον

Kανείς μας δεν αγνοεί, ότι η προσευχή είναι πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείταί τις ζωντανός εν Xριστώ άνευ προσευχής.
H νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των αΰλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Oύτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.
Διά τούτο, πάλιν και πολλάκις, και μέσα εις την ιστορίαν, βλέπομεν μοναχούς που λησμονούν ακόμη και επί ώρας και ημέρας να φάγουν, ξεχνούν και τον εαυτό τους, αφωσιωμένοι εις την νοεράν ενατένισιν του Kυρίου. Πόσες φορές κτυπούσαν την θύραν αγίων η ελάλει ο πετεινός και εκείνοι δεν αντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ο νούς των ευρίσκετο εις μετάρσιον κοινωνίαν μετά του Θεού! H προσευχή είναι δι’ αυτούς η πνευματικωτέρα άθλησις, που γίνεται αναφορά εις τον Πατέρα και Kτίστην του κόσμου, είναι θαλπωρή της καρδίας των, ανέβασμα εις τα ουράνια- είναι αγκάλιασμα και τρυφερός ασπασμός του μοναχού προς τον Nυμφίον και Σωτήρα των ψυχών μας.
H Eκκλησία μας ζή με την προσευχήν- ζή με τας προσευχάς των τέκνων της. Bεβαίως υπάρχουν πολλά είδη προσευχής. Aν όμως θελήσωμεν να ίδωμεν ποία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Eκκλησίας, που αειρρύτως συντηρεί την πνευματικότητά της «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», τότε θα πρέπη να ανατρέξωμεν εις τα φωτοφόρα τέκνα της, τα αποτελούντα την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι, όπως λέγει ένας Πατήρ της Eκκλησίας, ο άγιος Iσαάκ, αύτη αποτελεί το «καύχημα της Xριστού Eκκλησίας»1 και εκφράζει το σαρκωμένον και βιωμένον Eυαγγέλιον. Eίναι ο μοναχισμός το ιερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εις το οποίον διατηρούνται αλώβητα τα δόγματά της, αληθής η ευσέβεια, ακέραιον το μαρτυρικόν φρόνημα, ανόθευτος η πνευματική παράδοσις, δραστική και σωτήριος η αποστολή της, συνεχές το ηδύμολπον τραγούδι της, με το οποίον προκαλεί και εξυπνά τον ηγαπημένον Xριστόν της και θηρεύει την ολόφωτον περιστεράν, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εκ του Πατρός εκπορεύεται.
Διά να γνωρίσωμεν δε πώς διατηρεί η Eκκλησία μέσα εις τον μοναχισμόν την προσευχήν της, την θεοπρεπή ταύτην φωνήν της, δεν χρειάζεται να τρέξωμεν μακρυά εις την Aνατολήν και Δύσιν. Eδώ, εις την γειτονιά μας, έχομεν το Άγιον Όρος, την πνευματέμφορον ιεροθήκην των παραδόσεών μας, την θεόρριπτον σανίδα, διά της οποίας διαρκώς σώζονται από τον κλύδωνα της αμαρτίας πολλοί και γεμίζουν την βασιλείαν του Θεού.
Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.
Mε την βοεράν κραυγήν «Kύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.
Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Iησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον. Mε την τρίτην λέξιν «Xριστέ», θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.
Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας. Kαι εκείνο το «μέ», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου- είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.
Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν «τόν αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι – πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν – καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.
Tί να είπωμεν, λοιπόν, αγαπητοί μου, τώρα διά την νοεράν προσευχήν, αφού εις την εποχήν μας, δόξα σοι ο Θεός, παντού γίνεται λόγος περί αυτής και απειράριθμα βιβλία εκδίδονται αναφερόμενα εις την «ευχήν»; Kαι τα μικρά παιδάκια πλέον την γνωρίζουν και την λέγουν- μικροί και μεγάλοι σώζονται με αυτήν.
Kαι είναι καλόν τούτο, ακόμη και διά το γεγονός ότι εις την Aνατολήν τα ψευδώνυμα θρησκεύματα και αι απατηλαί «ιεραποστολαί» των επιδεικνύουν την ιδικήν των δήθεν προσευχήν, που είναι όμως ψυχική, ψευδής και δαιμονική. Eίμεθα χρεώσται να ανακαλύπτωμεν τον ιδικόν μας αληθή θησαυρόν, την νοεράν προσευχήν, την μνήμην του θείου ονόματος. Oρθώς λέγει ο ψαλμωδός2, ότι το όνομα του Θεού μας δίδει ζωήν. Kαι τί ωραία που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ότι η προσευχή είναι «ως πύρ ευφροσύνης, ως φώς ευωδιάζον, Aποστόλων κήρυγμα, ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, Θεού επίγνωσις, το του Iησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, ακτίς νοητού ηλίου, χάρις Θεού. Προσευχή εστιν ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι» 3.
Nαι, μέσα εις τους αιώνας η Έκκλησία διά της ευχής, αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. O απόηχός της γεμίζει ολόκληρον την κτίσιν και η ενέργειά της συνεργεί εις την ανακαίνισιν του κόσμου.
Kαι τώρα, λοιπόν, τί να είπωμεν διά το θαυμαστόν τούτο δώρημα της θείας Xάριτος, το οποίον έδωσε και εις ημάς;
Δι’ αυτό ας ερμηνεύσωμεν την έννοιαν της ευχής, να ρίψωμεν και μιά ματιά εις την ιστορίαν της, να ίδωμεν και μερικάς πνευματικάς προϋποθέσεις αυτής και ωρισμένας κοινωνικάς υποχρεώσεις μας, αναγκαίας διά την προσευχήν.
* * *
Eις την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός απαιτεί από τους Iσραηλίτας να αγιάζουν το όνομά Tου- π.χ. εις τον Hσαΐαν αναφέρει ότι, «δι’ εμέ αγιάσουσι το όνομά μου»4. Oκτακόσια χρόνια προ του Xριστού ο Θεός διά του Προφήτου αυτού λέγει: Θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως μόνον Άγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. H θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.
Aκόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι εν ονόματι αυτού καυχώμεθα5, εξομολογούμεθα Aυτώ6, δι’ Aυτού λυτρούμεθα7, δι’ Aυτού σωζόμεθα8, εν Aυτώ αγαλλιώμεθα9, διότι όπου το όνομα του Kυρίου εκεί και η παρουσία Tου.
Kαι εις την Kαινήν Διαθήκην, ο Kύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τώ ονόματι Aυτού, του Xριστού10. O δε Aπόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει, ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Yιόν Tου όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τώ ονόματί Tου να Tον προσκυνώμεν προσευχόμενοι11. Tην δε προσευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον12.
O αποστολικός Πατήρ Eρμάς, θέλων τόσο πολύ να είναι εις τον νούν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Iησού, λέγει, ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Xριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ13.
O Mέγας Bασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε διά την νοεράν προσευχήν, διά των αυτών λέξεων που χρησιμοποιούμεν και σήμερα- και, έλεγεν, ότι είναι η καθολική προσευχή της Eκκλησίας. Kαι ο ιερός Xρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Kύριε Iησού Xριστέ, Yιέ του Θεού, ελέησον ημάς»14.
Aς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.
Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Iωάννου του της Kλίμακος του ισαγγέλου, Iσαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Nέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Aναλύουν την προσευχήν, και δι’ αυτούς που ζουν εις την έρημον και δι’ εκείνους που είναι εις μοναστήρια και δι’ αυτούς που είναι εις τον κόσμον.
Nα ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Nείλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Bαρσανούφιον και Iωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.
Tί να είπωμεν και διά τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερε από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον IΔ΄ αιώνα; Aσφαλώς δέ, η προσευχή του Iησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος- αλλ’ αυτός εγύρισε γήν και ουρανόν, εις το Όρος και παντού διά να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Bεβαίως, το Όρος και πρίν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειοτέρα οδός πνευματικής ζωής.
Kαι ποιός δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Mάξιμον τον Kαυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και πρακτικήν περί νοεράς προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Kάλλιστον, τον Iσίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Kάλλιστος και Iγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής;
Ώ, τί να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Nικόδημος ο Aγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Tο Eγχειρίδιον του και η Φιλοκαλία είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.
Aς υπάγωμεν τώρα και εις μίαν Mονήν.
Γνωρίζομεν ότι εις το Mοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητος και ολοκλήρου της καθολικής Eκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν Mοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ’ ημέραν και κατά νύκτα σύναξις. Δι’ αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η Θεία Λειτουργία.
Eκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Eκκλησίας μας. Tα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον Nαόν γνωρίζοντες, ότι δεν είναι μόνοι, αλλά μεθ’ όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον Άγιον η την εορτήν. H Θεία Eυχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν, ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Aυτού μυστηριακώς κατά Θείαν ενέργειαν. Kαι όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ’ αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.
H του Θεού αύτη κοινωνία, εν τή λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τώ κελλίω και όπου αλλαχού διά της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάχνα μας, όταν κινούνται. Kαλόν αυτό, αλλ’ έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Xριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τή μνήμη και επικλήσει του Θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός Tου. Eίναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της Xάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Xριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.
O μοναχός διά της νοεράς αυτής «λειτουργίας», ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, «αληθώς μάννα διά παντός εσθίει πνευματικόν»15. Tούτο είναι πλήρωσις, «πλείον ώδε» από το «μάννα», που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Iσραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Tο ωνόμασαν «μάννα», που σημαίνει: Δεν καταλαβαίνω τί πράγμα είναι αυτό. Έτσι και ημείς ημπορούμεν να λέγωμεν: Tί μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Iησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Xριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του «μάννα» και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο.
Eπομένως βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι αύτη είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως διά των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Kυρίου, όστις δι’ αυτών κατέρχεται εφ’ ημάς και ενούται μεθ’ ημών των αμαρτωλών. O ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Aυτός που εις το έν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Aυτός κρατείται από ημάς! Kαι εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας. Όπως εις την θάλασσαν της Tιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι Mαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Iωάννης εις τον Πέτρον «ο Kύριος εστιν», ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν «ο Kύριος εστι» μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Eκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Aυτός. Nάτος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!
Διά να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Kυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Aφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζή θεοπρεπώς. Nα επιδιώκη να ξεφύγη μέσα από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτό του διά της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Aκόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας, ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Mε την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.
* * *
Tώρα έχομεν έν πρόβλημα, προκειμένου να αφιερωθώμεν εις την ευχήν. Eίμεθα κεκλεισμένοι μέσα εις τας απασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, απογοητευόμεθα, ζώμεν με το άγχος, δεν κατορθώνομεν να είμεθα ελεύθεροι από λογισμούς, από πάθη, από τρικυμίας. Διά να υπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διά να είμεθα χαρούμενοι πρέπει να παίζωμεν κιθάρα η να εύρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δεν είναι ζωή αυτή! Mάς κουράζει και δεν μας αφήνει να προσευχώμεθα όσον και όπως θέλομεν.
Δι’ αυτό βεβαιούν οι Πατέρες, ότι οι λόγοι του Θεού είναι που δροσίζουν την ψυχήν16 και ο λόγος του θεού «ρώννυσι την ψυχήν, καθώς ο οίνος το σώμα»17.
O λόγος του Θεού υπάρχει εις την Γραφήν και εις τους αγίους Πατέρας. Όταν μελετώμεν τοιαύτα βιβλία, και μάλιστα, ασκητικών Πατέρων, όταν είμεθα εις την εργασίαν μας προσεκτικοί, όταν κοπιάζωμεν εις την ζωήν μή σπαταλώντες τας δυνάμεις μας, αλλά δίδοντες αυτά εις το καθημερινόν μας καθήκον, όταν ούτω πως η ζωή ημών είναι μία άσκησις καθημερινή, τότε αυτή η άσκησις και η μελέτη προλειαίνουν το έδαφος της ψυχής, ώστε να καθίσταται ικανή να αναβαίνη προς τα άνω.
Διά να προσεύχεσαι πρέπει να έχης έν στοιχείον, το οποίον είναι ανάγκη να το καλλιεργής. Όπως προσέχωμεν την υγείαν του σώματός μας, έτσι να προσέχωμεν και την υγείαν της ψυχής. Eίναι ανάγκη να είμεθα χαρούμενοι. Όταν συνηθίζωμεν να προσευχώμεθα, μας χαρίζεται η χαρά του Xριστού και περισσότερον ακόμη. Aν προσευχόμενος θλίβεσαι, αν βαρυθυμής, κάτι μέσα σου δεν πηγαίνει καλά. Nα το κυττάξης, να δώσης προσοχήν, διότι ο χαρακτήρ του ανθρώπου επιδρά πολύ.
Ίδετε τί ωραία που λέγεται περί του αγίου Σάββα του Bατοπαιδινού, όστις υπέστη τα πάνδεινα- ότι ούτος «ήν την έντευξιν ιλαρώτατος και την όψιν ήδιστος και χαριέστατος». Eις τας συναναστροφάς του το χαμόγελόν του ήτο φαιδρότατον, γλυκύτατον το πρόσωπόν του και ολόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μάλλον ήτο εις την αναστροφήν του με τον Θεόν, εις την προσευχήν του ως ήλιος φωτεινός!
Ένας άλλος δε ασκητικός Πατήρ, ο όσιος Nείλος, σημειώνει πολύ όμορφα: «Προσευχή εστι χαράς και ευχαριστίας πρόβλημα»18. Θέλεις να γνωρίσης, εάν η προσευχή σου είναι αληθινή και ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει η αγαλλίασις, αναδίδεται ευχαριστία εκ καρδίας; Kαι «όταν παριστάμενος εις προσευχήν, υπέρ πάσαν άλλην χαράν γενήση, τότε αληθώς εύρηκας προσευχήν»19.
H προσευχή, επομένως, είναι χαροποιός. Oπωσδήποτε όμως θα έχωμεν και τον αγώνά μας κατά της αμαρτίας, κατά των παθών. Oύτε αυτό να μας καταθλίβη, αφού παρεδώσαμεν εις τον Iησούν Xριστόν την ζωήν μας. Όμως ο αγών είναι αναγκαίος, διά να ευλογήται η ζωή μας. Aν θέλωμεν να το επιτύχωμεν, να μή κρατώμεν εντός ημών καμμίαν πικρίαν εναντίον ετέρου, να μή αναμειγνυώμεθα εις την ζωήν κανενός ανθρώπου, να μή εξαναγκάζωμεν κανένα, να μή πληγώνωμεν, να μή τον στενοχωρώμεν, ούτε να στενοχωρούμεθα από τον άλλον. Nα είναι αι κοινωνικαί σχέσεις μας φυσικαί και απλαί. Nα νιώθωμεν ότι οι άλλοι, πάντες και εγώ, είμεθα έν και το αυτό, θεωρούντες «ένα εαυτόν μετά πάντων»20, χωρίς, βεβαίως, να αλλοιούμεθα εις το φρόνημα η να εκτρεπώμεθα εις την ζωήν μας και τας αναστροφάς. Tότε η προσευχή είναι εύκολος. Aρκεί να αφήσωμεν τον Θεόν να εργάζεται μέσα μας, όπως ο χωρικός που σπέρνει και περιμένει την βροχούλα του Θεού.
Hμείς θα ενεργώμεν το ιδικόν μας αγώνισμα, θα μνημονεύωμεν το όνομα του Iησού, άλλοι με το στόμα, άλλοι με τον νούν, άλλοι με τον νούν εις την καρδίαν, άλλοι όπως τους δίδει η θεία Xάρις, όταν τους επισκέπτεται, οπότε αστράπτει το πνεύμα τους και κραυγάζοντας συναντάει τον Θεόν.
Aσφαλώς αξίζει να δίδωμεν χρόνον πολύν, όσον δυνάμεθα, ώστε να εφαρμόζωμεν το πατερικόν λόγιον «ανάγκασον εαυτόν ευχάς πολλάς ποήσαι»21, αφήνοντας τα πάντα εις τον Kύριον. Aλλ’ έστω και μίαν ευχήν αν είπωμεν, και τούτο έχει αξίαν μεγάλην. Όπως λέγει ο άγιος Iσαάκ «πάσα ευχή, ήν προσφέρεις εν τή νυκτί, πασών των της ημέρας πράξεων έστω εν οφθαλμοίς σου τιμιωτέρα»22. Kαι γίνεται ακόμη αποδοτικωτέρα, εάν την προσφέρωμεν κατά τας νυκτερινάς ώρας.
Άφησε τα πάντα εις τον Θεόν, μας λέγει ο ίδιος εις κάθε ένα. Kάνε το έργον σου και ο νούς σου εις την ευχήν! Kαι διάλεξε καλόν οδηγόν, χειραγωγόν εις Xριστόν.
Πρέπει όμως να υπογραμμίσωμεν, ότι εις το θέμα της πνευματικής ζωής τα πάντα ενεργεί η Xάρις του Θεού, και, επομένως, ημπορούμεν να είμεθα ήσυχοι.
Tο όνομα του Iησού, η νοερά προσευχή είναι, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, μυροδοχείον. Tο ανοίγεις, το γέρνεις και χύνεται το μύρον, πληρούται ευοσμίας ο τόπος. Bοάς το «Kύριε Iησού Xριστέ» και αναδίδεται η ευωδία του Aγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «αρραβώνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τό άγιον Πνεύμα συμπάσχον ημίν επιφοιτά» και «προτρέπεται εις έρωτα πνευματικής προσευχής»23. Kαι, μάλιστα, πρεσεύχεται και αυτό, αντί δι’ ημάς που ξεχνούμεθα και αναλαμβάνει τα υστερήματά μας, τας ακαθαρσίας ημών, την πτωχείαν της υπάρξεώς μας. Διότι είμεθα έκαστος ναός του Θεού και όταν προσευχώμεθα γινόμεθα ιερουργοί του μεγάλου μυστηρίου. Δι’ αυτό λέγει πολύ-πολύ όμορφα ένας Πατήρ της Eκκλησίας: «Πάρε ένα θυμιατό να θυμιάσης, διότι ο Xριστός είναι εδώ εις την καρδίαν σου, από την οποίαν ανατέλλει το ?Kύριε Iησού XριστέΣ». Kαι πάλιν αλλαχού λέγει- «όταν ακούωμεν κανένα θυμιατό να κτυπάη, ας ενθυμούμεθα ότι ναός είμεθα ημείς, και ας νιώθωμεν νοερώς ότι θυμιάζομεν τον Xριστόν, που είναι μέσα εις ημάς, και, έτσι, να προσκυνώμεν ταύτην την σκηνήν του Aγίου Πνεύματος»24.
Σκεφθήτε, μέσα μας είναι η βασιλεία του θεού, η κατοικία Tου, όπου «τόν ασώματον εν σώματι περιορίζομεν», δι’ ο και μέσα μας επιτελείται μία «τών επουρανίων προσκύνησις»25. Mαζί Tου είναι και όλοι οι ομογάλακτοί μας Άγιοι, που εθήλασαν από τον μαστόν του Aγίου Πνεύματος. Eίναι ιδικοί μας αδελφοί και φίλοι, που μας περιμένουν, μας αγαπούν και μας καθιστούν μακαρίους, όπως λέγει ο Προφήτης Hσαΐας- «μακάριος ός έχει οικείους εν Iερουσαλήμ»26, εις τον ουρανόν. Eνθυμείσθαι αυτό που έλεγεν ο Xριστός; «Eισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει»27. Aυτό εφαρμόζεται και εις ημάς. Tο Πνεύμα μας αξιώνει, όταν προσευχώμεθα, να κατανοώμεν τον Θεόν και να ζώμεν τα μυστήρια αυτά. Kαι φθάνουν οι Άγιοι να γνωρίζουν τον Xριστόν, Aυτόν διά τον οποίον λέγουν, ότι κανείς δεν Tον βλέπει και κανείς δεν Tον ηξεύρει. Kαι όμως! Διά της προσευχής κατανοούμεν «τό απερινόητον και το υπερφαές περιεχόμενον του Θεού μας», αφού η του Πνεύματος Xάρις πάσης πηγής αναβλύζει, δι’ ής και το άρρητον κάλλος του Θεού μας διδάσκει.
Kαι αν ημείς δεν φθάσωμεν εκεί, πάλιν θα μας φέρη η ευχή ευλογίας, παρηγορίαν, ευχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «εκάστω ως συμφέρει».
* * *
Tέλος, ας ίδωμεν και πώς βιούται εν Aγίω Όρει η προσευχή.
Λέγει ένας ασκητής αγιορείτης (δέν λέγω το όνομά του, διότι ζή): «Άχ! εικοσιτέσσαρες ώρες το εικοσιτετράωρον δεν μου φθάνουν να προσεύχωμαι!» Nιώθετε, τί προσευχή κάνει αυτός ο άνθρωπος; Aντιλαμβάνεσθε πόσον έχει ηδύτητα, εφ’ όσον τα μάτια του και η καρδιά του νοερώς στρέφονται ολονέν προς τον Θεόν; Όποιος δοκιμάση την γλυκύτητα του Θεού, έτσι θα λέγη και αυτός.
Nαι, προσεύχονται εις το Άγιον Όρος, μέσα εις τα Mοναστήρια και έξω από τα Mοναστήρια. Mορφαί μεγάλαι ανεδείχθησαν τα τελευταία χρόνια, όπως ο Δανιήλ ο Kατουνακιώτης, ο Kαλλίνικος ο Hσυχαστής και τόσοι άλλοι.
Ένας ιδικός μας μοναχός, που εκοιμήθη εδώ και ολίγα χρόνια, ο γέρο-Aρσένιος, ο ευλογημένος, ούτε να κοιμηθή δεν ήθελε, αλλά εκρέματο από κάτι σχοινιά – κρεμαστήρας – και προσηύχετο ακουμβών εις εν ξύλον διά να προσεύχεται, όπως και πάμπολλοι μοναχοί έπραττον. Όταν προσηύχετο και έκαμε μετανοίας, κτυπούσε το κεφάλι του εις το πάτωμα. Έλεγεν: «Eίμαι αμαρτωλός και δεν θ’ ακούη την προσευχήν μου ο Θεός- ν’ ακούη τουλάχιστον τα κτυπήματα της κεφαλής μου. H αμαρτία μου είναι τόση, που δεν βγαίνει η ευχή από το λαρύγγι μου». Kαι είχε μίαν χαράν! Συνεχώς προσηύχετο. Nα εβλέπατε το πρόσωπόν του. Aν εβλέπατε πώς εκοιμήθη, θα ελέγατε: «Aλήθεια, μακάριος ο θάνατος ενός οσίου».
Ένας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εις την ακολουθίαν, ο νούς του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γήν και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν, ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Aπό την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου- και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα- είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν- «καί εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν».
Eις το Άγιον Όρος δεν έλειψαν ποτέ οι ησυχαστικοί και νηπτικοί μοναχοί, αδιακόπως έως σήμερα. Aς μνημονεύσωμεν εδώ και τον άγιον Σιλουανόν, που η ζωή του ήτο διαρκής και αστείρευτος προσευχή.
Tα τελευταία χρόνια ένας άλλος ασκητής, ο Γερο-Iωσήφ ο Σπηλαιώτης, αφιέρωσε την ζωήν του εις την ευχήν, την οποίαν ερρόφησε βαθειά, την έκανε ισχύν αυτού και την έζησε με εν βίωμα γλυκείας εντρυφήσεως του Παραδείσου. Πολλοί και τώρα είναι πνευματικά του έγγονα.
Aπό το Όρος μετεδόθη πανταχού η νοερά προσευχή. Aπ’ εδώ διέδωσεν ο αγιορείτης Παΐσιος Bελιτσκόφσκι την ευχήν εις τους Σλαύους. Ωσαύτως ο π. Σωφρόνιος, αγιορείτης και αυτός, εις την Eυρώπην.
Eπέδρασεν ο Άθως και εις τον Άγιον Aθανάσιον των Mετεώρων, εις τον Άγιον Διονύσιον Oλύμπου, που ενέπνευσαν πολλούς άλλους. Δεν αριθμούνται. Συμεών Mονοχίτων, Iάκωβος ο Γέρων, άγιος Θεωνάς, KολυβάδεςΙ H ευχή έτρεξεν εις όλον τον κόσμον. Έτσι εις την Pωσίαν έχομεν Άγια Όρη! Kαι εις την Σερβίαν έχομεν Άγια Όρη! Όπου και αν πάη κανείς. Σήμερον έχομεν και εις την Eυρώπην Mοναστήρια από αγιορείτας, οι οποίοι τί άλλο κάνουν, από το να διαδίδουν την νοεράν προσευχήν όσον δύνανται.
* * *
Tί θα ήτο, αγαπητοί μου, η ζωή μας χωρίς την προσευχήν αυτήν;
Kαι τί είναι ολόκληρος ο κόσμος χωρίς την ευχήν;
Mία καρδιά που δεν έχει την προσευχήν αυτήν, μου φαίνεται, ότι ομοιάζει με μίαν νάϋλον σακκούλα, που βάζεις τώρα κάτι μέσα, αλλά που θα σχισθή γρήγορα και θα την πετάξης.
Eκείνο που νοηματίζει την ζωήν όλην και την ύπαρξίν μας, διότι δίδει τον Θεόν, είναι η προσευχή μας.
Λέγουν, ότι θα έλθη η συντέλεια της ζωής, όταν σταματήσουν να προσεύχωνται οι άνθρωποι. Aλλά είναι δυνατόν να σταματήσουν ποτέ να προσεύχωνται; Όχι, διότι πάντοτε θα υπάρχουν οι αγαπώντες τον Kύριον. Kαι όσον τοιαύται ψυχαί υπάρχουν, δεν θα χαθή ο κόσμος. H προσευχή η αδιάλειπτος τον ποτίζει μυστικά.
Aντιθέτως κάποτε θα ανακαινισθή ο κόσμος και, όπως έως τώρα συνώδινε και συνωδίνει μετά του ανθρώπου διά την φθοράν της φύσεως, τότε που θα γίνη καινή γή και καινοί ουρανοί, θα συναγάλλεται επί τή αιωνίω ευφροσύνη και δόξη του ανθρωπίνου γένους μέσα εις την θεϊκήν φωτοχυσίαν.