Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Αριστείδης Π. Δασκαλάκης: Πραότητα και Οργή, οι δύο όψεις δύο νομισμάτων


Κεφαλόβρυσο (Los Angeles)
του Αριστείδη Δασκαλάκη 
αρθρογραφεί για katanixi.gr

… Ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει τὴν ἀπάντηση: «Τόν θυμό, τόν ἔδωσε ὁ Θεὸς στόν ἄνθρωπο γιά νά ὀργίζεται κατὰ τοῦ κακοῦ»…

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Ἀριστείδης Π. Δασκαλάκης: Πραότητα καὶ Ὀργή, οἱ δύο ὄψεις δύο νομισμάτων

Ὁ γέρων Ἀθανάσιος Μυτιλιναίος διηγοῦνταν: «Κάποτε ρώτησαν κάποιον πνευματικὸ ἄνθρωπο πῶς θά ἀναγνώριζε ἕναν ἅγιο, καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἀπό τήν πραότητά του».
O ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν στὸν 3ο Μακαρισμὸ Του: «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.» (Ματθ. 5,5).
H πραότητα εἶναι καρπὸς τῶν δύο πρώτων μακαρισμῶν. Τῆς πτωχείας τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ πένθους. Οἱ ταπεινόφρονες καὶ οἱ συναισθανόμενοι τὴν αμαρτωλότητα τους, κλαίοντας γιὰ τὴν πτώση τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴ δική τους, αὐτοὶ εἶναι οἱ πρᾶοι.
Αὐτοὶ ποὺ δὲν κατακρίνουν, ποὺ δὲν καταδιώκουν, ποὺ δὲν ὑποτιμοῦν, ποὺ δὲν ὑβρίζουν καὶ δὲν ἐξουθενώνουν τοὺς ἄλλους. Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι μνησίκακοι καὶ περιμένουν τὶς περιστάσεις καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθοῦν. Αὐτοὶ ποὺ δὲν χαίρονται μὲ τὸν ξεπεσμό των ἄλλων καὶ τὴν ἀποτυχία τους.
Πρᾶοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπ’τὰ πάθη τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς. Οἱ ἤρεμοι, οἱ ἐπιεικεῖς, οἱ ὑπομονετικοί.
Κι ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «οἱ κατεσταλμένοι τά ἤθη καί παντὸς πάθους ἀπηλλαγμένοι, ὡς μηδεμίαν ἔχειν ταραχὴν ἐνοικοῦσαν αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς, οὗτοι πραεῖς προσαγορεύονται». Δὲν διοικοῦνται ἀπ’ τὸν στρατηγὸ τῆς ταραχῆς.
Ἡ ἀρετὴ τῆς πραότητας εἶναι παρεξηγημένη. Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος θεωρεῖται πολλὲς φορὲς ὅτι δέν ἔχει ψυχικὸ σθένος, ὅτι εἶναι χωρὶς ἀνδρεία, καί ἡ πραότητά του φαίνεται σάν ἀδυναμία χαρακτῆρος. Πρόκειται ὅμως γιά μία πλάνη.
Τό νά μείνει κανεὶς ἤρεμος, ἀόργητος, ὅταν ἀδικεῖται, ὅταν παραμερίζεται, καί νά μή θυμώνει καί φωνάζει, νὰ μήν ἐξαγριώνεται, αὐτό πραγματικὰ χρειάζεται μεγάλη ψυχικὴ δύναμη.
Ἀντίθετα, αὐτός ποῦ δέν εἶναι πρᾶος ἔχει ἀδύναμο χαρακτῆρα· δέν μπορεῖ νά ἀντέξει μία κατάσταση, καί θυμώνει. Ὁ πρᾶος εἶναι δυνατός.
Ἔν τούτοις ἡ πραότητα δέν στερεῖται, ὅπως κανεὶς θά πίστευε, ἀπό νεῦρο ψυχῆς, ἀπό αὐτό ποῦ ἔπρεπε νά διαθέτουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀπομακρύνουν τόν διάβολο.
Ὑπάρχουν τέτοια παραδείγματα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας;
Μωυσῆς, εἶχε τήν ἐπωνυμία πρᾶος. Εἶχε νά κάνει μέ δύο ἑκατομμύρια σκληροτράχηλων Eβραίων καί ὅμως ἦταν πρᾶος ἀπέναντι σ᾿ αὐτόν τόν λαό.
Ὡστόσο αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε ἀπό τό νά πετάξει τίς πλάκες τοῦ νόμου καί νά τίς σπάσει, ὅταν κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ καί εἶδε τούς Ἑβραίους νά λατρεύουν τόν χρυσὸ μόσχο.
Τὶς ἔσπασε λέγοντας: «Σ᾿ ἕναν λαὸ ποῦ μέ τόση εὐκολία μπορεῖ νά εἰδωλολατρεῖ, δέν τοῦ ἀνήκει, δέν τοῦ πρέπει νόμος Θεοῦ» Αὐτό δέν λογαριάστηκε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ὡς θυμὸς ἤ ὄργή, ποῦ θά ἦταν ἁμαρτία.
Ἰσαάκ, ὁ γιὸς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι τύπος πραότητος. Τύπος Χριστοῦ.
Ὅταν ἔμεινε μόνος του, γιατί ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραάμ εἶχε πεθάνει, ἄνοιγε πηγάδι γιά νά ἀντλεῖ νερὸ καί νά ποτίζει τά κοπάδια του. Οἱ γειτονικοὶ λάοί ἔβλεπαν ὅτι ἀνοίχθηκε ἕνα πηγάδι, καί εἴτε διότι αὐτοί δέν μποροῦσαν νά ἀνοίξουν εὔκολα ἄλλο ἢ ἴσως δέν ἔβρισκαν νερό, πήγαιναν καί τοῦ ἔπαιρναν τό πηγάδι, λέγοντάς του: «Τό πηγάδι αὐτό εἶναι δικό μας» Ὁ Ἰσαάκ ποτὲ δέν μαχόταν· πήγαινε πιό πέρα. Ἐπειδή ἦταν εὐλογημένος, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδινε ὅλα τά ἀγαθά· ἄνοιγε ἄλλο πηγάδι, καί πάλι ἔβρισκε πολὺ νερό.
Ἅγιος Νικόλαος εἶναι «εἰκόνα πραότητος» καὶ «ἐγκρατείας Διδάσκαλος» ὅπως περιγράφει καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του. Πὼς γίνεται αὐτὸς ποὺ «βρόντηξε» χαστούκι στὸν πειθαρχημένο καὶ μειλίχιο Ἄρειο, νὰ χαρακτηρίζεται πρᾶος κι ἐγκρατής;
Ἦταν ἐμπαθὴς ὁ ἅγιος; Εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα;
Ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος χαστούκισε τὸν αἱρετικὸ καὶ ὑβριστὴ τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδας, δὲν ἦταν τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς ἀγάπης κατὰ ἑνὸς φυσικοῦ προσώπου (τοῦ Ἀρείου), ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
Δὲν πρόκειται λοιπόν, γιὰ μιὰ ἐμπαθῆ χειρονομία, ἀλλὰ γιὰ ἀποτέλεσμα θεολογικῆς ἀκρίβειας, συνοδευόμενης ὅμως ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα, ἀντίστοιχο τοῦ ὁποίου βρίσκουμε στὴν ἁγιογραφικὴ διήγηση τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸν ναό, ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἅγιος στηρίζεται μέσα στήν φυλακὴ ἀπ’ τον ίδιο τον Κύριο καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ο ίδιος ο Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα πραότητος, ὅταν εἶπε στόν διάβολο: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» δέν θά τό εἶπε μέ κάποια, θά λέγαμε, πραότητα, ἀλλά μέ νεῦρο ψυχῆς.
Τό ἴδιο πράγμα εἶχε πεῖ καί στόν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν Τόν ἐμπόδιζε νά πάει στά Ἱεροσόλημα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ · ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων». Τό ἴδιο θά συνέβη, ἐπίσης, ὅταν ὁ Κύριος ἔφτιαξε ἕνα φραγγέλιο ἀπό σχοινιά καί ἔβγαλε ὅλους τούς ἐμπόρους μέσα ἀπό τόν ναό – χωρίς βεβαίως νά χτυπήσει κανέναν. Αὐτά δέν ἔγιναν μέ μακαρία ἠρεμία! Ἔγιναν μὲ θυμὸ καὶ ὀργή.
Θὰ ‘λεγε κανεὶς ὅτι ἀκυρώνουμε τὰ προηγούμενα καθ’ ὅτι εἴπαμε ὅτι πρᾶος εἶναι ὁ αόργητος. Πὼς γίνεται ὁ «θυμὸς» νὰ ἀποτελεῖ λοιπὸν μιὰ πτυχή, θὰ λέγαμε τῆς πραότητας; Γίνεται, ὅταν πηγάζει ἀπὸ ἀγανάκτηση ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός.
Μέγας Βασίλειος δίνει τὴν ἀπάντηση: «Τόν θυμό, τόν ἔδωσε ὁ Θεὸς στόν ἄνθρωπο γιά νά ὀργίζεται κατὰ τοῦ κακοῦ».
Συνεπῶς, θυμὸς καί πραότητα δέν ἀντιμάχονται· συνυπάρχουν κατὰ ἕναν ἁρμονικό τρόπο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «τό μέτριόν τε καί πρᾶον, οὐ τό παντάπασιν ἀπαθές ἐγκελεύεται». Ὅταν διατάσσει ὁ Κύριος τήν πραότητα, δέν σημαίνει μ᾿ αὐτό ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπαθής, δηλαδὴ νά μήν ἔχει νεῦρο.
Καί ὁ Θεοφύλακτος μᾶς λέει τό ἑξῆς: «Πραεῖς λέγονται οὐχ οἱ μηδόλως ὀργιζόμενοι, οἱ τοιοῦτοι γάρ ἀναίσθητοι, ἀλλ᾿ οἱ θυμὸν μέν ἔχοντες κρατοῦντες δέ· καί ὅτε δεῖ ὀργιζόμενοι, ὡς καί Δαυΐδ εἶπε «ὀργίζεσθε, καί μή ἁμαρτάνετε»». Πρᾶοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ὀργίζονται καθόλου, γιατί τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἀναίσθητοι, ἀλλά εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ἔχουν θυμὸ καί τόν συγκρατοῦν. Ὅταν ὅμως κάποτε πρέπει νά ὀργισθοῦν, νά τό κάνουν ὅπως εἶπε καί ὁ Δαυίδ, δηλαδὴ «νά ὀργίζονται χωρὶς νά ἁμαρτάνουν».
Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής στὰ ἑκατὸ πρακτικὰ κεφάλαια μᾶς τονίζει: «Ὁ θυμός, περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, ταράζει καὶ συγχύζει τὴν ψυχή, κάποτε ὅμως καὶ τὴν ὠφελεῖ πολύ. Γιατί ὅταν τὸν μεταχειριζόμαστε χωρὶς ταραχὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἢ ἀσελγῶν (ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν σὲ ταραχή; Ἢ ὅτι ἔκανε τὸ ἔκανε γιὰ νὰ σταματήσει τὴν ὕβρη καὶ νὰ παραδειγματίσει;), γιὰ νὰ σωθοῦν ἢ νὰ ντραποῦν, τότε προσθέτουμε πραότητα στὴν ψυχή μας, γιατί συμβαδίζουμε μὲ τὸν σκοπὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Ὁ φρόνιμος θυμὸς δόθηκε ὡς ὅπλο δικαιοσύνης στὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Ἄν ἡ Εὔα χρησιμοποιοῦσε αὐτὸ τὸ ὅπλο κατὰ τοῦ φιδιοῦ, δὲν θὰ νικιόταν ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ἐκείνη ἡδονή». (Μήπως καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής ἤθελε νὰ δικαιολογήσει τὰ ἐμπαθῆ του αἰσθήματα;)
Τό Ψαλτήρι λέει «ὀργίζεσθε, καί μή ἁμαρτάνετε» , καί τό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Θά πρέπει νά ὀργίζεται κανεὶς χωρὶς νά ἁμαρτάνει· δηλαδὴ νά μήν ὀργίζεται γιά πράγματα καὶ γιά συμφέροντα προσωπικά, ἄν ἀδικήθηκε, ἀλλά σέ ὅ,τί ἀφορᾶ στόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νά γίνεται παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, νά ἀγανακτοῦμε, δηλαδὴ νά ἔχουμε νεῦρο ψυχῆς, νά ἔχουμε θυμό, νά ὀργιζόμαστε.
Πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ Νόμος καταπατάται στὸ σύνολό του, μὲ πανθρησκεία, οἰκουμενισμὸ καὶ κοινωνία σχισματικῶν. Τί πρέπει νὰ πράξει ἕνας ὀρθόδοξος ἀπέναντι στὴν προδοσία καὶ τὴν ὕβρη; Νὰ κάνει ὑπακοή; Νὰ ταπεινολογεί καὶ νὰ σκύβει κεφάλι καὶ συνείδηση;
Ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος τονίζει: «τὸ σέβας στοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μεγαλυτέρους ἀναφέρεται στὸν ἴδιο το Χριστό. Ἐὰν ὅμως εἶναι αἱρετικοὶ τότε πειθαρχοῦμε μόνο στὸ Θεὸ».
Ὑπάρχουν τώρα καὶ κάποιοι ποὺ ἀπὸ φύσεως εἶναι πρᾶοι. Ἔ, αὐτοὶ δὲν καταφέρνουν καὶ κάτι ἀξιόλογο, εἰδικὰ ὅταν χρησιμοποιοῦν τὴν πραότητα ὡς ἐργαλεῖο, ὡς ὅπλο τοῦ κακοῦ.
«Ανήρ πονηρός δράσσεται πράον λόγον. Έχει γαρ αυτός τους λόγους ώσπερ δόλους» (δολώματα) μᾶς λέει ὁ ποιητὴς Μένανδρος.
Κάποιοι λοιπὸν προβατόσχημοι λύκοι- ἐκπαιδευμένοι στὰ ἐπικοινωνιακὰ «τρικ» – ποὺ διαθέτουν παρουσιαστικὸ εἰρηνικό, ταπεινοσχημούν καὶ πίσω ἀπ’ τὴ βιτρίνα τοῦ ησύχιου ἀνθρώπου καὶ τῆς φαινομενικῆς πραότητας, κρύβεται ἕνας μοχθηρὸς «λύκος» ἐμφορούμενος ἀπὸ πονηρὰ δαιμόνια, ἕτοιμος νὰ κατασπαράξει ψυχές.
Ἔτσι πλανεύουν κόσμο ποὺ δυστυχῶς δὲν ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια, καὶ παρασέρνεται ἀπὸ τὴν ψευτοταπείνωση.
Ὑπάρχει καὶ μία σημαντικὴ μερίδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νὰ ζούν μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα αἰσιοδοξίας δίχως βεβαίως νὰ στηρίζουν τὴ νοοτροπία τους αὐτὴ σὲ ὀρθὴ μετάνοια καὶ ἀντικειμενικὴ βάση.
Βεβαίως, ἡ αἰσιοδοξία στὴ σωστή της μορφὴ ἀποτελεῖ ἀρετὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλοίμονο, ἐὰν ἡ αἰσιοδοξία χαθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτὸ καὶ ἐντελῶς διαφορετικὸ εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς στὰ σύννεφα καὶ νὰ πιστεύει
ὅτι ὅλα τὰ θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπὸ μόνα τους, δίχως ἀγῶνα καὶ μάλιστα δίχως Θεό, θὰ ἔχουν αἴσιον τέλος.
Ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἁπλοί, βραχυκυκλωμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταληφθεῖ ἀπ’ τὸ φόβο, ἕνεκεν μιᾶς ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστη εἶναι τὸ κινδυνευόμενο, τί κάνουν; Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητο στὴ σκέψη καὶ μόνο, ὅτι ἴσως χρειασθεῖ νὰ θέσουν τὴν ὑπογραφή τους σὲ ἕνα ἁπλὸ κείμενο διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραείς καὶ ἡσύχιοι» καὶ ὅτι δὲν χάνουν τὴν εἰρηνική τους διάθεση, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο ὡς κατηγορία, κατάκριση, κλπ.
Αὐτὸ τὸ «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῶ εἶναι ἔκφραση πίστεως ἀγωνιστικῆς καὶ ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διὰ τῶν ἀφελῶν καὶ δειλῶν πιστῶν, νὰ τὸ σερβίρει ὡς παγίδα καὶ νὰ τὸ περάσει ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το σε πυροσβεστῆρα κατὰ τοῦ ἁγνοῦ ζήλου. (ὅπως ἡ ἀγάπη στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἀρρωστημένη προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν).
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ νόθα καὶ μεταλλαγμένη πίστη ἐκφράζει τὸ κήρυγμα μετανοίας
τοῦ προφήτη Αμώς. Ἀντιμετώπισε τὸ ψεῦδος, τὴν ἀδικία κι ἕνα σωρὸ ἀνομολόγητα κι αἰσχρὰ ἁμαρτήματα, τοῦ ἀποστατοῦντος Ἰσραήλ, ὀχτὼ αἰῶνες πρὶν τὸ Χριστό.
Βασιλιᾶς ὁ Ιεροβοάμ ὁ Β’ στὴ Σαμάρεια καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Οζίας.
Ὁ λαὸς μιμούμενος τοὺς ἄρχοντες κι ἀντιγράφοντας, τή συμπεριφορᾷ τους σερνόμενος στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας ήλκισε τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι (τὸ ἱερατεῖο), ἀντὶ νὰ ἐλέγξουν τὴν ὅλη κατάσταση καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια, ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους μὲ ὅλα βεβαίως τὰ προνόμια ποὺ προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποὺ φωνή διαμαρτυρίας; Ποὺ κήρυγμα ἀφύπνισης; Ποὺ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος; Ποὺ λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους καὶ τὴν πονηρὴ ἀταραξία τους.
Μέσα λοιπὸν σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα, ξεσπᾶ ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικὸς
λόγος. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». «λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται; Κύριος ὁ Θεὸς ἐλάλησε, καὶ τίς οὐ προφητεύσει;». (Αμ. 3,8)
(Οταν ὁ λέων ἀφήνει τοὺς βρυχηθμούς του, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθῆ;
Ο Κυριος έδωσεν εντολήν και ποιός προφήτης θα αρνηθή να ομιλήση εκ μέρους του Κυρίου;)
Κηρύσσει σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀμερίμνως καὶ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου», κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθει ὁ Κύριος γιὰ νὰ δώσει λύσεις στὰ
προβλήματα ποὺ οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νὰ δημιουργοῦνται καὶ νὰ σωρεύονται.
Οἱ Ἰσραηλῖτες ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης για τὸ ἔθνος τους καὶ λαχταροῦσαν μὲ μία ἰδιαίτερη ὑπερηφάνεια τὸ πότε αὐτὴ θὰ ἔλθει. Ὁ Αμώς, θρυμματίζει αὐτὴ τὴν ψεύτικη ἐλπίδα καὶ διασαλπίζει στὸν ἄνομο λαό, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δὲν θὰ εἶναι ὅπως αὐτοὶ τὴν νομίζουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καὶ φρίκης γιὰ τὶς τόσες καὶ τόσες ἀνομίες καὶ ἁμαρτίες.
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ κάποιοι Πνευματικοί, ποὺ θέτουν ἐπιτίμιο στὴν ἀνησυχία τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο, τὴ διαμαρτυρία, τὴν ὁμολογία ὡς κατακρίσεις καὶ κατηγορίες.
Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ καλλιεργοῦν φροῦδες ἐλπίδες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιώνεται αὐτὴ ἡ ἰδια ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ προστεθεῖ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδὴ «ὅλα θά τα τακτοποιήση ὁ Θεὸς» καὶ ἐμεῖς ἂς μὴν κινοῦμε οὔτε τὸ δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾶ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι καὶ τελικῶς τὰ πράγματα νὰ ἔρχονται ἀντίθετα ἀπὸ ὁ,τί φαντάζονταν οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί.
Στὴν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τὰ πάντα: αιμομείκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικών. Εμπορία καὶ μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπὸ «ἐγκεφαλικὰ νεκρούς», ἀμβλώσεις. Κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί της παρανομίας. Πατρίδα ποὺ ξεπουλιέται στὸ χρηματιστήριο τῆς νέας τάξης πραγμάτων. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: «Ἔχει ὁ Θεός!»
Ὁμολογοῦμε φοβισμένοι τὴν ἀλήθεια νοερῶς ἢ τοὐλάχιστον ἔτσι νομίζουμε, ἀλλὰ στὰ φανερὰ προδίδουμε τὸν Χριστό.
Ἡ ἀλήθεια θὰ πρέπει πάντοτε νὰ διακηρύσσεται. Ἡ δὲ Χάρις ἐπικυρώνει την
ἀλήθεια, δικαιώνει τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ καταισχύνει τὰ φερέφωνα τῆς πλάνης
καὶ τοῦ ψεύδους.
Οἱ ἕν Χριστὸ πραείς «θυμώνουν» ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός. Ἀγανακτοῦν γιὰ τὴν ἅλωση τῆς πίστης. Οἱ φαινομενικὰ πραείς θυμώνουν ὅταν προσβάλλεται τὸ «ἐγὼ» τους καὶ ἡ ἰδιοτέλειά τους, ἐνῶ στὰ θέματα πίστεως παραμένουν συνειδητὰ ἀτάραχοι καὶ ὑπάκουοι στὸ ψεῦδος.
Τὸ νὰ ὑψώνουμε φωνὴ καὶ μόνο, δὲν διαφέρουμε ἀπ’τὰ ἄλογα ζῶα ποὺ βρυχῶνται στὴ φύση. Τὸ νὰ ὑψώνουμε τὸ λόγο μας, ἐλέγχοντας τὴν αἵρεση, γινόμαστε εἰκόνες Θεοῦ πρὸς το καθ’ὁμοίωσιν.
Ἕνας Πέρσης ποιητὴς εἶπε: «Ὕψωσε τὰ λόγια σου, ὄχι ,τή φωνῇ σου.
Εἶναι ἡ βροχούλα ποὺ κάνει τὰ λουλούδια νὰ μεγαλώσουν, ὄχι ἡ καταιγίδα

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Όταν ο Άγιος Μάρκος αποτείχισε τον λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως


Έργο Εφραίμ Λιάκου
Πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν

Η τελευταία του υποθήκη, προτού πεθάνει ήταν: «Εκφεύγειν άπασι τρόποις την κοινωνίαν αυτού (του πατριάρχου) και μήτε συλλειτουργείν αυτού, μήτε αρχιερέα τούτον, αλλά λύκον και μισθωτόν ηγείσθε»

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Λάβαμε προς δημοσίευση στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση infokatanixis@gmail.com το ακόλουθο άρθρο του πρωτοπρ. Αναστασίου Γκοτσόπουλου σχετικά με την αποτείχιση του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού από τον λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Μάμα που ήθελε να επιβάλει την ένωση με τους παπικούς μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας.

Όταν ο Άγιος Μάρκος αποτείχισε τον λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως

«Ούτε στην κηδεία ούτε στο μνημόσυνό μου να μην τολμήσει και πλησιάσει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως»…

Πάτρα 19.1.2020
Ο Αγ. Μάρκος Ευγενικός (+1444) δεν είχε καμία κοινωνία με τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγόριο Μάμα που ήθελε να επιβάλει την ένωση με τους παπικούς μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας. Στην περίφημη «Ἐγκύκλιο τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστιανοις» λέει «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους» (φεύγετε τους λατινόφρονες όπως φευγετε από τα φίδια).
«Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας».
Η τελευταία του υποθήκη, προτού πεθάνει ήταν: «Εκφεύγειν άπασι τρόποις την κοινωνίαν αυτού (του πατριάρχου) και μήτε συλλειτουργείν αυτού, μήτε αρχιερέα τούτον, αλλά λύκον και μισθωτόν ηγείσθε».
Μάλιστα φτάνει στο σημείο να πει ότι δεν τους θέλει ούτε στην κηδεία του να παραβρεθούν: «Λέγω περί του Πατριάρχου… ούτε βούλομαι ούτε δέχομαι την αυτού ή την των αυτού κοινωνίαν το παράπαν, ουδαμώς, ούτε επί της ζωής μου ούτε μετά θάνατον …. ώσπερ παρά πάσαν μου την ζωήν ήμην κεχωρισμένος απ’ αυτών, ούτω και εν τω καιρώ της εξόδου μου, και έτι και μετά την εμήν αποβίωσιν αποστρέφομαι αυτών την κοινωνίαν και ένωσιν, και εξορκών εντέλλομαι, ίνα μηδείς εξ αυτών προσεγγίση ή εν τη εμή κηδεία ή τοις μνημοσύνοις μου … ώστε συμφορένειν επιχειρήσαι και συλλειτουργείν τοις ημετέροις»!

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αγάπη προς όλους



ΕΝΟΤΗΤΑ Β’ – ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ἡ Ἀθη­νᾶ Χατ­ζῆ γεν­νή­θη­κε στά Γι­άν­νε­να ἀ­πό εὐ­λα­βεῖς καί εὐ­πό­ρους γο­νεῖς τό ἔ­τος 1895. Πα­ντρεύ­τη­κε ἀλ­λά με­τά ἀ­πό δυ­ό χρό­νια πέ­θα­νε ὁ σύ­ζυ­γός της. Ἔ­κτο­τε ἔ­ζη­σε τήν κα­τά Θε­όν ἀφι­ε­ρω­μέ­νη ζω­ή.

Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τοῦ δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἐ­πέ­δει­ξε ποι­κί­λη δρά­ση καί με­γά­λη προ­σφο­ρά. Βο­ή­θη­σε μέ σπά­νια αὐ­το­θυ­σί­α στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Χατ­ζη­κώ­στα τῶν Ἰω­αν­νί­νων. Φρό­ντι­ζε τούς τραυ­μα­τί­ες στρα­τι­ῶ­τες μας πού τούς ἔφερ­ναν ἀ­πό τό μέ­τω­πο. Δέν ὠ­λι­γό­ρη­σε πο­τέ. «Καί τή νύ­χτα νά μέ εἰ­δο­ποι­ῆ­τε», ἔ­λε­γε, «νά βο­η­θή­σου­με τούς στρα­τι­ῶ­τες μας, τούς ἥ­ρω­ές μας. Ἀ­ξί­ζει κά­θε θυ­σί­α γιά τήν Πα­τρί­δα». Τήν ἀ­πε­κά­λε­σαν «Μάν­να τοῦ στρα­τι­ώ­τη» καί τῆς ἀ­πέ­νει­μαν τι­μη­τι­κή πλα­κέ­τα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει στό μο­να­στή­ρι τῆς Φανερωμένης στήν Σα­λα­μῖ­να. Ἀ­κό­μη καί Ἰ­τα­λούς καί Γερ­μα­νούς στρα­τι­ῶ­τες φρόντι­σε. Κά­ποι­οι ἦ­ταν βα­ρειά τραυ­μα­τι­σμέ­νοι καί ἀ­πό τίς πε­ρι­ποι­ή­σεις της γλύ­τω­σαν ἀ­πό ἀ­να­πη­ρί­ες ἢ καί ἀ­πό θά­να­το.

Κά­ποι­οι Γερ­μα­νοί ὅ­μως, ἐπει­δή φα­νε­ρά ὑ­πε­στή­ρι­ζε ὅ­τι ἄ­δι­κα ἐ­κη­ρύ­χθη αὐ­τός ὁ πό­λε­μος κα­τά τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πε­φά­σι­σαν νά τήν συλ­λά­βουν. Τήν πα­ρα­κο­λού­θη­σαν καί ἔ­στει­λαν κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἀ­πό­σπα­σμα στό σπί­τι της γι­ά τήν σύλ­λη­ψή της. Ὅταν κτύ­πη­σαν τήν πόρ­τα της, ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ βγῆ­κε καί τούς ρώ­τη­σε τί θέ­λουν; Ὁ ἐ­πί κε­φα­λῆς ἄλ­λα­ξε χρῶ­μα σάν τήν εἶ­δε. Ἀνα­γνώ­ρι­σε στό πρό­σω­πό της τή νο­σο­κό­μα πού τόν πε­ρι­ποι­εῖ­το στό “Χα­τζη­κώ­στα” ὅταν αὐτός ἦταν βα­ρειά τραυ­μα­τι­σμέ­νος. Κα­θό­ταν καί τίς νύ­χτες κοντά του προ­σφέ­ρο­ντάς του μέ­γι­στες πε­ρι­ποι­ή­σεις καί ἔτσι σώ­θη­κε ἀπό βέ­βαιο θά­να­το. Ὄχι μόνο δέν τήν συνέ­λα­βε ἀλλά ἀπό εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τήν εὐ­ερ­γέ­τι­δά του τήν πῆρε πα­ρά­με­ρα, τῆς ἀνέ­φε­ρε τήν ἐντο­λή τῆς συλ­λή­ψε­ώς της καί τῆς ὑπέ­δει­ξε νά κρυ­φθῆ γιά λί­γες μέρες.

Κα­τά τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1930 μα­ζί μέ ἄλ­λες εὐ­σε­βεῖς κυ­ρί­ες τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων δη­μι­ούρ­γη­σαν σύλ­λο­γο μέ τό ὄ­νο­μα «Παντά­νασ­σα», στόν ὁ­ποῖ­ον δι­ε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος μέ­χρι τό 1975 πού ἔ­γι­νε μο­να­χή. Ὁ σύλ­λο­γος εἶ­χε στό­χους φι­λαν­θρω­πι­κούς. Βο­η­θοῦ­σαν πτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες, πάντρευ­αν πτω­χά κο­ρί­τσια, δι­έ­θε­ταν χρή­μα­τα καί σπού­δα­ζαν πτω­χά παι­διά πού εἶ­χαν ζῆ­λο γι­ά μά­θη­ση. Δέν πα­ρέ­λει­παν νά βο­η­θοῦν στό κτί­σι­μο καί ἐ­ξω­ρα­ϊ­σμό να­ῶν.

Ἡ Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἔ­δει­ξε ὑ­περ­βο­λι­κό ζῆ­λο καί ἐρ­γα­ζό­ταν χω­ρίς νά κου­ρά­ζε­ται ἐπί πολ­λές ὧ­ρες, γιά νά ἔ­χη ἐ­πι­τυ­χῆ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ὁ σύλ­λο­γος. Ἄλ­λω­στε δέν ἦ­ταν δε­σμευ­μέ­νη μέ ἄλ­λες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Δι­έ­θε­σε δέ γι­ά τούς σκο­πούς τῆς «Παντά­νασ­σας» με­γά­λο μέ­ρος τῆς πε­ρι­ου­σί­ας της.

Εἶ­χε με­γά­λο ζῆ­λο γι­ά τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Πό­ση δύ­να­μη παίρ­νω, ψυ­χή μου, (ἔ­τσι ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τόν συ­νο­μι­λη­τή της) ἀ­πό τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη! Ὅ­ταν σκέ­πτω­μαι ὅ­τι σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες θά κοι­νω­νή­σω, αὐ­τό μέ βο­η­θά­ει νά προ­σέ­χω, ὥ­στε νά μήν ἁ­μαρ­τά­νω. Τί με­γά­λο δῶ­ρο τοῦ Πα­τέ­ρα μας Θε­οῦ ἡ θεί­α Με­τα­λα­βή!».

Τό ἔ­τος 1975 σέ ἡ­λι­κί­α 80 ἐ­τῶν ἡ Ἀθη­νᾶ ἔ­γι­νε μο­να­χή στό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης στήν Σα­λα­μῖ­να, μέ τό ὄ­νο­μα Ἄν­να. Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1987 σέ ἡ­λι­κί­α 92 ἐ­τῶν καί ἄ­φη­σε πα­ρά­δειγ­μα μο­να­χῆς ἐ­νά­ρε­της μέ ὁ­σια­κά τέ­λη ζω­ῆς.

Τήν Ἀ­θη­νᾶ Χατ­ζῆ ἐ­γνώ­ρι­σε καί ὁ γέ­ροντας Πα­ΐ­σιος ὅταν μό­να­ζε στό Στό­μιο. Τόν ὡ­δή­γη­σε ὁ Θε­ός στό σπί­τι της στά Γι­άν­νε­να χω­ρίς νά τήν γνω­ρί­ζη, γι­ά νά τήν δι­δά­ξη τήν μο­να­χι­κή ζω­ή. Δι­η­γεῖ­το πολ­λά ἐ­παι­νε­τι­κά καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα γι᾽ αὐ­τήν. Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν



(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)



(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Τα ονόματα των εορτών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων Αρχιμ. Νικολάου Χ. Ιωαννίδη , «Η εορτή των Χριστουγέννων- Θεοφανείων», Το Χριστιανικόν εορτολόγιον, Πρακτικά Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου,


Αθήνα 2007, εκδ. ΕΜΥΕΕ, σελ. 146-151
Οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων μας έχουν παραδοθεί με πολλές ονομασίες, τις οποίες συναντούμε κυρίως στα έργα των Καππαδοκών Πατέρων. Οι κυριότερες είναι «η γενέθλιος ημέρα», «τα θεοφάνεια», «τα Επιφάνεια» και «τα Φώτα» (1).
Οι εκφράσεις γενέθλιος ημέρα ή τα γενέθλια αό τους αρχαίους χρόνους είχαν την έννοια ενός επετειακού εορτασμού κάποιου γεγονότος, όπως της γεννήσεως ένός προσώπου ή τα εγκαίνια κάποιου ιερού κτηρίου -συνήθως ιερού ναού-, ή γενικά κάποια επέτειο που έχει σχέση με μια ιερή φανέρωση και ως εκ τούτου λάμβανε θρησκευτική χροιά (2). Ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού την ονομάζει « γενέθλιον ημέραν » (3) και ο Αστέριος Αμασείας αναφερόμενος στην ίδια εορτή λέγει « γενέθλιον εορτάζομεν » (4). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για να δηλώσει την ημέρα της φανερώσεως του Θεού στους ανθρώπους « δια γεννήσεως », χρησιμοποιεί τη λέξη γενέθλια ως όρο τεχνικό: « η πανήγυρις είτουν Γενέθλια... εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως » (5). Εδώ βλέπουμε ότι ο Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη λέξη ως νεοεισαχθείσα ονομασία για τη συγκεκριμένη εορτή, αισθάνεται την ανάγκη να την εξηγήσει, προφανώς για να μπορέσει να καθιερωθεί στο λειτουργικό λεξιλόγιο, πράγμα που όπως φαίνεται συνέβη πολύ σύντομα, αφού ο Αμφιλόχιος Ικονίου χρησιμοποιεί την ίδια ονομασία χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση: « Η σήμερον των αγίων Χριστού του αληθινού θεού ημών γενεθλίων εστίν εορτή » (6).
Η λέξη θεοφάνεια χρησιμοποιείτο ήδη στις ελληνιστικές λατρείες, ιδιαίτερα του Διονύσου και του Ασκληπιού, με την έννοια κάποιας θεϊκής φανερώσεως (7). Οι χριστιανοί του Δ' αιώνα θεωρούσαν ως θεοφάνεια τα ευαγγελικά γεγονότα, τις πράξεις των μαρτύρων που συναντούμε στα μαρτυρολογία και γενικότερα τη φανέρωση της θεότητας στους ανθρώπους (8), όπως για παράδειγμα τη θεία φανέρωση στο Μωυσή επάνω στο όρος Σινά (9), ή στον Παύλο κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό (10), αλλά προ πάντων την Ενανθρώπηση του Σωτήρα Χριστού.
Από τους Καππαδόκες Πατέρες ο Μέγας Βασίλειος δίνει με μεγαλύτερη σαφήνεια την ονομασία Θεοφάνεια στην εορτή των Χριστουγέννων εξηγώντας ταυτόχρονα και τη σημασία του περιεχομένου της : « όνομα θώμεθα τη εορτή ημών θεοφάνεια· εορτάσωμεν τα σωτήρια του κόσμου, την γενέθλιον ημέραν της α νθρωπότητος. Σήμερον ελύθη η καταδίκη του Αδάμ » (11). Η φράση όμως που ο ιερός Πατήρ χρησιμοποιεί, « τη εορτή ημών », δεν μας βοηθά να αντιληφθούμε αν με τη λέξη θεοφάνεια χαρακτηρίζει την πανήγυρη της 25ns Δεκεμβρίου ή της 6ns Ι ανουαρίου.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επίσης με την ίδια σαφήνεια εξηγεί το περιεχόμενο της λέξεως θεοφάνεια για την εορτή των Χριστουγέννων, που εορταζόταν όμως στις 25 Δεκεμβρίου: « Τα δε νυν θεοφάνεια η πανήγυρις... Εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως· το μεν ων, και αεί ων εκ του αεί όντος, υ πέρ αιτίαν και λόγον... το δε, δι' ημάς γενόμενο ύστερον, ιν' ο το είναι δους , και το ευ είναι χαρίσηται... Όνομα δε τω φανήναι, θεοφάνεια » (12) 100 . Αλλά και ο Ευσέβιος Καισαρείας πολύ νωρίτερα μιλώντας για το σπήλαιο της Γεννήσεως αναφέρει «τω της πρώτης Θεοφανείας άντρω» (13).
Ο ιερός Χρυσόστομος σε αντίθεση προς τους Κ αππαδόκες αποφεύγει να ονομάσει την εορτή των Χριστουγέννων θεοφάνεια, αλλά χαρακτηρίζει θεοφάνεια την εορτή της Βαπτίσεως, την οποία θεωρεί εξαρτώμενη από την εορτή της Γεννήσεως: « Η κατά σάρκα του Χριστού γέννησις. Από γαρ ταύτης τα θεοφάνεια και το Πάσχα το ιερόν και η Ανάληψή και η Πεντηκοστή την αρχήν και την υπόθεσιν έλαβον. Ει γαρ μη ετέχθη κατά σάρκα ο X ριστός, ουκ αν εβαπτίσθη, όπερ εστί τα θεοφάνεια » (14).
Η ονομασία τα Επιφάνεια σημαίνει γενικώς κάποια έμφάνιση, φανέρωση. Στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε τη λέξη αυτή με την έννοια της εμφάνισης του Θεού και της θ αυμαστής επέμβασής του στον κόσμο (15). Στην Καινή Διαθήκη σημαίνει είτε τη φανέρωση του Κυρίου, είτε την παρουσία του (16). Κατά τον Δ' αιώνα ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγοντας « της ενσάρκου του Σωτήρος ημών επιφανείας » υποδηλώνει την Ενανθρώπηση του Σωτήρος Χριστού (17). Οι Καππαδόκες χρησιμοποιούν διαφόρους τύπους της λέξεως, είτε με τη γενική έννοια είτε με τη συγκεκριμένη των θείων εμφανίσεων ή φανερώσεων. Ο Γρηγόριος Νύσσης κάνει συχνή χρήση του ρήματος « επιφαίνομα ι» με την έννοια της επί γης θείας επιφανείας (18), ο δε Αστέριος Αμασείας αναφέρει ότι « ο Θεός επεφάνη τω καρτερώ... » (19). Ο Μέγας Βασίλειος για τη Γέννηση του Χριστού λέγει « τη επιφανεία του Κυρίου » (20) και για το Πάσχα « την μεγάλην ημέραν της επιφανείας αυτού (=του Κυρίου)» (21). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για την εορτή της Επιφανείας -πρόκειται, όπως έξηγήσαμε παραπάνω, για την εορτή της Γεννήσεως- αναφέρει « ην δε ημέρα των Επιφανειών » (22) και για την Πεντηκοστή « του Πνεύματος τιμήσαι την επιφάνειαν » (23).
Απ' όσα άναφέραμε, δεν φαίνεται οι Καππαδόκες να χρησιμοποιούν την ονομασία Επιφάνεια για μία μόνο συγκεκριμένη εορτή, αλλά μάλλον ως ένδειξη της φανερώσεως και επιφανείας του Κυρίου, σε όποια εορτή και αν άρμοζε. Η πρώτη μαρτυρία που αναφέρει τα Επιφάνεια ως αποκλειστικά εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου είναι του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος περί το 386 αναφέρει « ουχί η ημέρα καθ' ην ετέχθη, αλλ' η ημέρα καθ' ην εβαπτίσθη, επιφάνεια λέγεται. Αυτή γαρ έστιν η ημέρα καθ' ην εβαπτίσατο, και την των υδάτων ηγίασε φύσιν » (24). Τέλος η ονομασία τα Φώτα αποδίδει το θέμα της φανερώσεως της δόξης του Θεού «εν φωτί» και είναι άμεσα συνδεδεμένη εξ απόψεως εννοιολογικής με τα θεοφάνεια (25) , χαρακτηρίζει όμως παραδοσιακά την εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: « Η αγία των Φώτων ημέρα, εις ην αφίγμεθα, και ην εορτάζειν ηξιώμεθα σήμερον... τιμήσωμεν το Χριστού βάπτισμα σήμερον » (26) και θέλει ασφαλώς να δείξει όχι γενικώς την εικόνα της Βαπτίσεως, αλλά αυτό που συμβολίζει το Βάπτισμα του Κυρίου. Λέγει χαρακτηριστικά: « Η γαρ αγία των Φώτων ημέρα... αρχήν μεν το του Χριστού βάπτισμα λαμβάνει, του αληθινού φωτός, του φωτίζοντος πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον· ενεργεί δε την εμήν κάθαρσιν και βοηθεί τω φωτί, ο παρ' αυτού λαβόντες άνωθεν απ' αρχής, εκ της αμαρτίας εζοφώσαμέν τε και συνεχέαμεν » (27) 5 . Ο βαπτισθείς Κύριος δηλαδή, το αληθινό φως, παρουσιάζεται ως λυτρωτής και φωτοδότης του κόσμου, που μας αξιώνει, όπως αλλού αναφέρει, να γινόμαστε και εμείς φώτα που θα φωτίζουν τον κόσμο και τους συνανθρώπους μας: « ως φωστήρες εν κόσμω ζωτική τοις άλλοις ανθρώποις δύναμις » (28).
Γενικότερα ο άγιος Γρηγόριος με αφορμή την ημέρα των Φώτων μας δίνει το θεολογικό συμβολισμό του φωτός, αρχίζοντας από το « φως το ακρότατον και απρόσιτον, και άρρητον », δηλαδή τον Θεό, και φθάνοντας μέχρι το « φως του βαπτίσματος » (29). Συνεπώς η εορτή των Φώτων, αν και σαφώς συνδεδεμένη με το βαπτισματικό χαρακτήρα της ημέρας, δεν οφείλει την ονομασία της στο Βάπτισμα, αλλά στο περιεχόμενό του, που είναι ο φωτισμός του ανθρώπου και ολόκληρης της κτίσεως. Γι αυτό και οι Καππαδόκες Πατέρες επιμένουν στο μυστικό συμβολισμό της εορτής, που ασφαλώς είναι οι σωτήριες για τον άνθρωπο θεολογικές αλήθειες. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «... άγων και περιφέρων ο χρόνος μνήμην αγίων μυστηρίων, καθαιρόντων τον άνθρωπον, α και την δυσέκνιπτον αμαρτίαν απορρύπτει της ψυχής και του σώματος- επανάγει δε προς το εξ αρχής κάλλος, όπερ ο αριστοτέχνης Θεός εφ' ημίν διεπλάσατο » (30).
Ο συμβολισμός αυτός γίνεται σαφέστερος από τον Αστέριο Αμασείας, ο οποίος δηλώνει συγχρόνως και το περιεχόμενο της ε ορτής: « Φώτα πανήγυριν άγομεν, επειδή τη των αμαρτημάτων άφεσει, οίον εκ σκοτεινού τιν ος δεσμωτηρίου του προτέρου βίου, προς το φωτεινόν και ανεύθυνον αναγόμεθα » (31).
Συμπερασματικώς ως προς την ονομασία των εορτών μας, σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι σε γενικές γραμμές, μετά το διαχωρισμό των δύο εορτών, τα Χριστούγεννα λαμβάνουν την ονομασία τα Γενέθλια ή τα θεοφάνεια, ενώ η εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου λαμβάνει την ονομασία τα Επιφανεια ή τα Φώτα. Οι ονομασίες αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα με εξαίρεση τα Θεοφάνεια, που δηλώνει συνήθως την εορτή της Βαπτίσεως, και την προσθήκη της ονομασίας Χριστούγεννα για την εορτή της Γεννήσεως.

Υποσημειώσεις
(1) To ουδέτερο πληθυντικού που παρατηρούμε, χρησιμοποιείται για τι s ονομασίες των εορτών και ό,τι αυτές περιλαμβάνουν. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: Τις ε τήσιες εορτές τις ονομάζει «τα ετήσια», την εορτή των γενεθλίων «τα γενέθλια», την εορτή του γάμου «τα γαμήλια», την ονομαστική εορτή «τα ονομαστήρια», την εορτή των εγκαινίων κατοικίας «τα κατοικέσια», κάθε χαρμόσυνη εορτή «τα χαρμόσυνα» κ.ο.κ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Μ΄εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36, 360Β.
(2) Κ. Keyssner , « Natalis templi » , Real - Encyclop ä die , ΧΧΧΧΙΙ (1935), 1800-18002 . Chr . Mohtmann , « Epiphania », Nijmegen , Dekker & Van de Vegt , 1953, σσ. 647, 663.
(3) Βασιλείου, E ις την αγίαν του Χριστού Γέννησιν , PG 31, 1473Α.
(4)Αστερίου Αμασείας , Λόγος κατηγορικός της εορτής των Καλανδών , PG 40, 217C.
( 5) Γρηγορίου του Θεολόγου , Ομιλία ΛΗ' εις τα θεοφάνεια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, PG 36, 312C.
(6)Αμφιλοχίου Ικονίου, Λόγος A ' εις τα Γενέθλια του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, PG 39, 37ΑΒ. Πρβλ . J. Mossay, Les fêtes σσ . 23-24.
(7)A. Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l' art chrétien antique, II vol. Iconographie, Paris 1946, σσ . 144-145, 152.
(8) Αυτόθι , I, σ . 28· II, σ . 136.
(9) Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις την Γέννησιν του Χριστού, PG 46, 1136Β: «...τη γενομένη δια του φωτός αυτώ θεοφανεία Μω ϋσέως». Πρβλ. Αστερίου Αμασείας, Εγκώμιον εις τους αγίους κορυφαίους αποστόλους Πέτρον και Παύλον, PG 40, 288Β: « Κακεί γαρ ο αυτός ούτος Θεός τω Μωυσεί εμφανίζων, εν πυρί ελάλει· και τον νόμον διδούς επί του Σινά, πυρί καταλάμπων ».
(10) Αστερίου Αμασείας , αυτόθι, 284 D -285 A : «και περιλάμψας αυτόν αιφνίδιον τω φωτί, καταπλήττει και μεταβάλλει προς ταπεινότητα, στήσας μεν του δρόμου δια τον φόβον, τους δε το πυρώδες και θυμοειδές βλέποντας οφθαλμούς σωφρονίσας τω σκότω».
(11) Βασιλείου , E ις την αγίαν του Χριστού Γέννηοιν, PG 31, 1473Α.
(12)Γρηγορίου Θεολόγου , E ις τα θεοφάνεια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρο5, PG 36, 313C.
(13)Ευσεβίου Καισαρείας, E ις Κωνσταντίνον τον βασιλέα τριακονταετηρικός , θ', PG 20, 1369C.
(14)Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον μακάριον Φιλογόνιον, PG 48, 752. Πρβλ . J. Mossay, Les fêtes, σσ . 21-23.
(15) Βλ. Β' Μακ. 2,21· 3,24· 5,4· 12,22· 14,15- 15,27. Γ Μακ. 2,9· 5,8.
(16)Βλ. Ρωμ. 16,26· Α' Τιμ. 3,16· Β' Τιμ. 1,10· Β' Θεσ. 2,8 κ. α.
(17)Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησ. Ιστορία, 1, 5, εκδ. SC 31, σ. 20 ( PG 20, 81Α). Πρβλ. Του ιδίου, E ις τον βίον Κωνσταντίνου του βασιλέως, 3, 41, PG 110 ΙΑ.
(18) «... τότε επεφάνη η χάρις, τότε η του αληθινού φωτός α κτίς ανέτειλε. Τότε επέφανε της δικαιοσύνης ο ήλιος ...» ( Γρηγορίου Νύσσης , Λόγος εις την Γέννησιν του Χριστού , PG 46, 1132C). «...το νυν επιφανήναι τη ανθρωπίνη ζωή την θείαν ζωήν» (αυτόθι, 1129C).
( 19)Αστερίου Αμασείας , Ε γκώμιον εις τον άγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, PG 40, 345C.
(20)Βασιλείου, Εις την αγίαν του Χριστού Γέννησιν , PG 31, 1469C.
(21) Του ιδίου, Ομιλία ΙΑ' κατά μεθυόντων, αυτόθι, 445C.
(22)Γρηγορίου Θεολόγου , E ις τον μέγαν Βασίλειον επιτάφιος , PG 36, 561C.
(23) Του ιδίου , Λόγος Μ' εις το άγιον Βάπτισμα , PG 36, 392BC.
(24) Ιω.Χρυσοστόμου, Πρ os τους α πολιμπανομένους των θείων συνάξεων, και εις το άγιον και σωτήριον βάπτ i σμα , PG 49, 365. Πρβλ. J . Mossay , Les f ê tes , σσ. 27-29.
(25) Chr . Mohrmann , Epiphania , σσ. 649-650.
(26)Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Λθ' εις τα άγια Φώτα, PG 36, 336 A , 357D.
(27)Αυτόθι, 336Α.
(28)Αυτόθι, 360Α. Το θέμα αυτό είναι πολύ αγαπητό σ' όλους τους Καππαδόκες Πατέρες. Βλ. Αμφιλοχίου Ικονίου, Λόγος Α' εις τα Γενέθλια του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, PG 39, 44Α: «ίνα φαινόμεθα ως φωστήρες εν κόσμω». Πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώμιον εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτομάριυρα, PG 46, 728Α κ. εξ.· 729Β κ. εξ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Μ' εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36, 409C.
(29)Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Μ΄ εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36, 364Β-365Β.
(30) Γρηγορίου Νύσσης, Εις την ημέραν των Φώτων, PG 46, 577C-580A.
(31) Αστερίου Αμασείας, Λόγος κατηγορικός της εορτής των Καλανδών, PG 40, 217C. Πρβλ. J . Mossay , Les f ê tes , σσ. 24-27.

Ιαμβικός Κανών ποιήμα του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Μτφρ. Ανθούσης Μοναχής, Εορτοδρόμιο Β΄ Ερμηνεία των κανόνων πεζού και ιαμβικού της του Χριστού γεννήσεως,


Β΄εκδ. Αθήνα 1995, σελ. 96-117
Ωδή α΄. Ειρμός
Έσωσε ο Κύριός μας τον παλαιό καιρό τον Ισραηλιτικό λαό θαυματουργικά με το που μετέβαλε το υγρό κύμα της θάλασσας σε στεριά. Και τώρα πάλι με την εκούσια γέννησή Του από την Παρθένο, έκανε ευκολοδιάβατο σε μας το δρόμο για τον Ουρανό. Αυτός λοιπόν που είναι στην ουσία ίσος και με τον Θεό Πατέρα ως Θεός και με μας τους ανθρώπους, δοξολογούμε.
Τροπάριον α΄
Η αγιασμένη κοιλία ολοκάθαρα απεικονιζόμενη από την άκαυτη βάτο, βάσταξε τον Θεόν Λόγον, που ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, ελευθερώνοντας της Εύας την ταλαίπωρη κοιλία από την παλιά πικρή κατάρα. Αυτόν εμείς οι θνητοί δοξολογούμεν.
Τροπάριο β΄
Έδειξε φανερά το αστέρι στους Μάγους τον Θεόν Λόγον, που υπήρχε πριν από τη δημιουργία του κτιστού ήλιου και που ήρθε για να καταργήσει το σκοτάδι της αμαρτίας· έδειξε Εσένα, τον φιλάνθρωπο, μέσα σε μια φτωχική σπηλιά, περιτυλιγμένο με σπάργανα. Αυτόν χαίροντες οι Μάγοι είδαν και ανεγνώρισαν τον ίδιο άνθρωπο και Θεό.
Ωδή γ΄. Ειρμός
Θεέ, ο ευεργέτης μας πρόσδεξε με συμπάθεια τους ύμνους των δούλων Σου, ταπεινώνοντας την αλλαζονική έπαρση του εχθρού (Διαβόλου) και απαλλάσσοντας τους υμνητάς Σου, μακάριε παντεπόπτη, από την αμαρτία, ακλόνητα στηριγμένους στο θεμέλιο της πίστεως.
Τροπάριον α΄
Η συντροφιά των ποιμένων, που διανυκτ έρευαν στους αγρούς, όταν αξιώθηκε να δει, με ακατανόητο τρόπο, το τρισευτυχισμένο νεογέννητο της Πάναγνης Νύμφης, και τις τάξεις των Ασωμάτων Αγγέλων να υμνούν μελωδικά τον Δεσπότη Χριστό, που πήρε ανθρώπινη σάρκα χωρίς σπορά ανδρός, συνταράχτηκε από θαυμασμό για το παράδοξο αυτό γεγονός.
Τροπάριο β΄
Ο Κυρίαρχος των ουρανών, από μεγάλη ευσπλαγχνία γίνεται άνθρωπος σαν κι εμάς από την ανύμφευτη Κόρη, Αυτός ο Λόγος, που πρώτα ήταν άϋλος ως Θεός, αλλά τον τελευταίο καιρό ντύθηκε και την ανθρώπινη σάρκα, για να τραβήξει κοντά Του τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο, που είχε πέσει στην αμαρτία.
Ωδή δ΄. Ειρμός
Την αναγέννηση του ανθρωπίνου γένους προφητεύει ψάλλοντας τον παλαιό καιρό ο προφήτης Αββακούμ, όταν αξιώθηκε να δει, με τρόπο ακατανόητο, αυτήν νοερά. Γιατί παράδοξο βρέφος, ο Λόγος του Θεού, βγήκε από το κατάσκιο βουνό, την Παρθένο, για να αναγεννήσει την ανθρωπότητα.
Τροπάριο α΄
Ύψιστε, όμοιος στην φύση με μας τους θνητούς γεννήθηκες από τη Παρθένο Μαρία, προσθέτοντας θεληματικά την ανθρώπινη σάρκα (στην θεϊκή Σου φύση), για να μας καθαρίσεις από το φαρμάκι της κεφαλής του φιδιού- του Διαβόλου- οδηγώντας μας έτσι, ως Θεός εκ φύσεως, όλους προς τις ανήλιαγες πύλες ( της αμαρτίας) στο φως που φέρνει ζωή.
Τροπάριο β΄
Έθνη ειδωλολατρικά βυθισμένα πριν στην φθορά ( της ασέβειας και της αμαρτίας) τώρα παντελώς λυτρωμένα από τον αφανισμό του εχθρού (Διαβόλου) υψώσατε τα χέρια σας και κτυπώντας τα με χαρά ψάλατε ευχαριστήρια άσματα λατρείας στον Χριστό, που από ευσπλαγχνία ήλθε σ' εμάς μοναδικός ευεργετικός.
Τροπάριο γ΄
Αν και βλάστησες από το γενεαολογικό δένδρο του Ιεσσαί, Παρθένε, όμως ξεπέρασες τους νόμους της ανθρώπινης φύσεως, γιατί γέννησες τον προαιώνιο Λόγο του Θεού Πατρός, καθώς Αυτός δέχτηκε να διαπεράσει την παρθενική σου μήτρα με την ταπείνωσή Του την παράδοξη.

Οι δύο Κανόνες (Πεζός και Ιαμβικός) της Χριστού Γεννήσεως (Πρωτ. Αθανάσιος Στ. Λαγουρός)



ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

ΣΤHN ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚH

ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἑρμηνείας

τοῦ ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου

Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»

ΑΘΗΝΑΙ 2017

[Νέα ἔκδοση]

Μιὰ ἐνδιαφέρουσα, πρωτότυπη καὶ χρήσιμη ἔκδοση. Ἀπὸ τὸν Πρόλογο παρατίθεται κατωτέρω μικρὸ ἀπόσπασμα:

«…Τὴν πίστη, τὴν ἐμπειρία, τὴν θεολογία καὶ τὴν εὐφρόσυνη ἐξύμνηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, τοῦ Μυστηρίου δηλαδὴ τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, περιέχουν οἱ δύο Ἀσματικοὶ Κανόνες τῶν Χριστουγέννων. Μαζὶ μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς προχριστουγεννιάτικης ὑμνογραφίας, ποὺ ἔχει παραγάγει ὁ ἄφθαστος ποιητικὸς κάλαμος καὶ ὁ βαθὺς θεολογικὸς στοχασμὸς τῶν ἱερῶν Ὑμνο­γράφων, οἱ δύο Κανόνες τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως βοηθοῦν στὴν καλύτερη προσοικείωση τῶν δωρεῶν τῆς Σαρκώσεως.

Ὁ ἕνας Κανὼν εἶναι ὁ πεζός, ποίημα τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ (685-750 περ.), ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει ὅλους τοὺς Κανόνες τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ ἑπτὰ Κανόνες σὲ ἰσάριθμες Δεσποτικὲς ἑορτές. Καὶ ὁ ἄλλος Κανὼν εἶναι ὁ ἰαμβικός, ποίημα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (680-754 περ.) μεγάλου θεολόγου καὶ οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς τῶν θεολογικῶν ἔργων του συνέθεσε 14 Κανόνες -ἄλλωστε εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰσηγητὲς τοῦ ποιητικοῦ εἴδους τῶν Κανόνων- καὶ θεωρεῖται ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν συντάκτης τῆς Ὀκτωήχου (ὕμνοι τῶν Ἑσπερινῶν καὶ Ὄρθρων τῶν Κυριακῶν στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς).

Γι᾽ αὐτοὺς τοὺς Κανόνες τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει: “… Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας ‘Ἔσωσε λαόν’, μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ᾽βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα: ‘Ἄγων ἅπαντας, πρὸς σέλας ζωηφόρον Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων’, ‘ἥκεις πλανῆτιν, πρὸν νομὴν ἐπιστρέφων τὴν ἀνθοποιόν, ἐξ ἐρημαίων λόφων’. Αὐτοὶ οἱ ἐρημαῖοι λόφοι, σὰν τὸ βουνὸ ποὺ ζοῦσα πάνω του, τί μυστικὸ ἀντίλαλο εἴχανε μέσα στὴν ψυχή μου! Ὤ, τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλῶσσα! Λόγια εἶναι αὐτὰ ἢ ἀντιφεγγίσματα ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο, γεμάτον ἀπὸ τὴ μυστικὴ φωτοχυσία τῆς ἀθανασίας! … Πῶς νὰ μεταφράσω αὐτὰ τὰ ἀμετάφραστα;”.

Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἀρχαῖα τροπάρια μὲ τὶς μυστηριώδεις λέξεις κρύβουν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως καὶ χρειάζεται ὑποβοηθητικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση, ὥστε τὸ περιεχόμενό τους νὰ καταστεῖ προσιτὸ σὲ ὅσους δυσκολεύονται. Χρειάζεται ἑρμηνεία, ὄχι μετάφραση, γιατί ἡ μετάφραση «σκέτη» ἀδυνατεῖ νὰ μεταδώσει τὸ νόημά τους. Ὅπως παλιότερα ἔχουμε ὑποστηρίξει, “χρειάζεται πρωτίστως ἑρμηνεία θεολογική, ἱστορική, πραγματολογικὴ τὶς περισσότερες φορές, στὰ λειτουργικὰ κείμενα. Ἀπαιτεῖται γιὰ ἕνα τεράστιο ὄγκο δεδομένων διερμηνεία καὶ ἐξήγηση, ὥστε ἀκόμα καὶ οἱ ‘κατανοητές’, ἤδη μεταφρασμένες, λέξεις νὰ μεταδίδουν πραγματικὰ ἕνα κατανοητὸ μήνυμα”.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), ὁ “θεόπνους διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας” ἔχει ἑρμηνεύσει μὲ ἐκτενῆ θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ ἑρμηνεία ὅλους τοὺς ἀσματικοὺς Κανόνες τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν. Καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς δύο τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως σημειώνει χαρακτηριστικά: “Καθὼς γὰρ οἱ Ἄγγελοι πρότερον κατ’ αὐτὴν τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἐξήγησαν εἰς τοὺς ποιμένας καὶ ἀγροίκους ἀνθρώπους τὸ παράδοξον τοῦτο Μυστήριον, οὕτω καὶ ἡμεῖς θέλομεν ἐξηγήση εἰς τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀγροικότεροι εἰς τὴν κατανόησιν τῶν γλαφυροτέρων ρημάτων καὶ νοημάτων”.

Ἡ ἐξήγηση καὶ ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν πρόσ­βαση στὰ νοήματα ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν «μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων», ποὺ μερίδα θεολόγων ἀθεολογήτως ἐπιδιώκει καὶ μὲ ἰδιότυπο πεῖσμα προωθεῖ. Ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση χρησιμοποιεῖται γιὰ βοήθημα. Δὲν ἀντικαθιστᾶ οὔτε ἐκτοπίζει τὰ παραδεδομένα λειτουργικὰ καὶ ὑμνολογικὰ κείμενα. Κι ὅταν ἐπιτελέσει τὸ ἔργο της, δηλαδὴ νὰ ἐξηγήσει, ἐπιστρέφει ἥσυχα καὶ ταπεινὰ στὴν θέση της χωρὶς ἄλλες διεκδικήσεις» […]



(Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com)


ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Κανὼν Ἰαμβικός, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· οὗ ἡ ἀκροστιχὶς διὰ Στίχων Ἡρωελεγείων.


Σήμερον ἀχράντοιο βαλὼν Θεοφεγγέϊ πυρσῷ
Πνεύματος, ἐνθάπτει νάμασιν ἀμπλακίην,
Φλέξας Παμμεδέοντος ἐΰς Πάϊς· Ἠπιόων δέ,
Ὑμνηταῖς μελέων τῶν δε δίδωσι χάριν.

ᾨδὴ α´. Ἦχος β´.

ἐλευθέρα νεοελληνικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ (†) Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη

» Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον,
» Ἤπειρον αὖθις, Ἰσραὴλ δεδειγμένον.
» Μέλας δὲ πόντος, τριστάτας Αἰγυπτίων,
» Ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος,
» Ῥώμῃ κραταιᾷ, δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου.
Βαδίζει τὴν κυματισμένη θάλασσα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ χάρη του ξανάγινε στεριά! Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα ἔκρυψε στὰ σπλάχνα της τοὺς Αἰγυπτίους ἄρχοντες, θάβοντάς τους ἔτσι σὲ νερόστρωτο τάφο. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Κυρίου.
Ὄρθρου φανέντος, τοῖς βροτοῖς σελασφόρου,
Νῦν ἐξ ἐρήμου, πρὸς ῥοὰς Ἰορδάνου.
Ἄναξ ὑπέσχες, ἡλίου σὸν αὐχένα,
Χώρου ζοφώδους, τὸν Γενάρχην ἁρπάσαι,
Ῥύπου τε παντός, ἐκκαθᾶραι τὴν κτίσιν.
Ὅταν πρόβαλε ὁ σὰν λαμπρὴ Αὐγὴ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, Ἐσύ, Βασιλιὰ Χριστέ, ἔκλινες τὸν αὐχένα σου, ἂν καὶ εἶσαι ὁ ὑπέρλαμπρος πνευματικὸς Ἤλιος. Καὶ τὸ ἔκανες αὐτό, γιὰ νὰ ἁρπάξης ἀπὸ τὸν κατασκότεινο ἅδη τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸν Ἀδάμ, καὶ νὰ καθαρίσῃς ὅλη τὴν κτίση ἀπὸ κάθε ρύπο.
Ἄναρχε ῥείθροις, συνταφέντα σοι Λόγε,
Νέον περαίνεις, τὸν φθαρέντα τῇ πλάνῃ,
Ταύτην ἀφράστως, πατρόθεν δεδεγμένος,
Ὄπα κρατίστην· Οὗτος ἠγαπημένος,
Ἶσός τέ μοι Παῖς, χρηματίζει τὴν φύσιν.
Κύριε, Ἐσύ, ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχὴ ὡς ἄναρχος, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μαζί σου θάφτηκε στὰ νερά, τὸν κάνεις καινούργιο, γιατὶ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴ διαβολικὴ πλάνη. Ἄκουσες ἐτούτη τὴ δυνατὴ Πατρικὴ φωνή. Αὐτός, ποὺ βαφτίζεται στὰ νερά, εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, ἴσος μὲ ἐμένα ὡς πρὸς τὴ φύση του, Θεός.

ᾨδὴ γ´.

 
» Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα, βρόχων,
» Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
» Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
» Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
» ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων.
Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.
Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοτεῖται, σαρκικῇ παρουσίᾳ.
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν.
Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.
Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὅροις·
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει.
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης·
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων.
Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.

ᾨδὴ δ´.

 
» Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
» Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
» Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
» Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀῤῥήτου Λόγου,
» ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη.
Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῇ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.
Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκῦσαί τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου.
Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσῃς καὶ νὰ ἀπομακρύνῃς τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσῃς πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλῃς σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποῖα βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.
Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ Κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει.
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ.
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν.
Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.
Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων·
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαώζει τὴν κτίσιν.
Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.

ᾨδὴ ε´.

 
» Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
» Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
» Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
» Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
» Μόνοις προσιτήν οἷς Θεὸς κατηλλάγη.
Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν συμφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.
Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὃν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυῤῥύτοισι δίναις ἐκπλύνων,
Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας.
Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.
Μετ᾿ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον.
Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.

ᾨδὴ Ϛ´.

 
» Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ,
» Ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὸς ἐξηρεύξατο.
» Ναί, φησιν, Οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων,
» Φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους,
» Λόγος τέ μου ζῶν, καὶ βροτὸς προμηθείᾳ.
Μὲ καταχαρούμενη φωνὴ καὶ ἀγαλλίαση εἶπε ὁ Οὐράνιος Πατέρας, ὅτι τοῦ εἶναι ἀγαπητός του Υἱός, αὐτός, ποὺ μὲ τρόπο ἄφραστο καὶ ἀπερίγραπτο ὁ ἴδιος γέννησε. «Ναί, λέει, Αὐτὸς ποὺ εἶναι γέννημά μου ἀπὸ τὴν ἴδια μου φύση, αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόβαλε ὁλόφωτος καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δηλαδὴ καὶ ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια καὶ δικός μου ζωντανὸς Θεὸς καὶ Λόγος καὶ ταυτόχρονα ἄνθρωπος μὲ θεϊκὴ καὶ στοργικὴ Πρόνοιά μου καὶ φροντίδα».
Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος,
Ξένως Προφήτης ἐγκάτοις φλοιδούμενος,
Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας,
Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου,
Πᾶσι προφαίνων, τῶν χρόνων ἐπ᾿ ἐσχάτων.
Θαλασσοβρεγμένος ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ποὺ παραδόξως ἔμεινε τρεῖς μέρες σὲ θαλάσσιο κῆτος, βγῆκε πάλι ζωντανὸς ἀπὸ αὐτό. Καὶ ἔτσι δήλωσε προφητικὰ τὴν ἀναγέννηση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρωποκτόνου δράκοντα, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φανέρωσε, ὅ,τι θὰ γινόταν στὰ τελευταῖα χρόνια.
Ἀνειμένων Πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν,
Μύστης ὁρᾷ πρὸς Πατρὸς ἐξικνούμενον,
Μένον τε Πνεῦμα τῷ παναχράντῳ Λόγῳ,
Ἐπελθὸν ὡς πέλειαν ἀφράστῳ τρόπῳ,
Δήμοις τε φαίνει, προσδραμεῖν τῷ Δεσπότῃ.
Καθὼς ἄνοιξαν πάμφωτοι οἱ οὐρανοί, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ τοῦ ἔγινε γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὸν πανάχραντο καὶ πεντακάθαρο Λόγο τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο ἀπερίγραπτον. Καὶ φάνηκε στὰ πλήθη γιὰ νὰ τρέξουν στὸν Δεσπότη Χριστό.

ᾨδὴ ζ´.

 
» Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τὰς κάρας,
» Ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα,
» Νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας.
» Τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας,
» Ὅλην πλύνει δέ, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος.
Ζεμάτισε μὲ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ἤρεμη καὶ ἀκίνδυνη τὴν τεράστια φωτιὰ τῆς καμίνου, ὅπου ρίχτηκαν οἱ εὐσεβεῖς Νέοι. Καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς δυσκολοθεράπευτης ἁμαρτίας τὴν ξεπλένει ἐντελῶς μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σὲ ζωγραφοῦσαν τὴν Ἀσσύριον φλόγα,
Ἐκστῶσαν ἵστης, εἰς δρόσον μετηγμένην.
Ὕδωρ ὅθεν νῦν ἀμφιέσσαο φλέγον,
Σίντην κάκιστον Χριστὲ προσκεκευθμένον,
Πρὸς τὴν ὄλισθον ἐκκαλούμενον τρίβον.
Ἡ ἀσσυριακὴ φλόγα Ἐσένα ζωγράφισε, Χριστέ. Τὴν μεταβάλλες, ἂν καὶ ἦταν τεράστια, σὲ δροσιά. Τώρα ὅμως ντύθηκες τὸ νερό, ποὺ καταφλέγει τὸν ἄθλιο κακοῦργο, Χριστέ, πού, κρυμμένος, σπρώχνει στὸν γλιστερὸ δρόμο τοῦ κακοῦ.
Ἀποῤῥαγέντος τοῦ Ἰορδάνου πάλαι,
Ἰσθμῷ περᾶται λαὸς Ἰσραηλίτης,
Σὲ τὸν κράτιστον ἐμφοροῦντα τὴν κτίσιν,
Ἠπειγμένως νῦν ἐν ῥοαῖς διαγράφων,
Πρὸς τὴν ἄῤῥευστον καὶ ἀμείνονα τρίβον.
Ὅταν κάποτε κόπηκε στὰ δυὸ ὁ Ἰορδάνης, πέρασε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιέγραψε Ἐσένα τὸν Παντοδύναμο Κύριο τῆς Δημιουργίας. Τώρα ὅμως ὁδηγεῖς μὲ δύναμη στὸν ἄρευστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν αἰώνιο καὶ ἄριστο δρόμο, Κύριε.
Ἴδμεν τὸ πρῶτον τὴν πανώλεθρον κλύσιν,
Οἰκτρῶς σε πάντων εἰς φθορὰν παρεισάγειν,
Ὦ τρισμέγιστα χρηματίζων καὶ ξένα·
Νῦν δὲ κλύσαντα Χριστὲ τὴν ἁμαρτίαν,
Δι᾿ εὐπάθειαν, καὶ βροτῶν σωτηρίαν.
Γνωρίζουμε τὸν πρῶτο παγκόσμιο κατακλυσμό, ποὺ ἔφερε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ἐσὺ Κύριε, ποὺ πραγματοποιεῖς τεράστια καὶ παράδοξα γεγονότα. Τώρα ὅμως προκάλεσες τὸν κατακλυσμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

ᾨδὴ η´.

 
» Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται·
» Υἱοὶ δὲ φωτός, οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι.
» Μόνος στενάζει, τοῦ σκότους ὁ προστάτης.
» Νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον,
» Ἡ πρὶν τάλαινα τῶν Ἐθνῶν παγκληρία.
Ἡ κτίση ἔχει γνώρισμά της τὴν ἐλευθερία καὶ εἶναι παιδιὰ φωτεινά, ποὺ πρὶν ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Ἀπομονωμένος, τώρα στενάζει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκοταδιοῦ διάβολος. Τώρα ἂς εὐλογῇ καὶ ἂς δοξάζῃ μὲ ὅση δύναμη μπορεῖ τὸν αἴτιο αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως ὅλη ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα.
Τριττοὶ θεουδεῖς ἐμπύρως δροσούμενοι,
Αἰγλῆντα τριτταῖς παμφαῶς ἁγιστείαις,
Σαφῶς ἐδήλουν τὴν ὑπέρτατον φύσιν,
Μίξει βροτείᾳ πυρπολοῦσαν ἐν δρόσῳ,
Εὐκτῶς ἅπασαν τὴν ὀλέθριον πλάνην.
Τὰ τρία νέα παιδιά, ποὺ ἦταν θεοφοβούμενα καὶ εἶχαν φρόνημα θεϊκό, δροσίζονταν στὴ φωτιὰ καὶ δήλωναν ἔτσι λατρεία στὴν τριπρόσωπη Θεότητα, τὴν Ὕψιστη Τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἑνὸς Προσώπου της πυρπολοῦσε μὲ δροσιά, δηλαδὴ μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν ὀλέθρια πλάνη, πράγμα ἐπιθυμητό.
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.
Ἂς ντυθῇ στὰ λευκὰ κάθε ἡ γήινη φύση, ποὺ τώρα ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν ξεπεσμό της ἀπ᾿ τὸν οὐρανό. Γιατὶ τώρα μέσῳ τοῦ συντηρητῆ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου ἔχει ξεπλυθῆ μὲ τὰ τρεχούμενα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὰ φταιξίματα καὶ τὶς ἁμαρτίες της. Ἔτσι ξέφυγε πιὰ λουσμένη στὸ φῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασή της.

ᾨδὴ θ´.

 
» Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων!
» Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη·
» Δι᾿ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
» Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,
» Δῶρον φέροντες ὕμνουν εὐχαριστίας.
Ὤ, πόσο ξεπερνοῦν τὸ νοῦ μας τὰ θαύματα τοῦ Παιδιοῦ Σου, Πάναγνε Νύμφη, Παναγία μας καὶ Μητέρα εὐλογημένη! Διὰ μέσου σου βρήκαμε τὴν ὁλοκληρωτική μας σωτηρία. Γι᾿ αὐτὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη προσφέρουμε στὸν Κύριο καὶ Υἱό σου ὕμνον εὐχαριστίας.
Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ, τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα·
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα, τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα.
Ξέρουμε αὐτά, ποὺ δείχτηκαν στὸ Μωυσῆ. Εἶναι μὲ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο τρόπο καμωμένα καὶ φανερωμένα. Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, σώθηκε ἡ Παρθένος ἔχοντας μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν φωτοφόρο Εὐεργέτη. Καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ τὰ δέχτηκαν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνίᾳ,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον.
Ἀλείφεις μὲ ἱερὸ χρίσμα, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀνθρώπινη φύση, Ἄναρχε Βασιλιᾶ. Καὶ μὲ τὰ ἄχραντα ρεύματα τοῦ νεροῦ χάρισες τὴν κάθαρση καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ταυτόχρονα ντρόπιασες καὶ ξεφτίλισες τὴ δύναμη, ποὺ σήκωσε μὲ ἀλαζονεία τὸ κεφάλι της ἔντασί Σου. Καὶ τώρα ἀνταλάσσεις τὴ θνητὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς.