Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Συμβουλές πνευματικές για θάρρος και προσευχή


Η αποτελεσματικότητα της προσευχής μας εξαρτάται από τρεις λόγους

    Έχεις ακόμη ανησυχίες. Πες μου, από που θα μπορούσαν να προέρχονται; Όλα τα εξωτερικά πάνε καλά. Όλα τα εσωτερικά τα έχεις επανεξετάσει και τακτοποιήσει. Την απόφασή σου την έχεις πάρει. Από που, λοιπόν, προέρχονται αυτές οι ανησυχίες; Όλες είναι από τον εχθρό. Όλες. Από πουθενά αλλού.




Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι, σὲ συμβουλεύω ν’ ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θ’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τὴ σύγχυση καὶ τὴν ταραχή.

Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἤ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης, ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή. Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιά σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα. “Τὸ μέλλον μου”, πές Του, “τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου. “Ὅπως ξέρεις καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ’ ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ’ ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ’ ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μιὰ φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ’ Ἐσένα”.

Ἔτσι νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλά καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἡ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπό τὴ θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ σὲ κάθε περίσταση.

Ὕστερ’ ἀπὸ μιά τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – “Αὐτὸ δὲν ἔγινε ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς”. Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ δεχθεῖς πὼς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ’ Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ’ ἀνησυχεῖς πιά καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ Θεός, καὶ θα ἐνεργεῖς σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ στέλνει.

Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ κάποια θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσεις, βέβαια, ἀπό τή μιά στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι’ αὐτό, ἀλλά καὶ προσευχή.

Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλά μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ’ ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ’ ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.

Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μιά πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ’ ἔχει βάλει μέσα σ’ ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε. Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ’ ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.

Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.

Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἀλλά δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ’ αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου.

Προσπάθησε ν’ ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία. Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή, γιὰ ν’ ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἤ νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν’ ἀσκηθεῖς σ’ αὐτό. Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.

Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς προσευχές, ἀλλά ν’ ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς βοήθεια. “Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ’ ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο… Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου. Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!”. Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκή ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.

Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον πού σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί σου: “Μὴν προσεύχεσαι!”. Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα. Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό σου ἔργο, πρέπει κι ἐσύ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ὥς τὸ τέλος.

Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορὲς σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό. Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.

Σοῦ εὔχομαι μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη. Ὁ Θεὸς βοηθός!

πηγή: Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, “Ὁ Δρόμος τῆς Ζωῆς”,  Ἐκδ. Παρακλήτου – ἐπιστ. 79, 2006.

Ο π. Αρσένιος Σκήτης Κουτλουμουσίου : Η αμαρτία, ο διάβολος και η εξομολόγηση



Οι Άγιοι πατέρες της Εκκλησίας μάς λένε πως το να πέσει ο άνθρωπος στην αμαρτία είναι ανθρώπινο, αλλά το να παραμένει συνεχώς στην αμαρτία εκουσίως είναι δαιμονικό και κολάσιμο.

Η λέξις αμαρτία σημαίνει ο εκούσιος εκτροχιασμός από το στόχο, σημαίνει εκούσια αποτυχία, επίσης αμαρτία σημαίνει το να πράττει ο άνθρωπος παν ότι μισεί ο Τριαδικός Θεός μας. Για οποιαδήποτε αμαρτία που πράττει ο άνθρωπος έχει ο ίδιος την ευθύνη εξ’ ολοκλήρου. Ο εχθρός διάβολος δεν έχει καμία εξουσία να σπρώξει στην αμαρτία τον άνθρωπο και ειδικά τον ορθόδοξο χριστιανό, αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει κι έχει το ελεύθερο είναι να προσβάλει το νου μας με πονηρές σκέψεις και φαντασίες. Όμως εάν στην πρώτη προσβολή που μας κάνει ο διάβολος εμείς δεν υπακούσουμε, τότε δεν κινδυνεύουμε να πράξουμε την αμαρτία που είναι ο στόχος του πονηρού.

Αν όμως δεχθούμε την προσβολή που είναι μια πονηρή σκέψη για ένα πράγμα, τότε σιγά-σιγά οδηγούμαστε στην διάπραξη της αμαρτίας. Άρα λοιπόν, ο ίδιος ο άνθρωπος έχει πλήρη την ευθύνη της αμαρτίας που διέπραξε, κανείς δεν τον ανάγκασε.
Όλα αυτά τα λέω, διότι στις μέρες μας, ακούμε πάρα πολλά παράξενα, δηλαδή πολλοί άνθρωποι, ορθόδοξοι χριστιανοί, προσπαθούν να αποδείξουν, πως δεν φταίνε αυτοί οι ίδιοι που διέπραξαν την αμαρτία, αλλά την ευθύνη την έχει κάποιος άλλος και όχι αυτοί οι ίδιοι. Και πολλές φορές, ακόμα και στην εξομολόγηση που πάνε, ενώ ομολογούν πως έκαναν οι ίδιοι την αμαρτία, δεν παραδέχονται όμως ότι φταίνε οι ίδιοι. Όχι, αλλά πως τους παρέσυρε κάποιος άνθρωπος ή κάποια περίεργη κατάσταση. Έτσι δυστυχώς, παρά πολλοί πνευματικοί πατέρες της Εκκλησίας μας που εξομολογούν δυσκολεύονται κι υποφέρουν από τέτοιους ανθρώπους, κυρίως από γυναίκες που φοβούνται να πάρουν την ευθύνη της διαπράξεως της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τους διαβάσουν συγχωρητική ευχή. Διότι η συγχωρητική ευχή δίνεται από τον πνευματικό μόνο σε όσους ομολογήσουν με συντριβή και μετάνοια το αμάρτημά τους και ομολογήσουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι της αμαρτίας. Διότι αν είναι άλλος, ο οποίος ευθύνεται για την αμαρτία που οι ίδιοι διέπραξαν, τότε πρέπει να έρθει εκείνος να λάβει συγχώρηση! Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως περιπλέκονται πολύ τα πράγματα, όταν δεν παραδεχτούμε την ευθύνη των πράξεών μας.
Το δυσάρεστο αυτό γεγονός έγινε πρώτα μέσα στον Παράδεισο από τους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα. Ενώ οι πρωτόπλαστοι πήραν την εντολή από τον Θεό μας να μην φάγουν από τον απαγορευμένο καρπό, αυτοί όχι μόνο φάγανε, αλλά αρνήθηκαν να πάρουν την ευθύνη της αμαρτίας πάνω τους. Ο δε Αδάμ, στην ερώτηση που του έκανε ο Θεός, αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό, απάντησε πως δε φταίει ο ίδιος, αλλά η γυναίκα που του έδωσε, αυτή τον παρέσυρε. Και η Εύα απάντησε με τον ίδιο τρόπο, πως το φίδι την παρέσυρε!! Και το αποτέλεσμα ήταν ότι εκδιώχθησαν από τον Παράδεισο. Βλέπουμε τελικά, πως δεν τους ωφέλησαν καθόλου οι δικαιολογίες του Αδάμ και της Εύας, αλλά αντιθέτως εκδιώχθησαν από τον Παράδεισο. Και όπως μας λένε οι Άγιοι πατέρες, ο Θεός μας όταν τους ρώτησε αν έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, τους έδινε αφορμή και καιρό μετανοίας, αφού εκ των προτέρων ο Θεός γνώριζε την πτώση τους. Κι αφού γνώριζε την πτώση τους, γιατί τους ρωτούσε αν έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό; Μα γι’ αυτό ακριβώς, επειδή μόνο η ομολογία και η μετάνοια θα τους έσωζε, γι’ αυτό τους έδωσε αφορμή και χρόνο, αλλά δυστυχώς και ο Αδάμ και η Εύα εδικαίωσαν τον εαυτό τους και χάσανε τη δικαίωση τους από τον Θεό μας, με αποτέλεσμα να γίνουν τα γεγονότα που όλοι γνωρίζουμε. Και για χάρη αυτής της συμφοράς του Αδάμ και της Εύας χρειάστηκε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός να πάρει σάρκα και οστά για να σώσει τον Αδάμ και την Εύα μαζί με όλο το ανθρώπινο γένος από τα δεσμά του παμμόχθηρου Άδου.
Ώστε λοιπόν χρειάζεται μεγάλη προσοχή, δεν μας σώζει μόνο η συνομιλία μας με τον πνευματικό  μας, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε πως εμείς οι ίδιοι πράξαμε την αμαρτία με τη δική μας ευθύνη και κανείς δε μας φταίει, ούτε άνθρωπος ούτε διάβολος, ούτε κανένα άλλο πλάσμα. Και να γνωρίζουμε καλά, πως όσες φορές δικαιολογούμε τον εαυτό μας εν ώρα εξομολογήσεως, άφεση αμαρτιών δεν παίρνουμε από τον Θεό και η απόδειξη είναι πως φεύγουμε από το μυστήριο της εξομολογήσεως χωρίς να είμαστε αναπαυμένοι. Δηλαδή με λίγα λόγια, κάτι ανάλογο συνέβη και με τους πρωτοπλάστους που εν ώρα εξομολογήσεως με τον Θεό ομολόγησαν μεν ότι φάγανε από τον απαγορευμένο καρπό, αλλά είπανε πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι για την πτώση τους και έτσι δεν λάβανε τη συγχώρηση από τον Θεό. Επαναλαμβάνω, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με εμάς όταν δεν παραδεχόμαστε την ευθύνη της αμαρτίας που διαπράξαμε αλλά επιρρίπτουμε σε άλλους την ευθύνη. Ας μην αυταπατώμεθα λοιπόν, διότι η σωτηρία μας από αυτό το γεγονός κρέμεται.
Ας αναφέρουμε ένα χαριτωμένο παράδειγμα, ως γεγονός που συνέβη με έναν πνευματικό ιερέα. Κάποτε όταν εξομολογούσε πήγε μια ευσεβής γυναίκα να εξομολογηθεί και σε όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως, η γυναίκα αυτή έλεγε στον πνευματικό πως δεν ευθύνεται η ίδια για τα αμαρτήματα που διέπραξε, αλλά η αιτία είναι η πεθερά της που της έριχνε τη διάθεση και γι’ αυτό αμάρτανε! Οπότε, όταν τέλειωσε η εξομολόγηση ο πνευματικός είπε στη γυναίκα να στείλει την πεθερά της να της διαβάσει συγχωρητική ευχή, διότι η ίδια ισχυριζόταν πως είναι ανεύθυνη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν από αυτό το περιστατικό, πόσο γελοιοποιούμαστε όταν ομολογούμε ότι κάνουμε μεν την αμαρτία, αλλά στην ουσία ισχυριζόμαστε ότι δε φταίμε εμείς οι ίδιοι, αλλά κάποιος άλλος που δήθεν μας παρέσυρε. Δυστυχώς για την εποχή μας, αυτό έχει γίνει εκούσια αρρώστια, γι’ αυτό και δεν έχουμε ειρήνη μέσα μας, διότι δεν έχουμε λάβει συγχώρηση από τον Θεό. Φυσικά δεν γνωρίζουμε ποσό μεγάλο είναι το ποσοστό αυτών των ανθρώπων, αλλά δόξα τω Θεώ υπάρχουν και οι κατά Θεόν σοφοί, ανδρείοι χριστιανοί που όταν εξομολογούνται προξενούν μεγάλη χαρά και ξέσπασμα δακρύων στους πνευματικούς, διότι βλέπουν πνεύμα μετανοίας, όπως του προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας και τόσων άλλων αγίων που παραδεχόταν πως οι ίδιοι είναι η αιτία που αμάρτησαν. Κάποιοι μάλιστα ερευνητές λένε πως η σωστή και καθαρή εξομολόγηση που προαναφέραμε είναι το μοναδικό φάρμακο για τις ψυχολογικές αρρώστιες και συμφωνούμε απόλυτα με αυτούς.
Όσοι λοιπόν διακατεχόμαστε από αυτό το παμπόνηρο πάθος να ρίχνουμε σε άλλους την ευθύνη της αμαρτίας που διαπράξαμε, δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να πάρουμε τη γενναία απόφαση και να δοκιμάσουμε την ειλικρινή κατά Θεόν εξομολόγηση και να ομολογήσουμε ενώπιον του Πνευματικού μας Πατρός, πως εμείς κάναμε την αμαρτία, εμείς φταίμε γι΄ αυτήν, κανείς δεν μας έσπρωξε, αλλά η ίδια μας η προαίρεση αυτή και μόνο. Και όταν το κατορθώσουμε αυτό, με τη βοήθεια του Θεού μας, ας είμαστε βέβαιοι πως τα ψυχολογικά μας θα εξαφανιστούν από την ψυχή μας.
Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει είναι, πως αν ο Αδάμ και η Εύα έλεγαν στον Θεό «ημάρτομεν ενώπιον Σου, συγχώρησε μας» δε θα τους έδιωχνε από τον Παράδεισο, αλλά κάποια άλλη λύση θα έδινε ο Θεός. Ώστε λοιπόν ο Παράδεισος έκλεισε, όχι τόσο επειδή φάγανε από τον απαγορευμένο καρπό, αλλά επειδή δεν μετανόησαν και δεν είπανε στον Θεό το «ήμαρτον».  Και τόσο πολύ θρήνησε ο Αδάμ αυτήν την αμετανοησία που, όταν έγινε η εις Άδου κάθοδος του Χριστού μας, το πρώτο που είπε ο Αδάμ όταν αντίκρισε τον Κύριό μας ήταν το «ήμαρτον», παρόλο που το έλεγε τόσα χρόνια στη γη εκτός του Παραδείσου. Έτσι λοιπόν και εμείς δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή εκτός της μεγάλης λέξεως που λέγεται «ήμαρτον», διότι όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες μας ως άνθρωποι που είμαστε αμαρτάνουμε καθημερινά.
Πολλοί μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας που δεν είχαν κάνει μεγάλα και θανάσιμα αμαρτήματα με πολύ χαρά και προθυμία ονόμαζαν τον εαυτό τους χειρότερο αμαρτωλό από όλους και το κάνανε αυτό, διότι εννοήσανε σε βάθος τη μεγάλη αξία της αληθινής μετάνοιας που αρχίζει με τη λέξη «ήμαρτον», όπως την εκφώνησε ο άσωτος υιός της παραβολής του Ευαγγελίου. Πόσο μάλλον πρέπει να χαιρόμαστε, όσοι από εμάς έχουμε πέσει σε μεγάλες και θανάσιμες αμαρτίες και να λέμε με ανδρεία γεμάτοι θάρρος τη λέξη «ήμαρτον»; Διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο φάρμακο πάνω στη γη για τις τύψεις που νιώθει η ψυχή μας από θανάσιμες αμαρτίες, παρά μόνο η αληθινή μετάνοια που είναι γεμάτη από ελπιδοφόρα συντριβή με τις λέξεις «ήμαρτον Κύριε, συγχώρησέ με».
Ώστε λοιπόν, ο Θεός μάς ζητάει μόνο να αναγνωρίσουμε πως εμείς οι ίδιοι ευθυνόμαστε για την αμαρτία. Αν δεν χρειαζότανε αυτή η αναγνώριση, δε θα μας τη ζητούσε ο Θεός. Διότι όταν ο άνθρωπος που αμαρτάνει και δεν παραδέχεται ότι φταίει ο ίδιος για την πράξη του, χωρίς να το καταλαβαίνει σιγά-σιγά αρχίζει να ομοιάζει με τον διάβολο, διότι μόνο ο διάβολος δεν παραδέχεται την αμαρτωλότητά του, αλλά πιστεύει πως είναι ένας θεός! Γι’ αυτό ακριβώς θέλει να μας προφυλάξει ο Θεός από την πονηρία του διαβόλου και μας ζητάει να παραδεχτούμε και να αναγνωρίσουμε πως εμείς ευθυνόμαστε για την αμαρτία που διαπράξαμε. Επίσης αξίζει να αναφέρουμε, πως με την έξοδο του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο, το πρώτο και φυσικό επακόλουθο που έγινε στον άνθρωπο είναι να πέφτει στην αμαρτία. Έτσι αργότερα για τον αγαπημένο λαό του Θεού, τον Ισραήλ, νομοθετήθηκαν κάποιες πράξεις εξιλέωσης και θυσίες με τις οποίες καθαριζόταν ο λαός από την αμαρτία. Τώρα στην Καινή Διαθήκη που διανύουμε, όσοι έχουν λάβει το άγιο βάπτισμα πέφτουν μεν καθημερινά στην αμαρτία, όμως ο Θεός έχει δώσει στον ορθόδοξο λαό του το μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως για να καθαρίζεται από τις αμαρτίες και διάμεσου αυτού του μεγάλου μυστηρίου αξιωνόμαστε και μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όμως επαναλαμβάνω δεν θα μας ωφελήσει καθόλου το μυστήριο της εξομολογήσεως, αν δεν παραδεχτούμε πως εμείς οι ίδιοι έχουμε την ευθύνη της αμαρτίας που διαπράξαμε.
Η αναμαρτησία είναι αποκλειστική ιδιότητα μόνο του Τριαδικού Θεού μας, κανένα πλάσμα ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι αναμάρτητο, παρά μόνο ο Τριαδικός Θεός μας που είναι φύσει αναμάρτητος. Το δε πλάσμα Του, ο άνθρωπος, κατορθώνει μεν και φθάνει στην απάθεια, αλλά όχι στην αναμαρτησία. Ο απαθής άγιος δέχεται την προσβολή της αμαρτίας με λογισμούς από τον διάβολο, αλλά δεν ενδίδει σε καμία προσβολή και έτσι μένει απαθής από την αμαρτία. Όμως αυτό είναι χάρις και δωρεά από τον Θεό μας, δεν είναι δύναμη που έχει ο Άγιος, ούτε πηγάζει από τον εαυτό του. Δηλαδή, όσο ενωμένος είναι ένας Άγιος με τον Τριαδικό Θεό, τόσο πιο απαθής είναι προς την αμαρτία. Περιττό είναι να πούμε, πως ο Θεός μας δεν έχει προσβολές από αμαρτίες, όπως εμείς οι άνθρωποι, διότι αλήθεια, πώς θα μπορούσε ο Πλάστης να έχει προσβολή από το πλάσμα του; Αυτό έγινε μόνο μια φορά κατά παραχώρηση στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό με τους τρεις πειρασμούς και αυτά μας τα ερμηνεύουν οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, για ποιον λόγο παραχώρησε ο Θεός μας να γίνουν αυτοί οι τρεις πειρασμοί στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Σε άλλη περίπτωση ποτέ δεν μπορεί ένα πλάσμα να προσβάλλει τον Πλάστη.
Άρα λοιπόν, δεν έχει ο Θεός μας την απαίτηση από το πλάσμα του τον άνθρωπο να είναι αναμάρτητο, όμως περιμένει την εκούσια αναγνώριση για την αμαρτία του για να τον συγχωρέσει και στη συνέχεια να χαίρεται ο άνθρωπος. Διότι αν δε λάβει συγχώρηση ο άνθρωπος από τον Θεό, δεν έχει καμία χαρά μέσα του. Και όντως λυπάται πολύ ο Θεός μας, όταν μας βλέπει να μην  έχουμε τη χαρά που πηγάζει από το τον Ίδιο. Διότι άλλο είναι οι ψεύτικες και ψυχοφθόρες χαρές του κόσμου και άλλο είναι οι χαρές που πηγάζουν από τον Τριαδικό Θεό μας. Οι χαρές του κόσμου τούτου μοιάζουν με τις πέτρες που τις συναντάμε και τις πατάμε στο δρόμο μας, οι δε χαρές του Θεού μοιάζουν με υπερπολύτιμα και σπανιότατα μαργαριτάρια!! Νομίζω πως δε χωράει καμιά απολύτως σύγκριση ανάμεσα στις δυο αυτές χαρές.
Πρέπει να πούμε πως η νέα εποχή εργάζεται πυρετωδώς να εξαλείψει από τον άνθρωπο τη συναίσθηση της ευθύνης για την αμαρτία που πράττει. Το δόγμα της νέας εποχής είναι, πως ο άνθρωπος πρέπει να ανακαλύψει μέσα του την κρυμμένη θεότητά του. Φυσικά το δόγμα αυτό προέρχεται από τις ανατολικές θρησκείες. Σε καμία περίπτωση δε θέλει να ακούσει η νέα εποχή για μετάνοια, για συντριβή και για δάκρυα αμαρτιών. Και δεν θέλει να ακούσει, διότι το αφεντικό της νέας εποχής είναι ο διάβολος. Δυστυχώς βλέπουμε και στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια πολλά αίσχη της νέας εποχής. Βλέπουμε με περισσό θράσος και αναίδεια να ονομάζει τις θανάσιμες αμαρτίες πράξεις υπερηφανείας! Και όχι μόνο, αλλά τις επιδεικνύουν με σατανικές παρελάσεις στις πόλεις μας, τις οποίες και μαγαρίζουν. Έτσι λοιπόν η νέα εποχή διδάσκει και επιχειρεί με κάποια κεκαλυμμένη βία να πείσει τον άνθρωπο ότι είναι ένας θεός! Και αν το καταφέρει αυτό έστω και σε μικρό βαθμό, είναι αδύνατον μετά ο άνθρωπος να έρθει σε συναίσθηση ότι αμαρτάνει. Έτσι θα αμαρτάνει καθημερινά με θανάσιμες αμαρτίες και θα τις θεωρεί μάλιστα κατόρθωμα!! Διότι θα θεωρεί τον εαυτό του έναν θεό.
Ώστε λοιπόν, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή να μη χάσουμε τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας που είναι το δόγμα και η ουσία της Ορθόδοξης Πίστης μας. Διότι ως πιστοί του αληθινού Τριαδικού Θεού που είμαστε δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσφέρουμε στον Θεό μας εκτός από τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Για όλα και όσα καλά έργα επιτελούμε, η Θεία Χάρις είναι αυτή που μας βοηθάει και τα επιτελούμε. Ο Θεός μας μόνο αυτό περιμένει από εμάς, τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και το χρέος μας απέναντι Του. Ένας άγιος λέει πως «όταν έχουμε βαθιά μέσα μας την αίσθηση πως είμαστε χρεωμένοι στον Θεό μας, εξαιτίας των πολλών μας αμαρτιών, ο Θεός μας πλουτίζει μυστικώς»! Μακριά λοιπόν από το παμπόνηρο και επάρατο πάθος που μας συμβουλεύει να επιρρίπτουμε σε άλλους την ευθύνη της αμαρτίας που διαπράξαμε.
Είθε, όλοι οι Άγιοι μας που βάδισαν τη γνήσια οδό της μετανοίας και είχαν συναίσθηση της αμαρτωλότητας να βοηθήσουν και εμάς τους εκουσίως αδυνάτους να συνέλθουμε από την ψεύτικη δικαίωση που δίνουμε στον εαυτό μας, ώστε του λοιπού με ανδρεία και πίστη να παίρνουμε την ευθύνη της αμαρτίας που διαπράξαμε εξολοκλήρου στον εαυτό μας, για να γευθούμε επιτέλους την πολυπόθητη δικαίωση του Τριαδικού μας Θεού. Αμήν

Αρσένιος Μοναχός Σκήτη Κουτλουμουσίου

Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Μωάμεθ και ο Μέγας Αλέξανδρος





Από τους του αγίου με τους

Του Γιώργου Θεοχάρη

Πολλοί είναι αυτοί που στην διάρκεια της ιστορίας αναρωτήθηκαν γιατί το γνώρισε τόσο μεγάλη διάδοση στον κόσμο.


Ο σήμερα εορταζόμενος μας δίνει την εξήγηση στον χαρακτηριστικό διάλογο που είχε με έναν τασιμάνη, δηλαδή ιεροδιδάσκαλο, κατά το διάστημα που ο αγιώτατος αρχιεπίσκοπος ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων στην Προύσα, μέχρι οι χριστιανοί να συγκεντρώσουν λύτρα για να τον απελευθερώσουν.
Ο μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος τον ρώτησε μεταξύ άλλων:
-Γιατί εσείς οι χριστιανοί δεν αγαπάτε και δεν δέχεστε τον προφήτη μας ούτε πιστεύετε στο βιβλίο του που κατέβηκε από τους ουρανούς, ενώ εμείς δεχόμαστε τους προφήτες, τον Χριστό, τα τέσσερα Ευαγγέλια που κατέβηκαν από τον Θεό, ένα από τα οποία είναι και το του Χριστού;
Απάντηση του :
-Εμείς συνηθίζουμε από παλιά, όπως και εσείς, να μην δεχόμαστε χωρίς μαρτυρίες τίποτε ως αληθινό. Οι μαρτυρίες είναι διπλές· ή από τα έργα και τα ίδια τα πράγματα ή από αξιόπιστα πρόσωπα. Ο Μωϋσής τιμώρησε την Αίγυπτο με σημεία και τέρατα, έσκισε τη θάλασσα με τη ράβδο και την ξαναένωσε, έβρεξε άρτο από τον ουρανό και δεν χρειάζεται να σας πώ άλλα για τον Μωϋσή, αφού και εσείς τον πιστεύετε· για αυτόν και ο Θεός μας βεβαιώνει ότι ήταν πιστός δούλος Του, αλλά όχι Υιός ούτε Λόγος Του.
Ο Χριστός, εκτός από τα πολλά και μεγάλα θαύματα τα οποία έπραξε, μαρτυρείται και από τον ίδιο τον Μωυσή και από τους άλλους προφήτες ότι είναι ο μόνος εξ αιώνος Λόγος του Θεού, όπως ομολογείτε και εσείς, και ο μόνος που γεννήθηκε από Παρθένο, και ο μόνος από τους αιώνες που αναλήφθηκε στον ουρανό, και διαμένει εκεί αθάνατος, και πιστεύουμε ότι θα ξανάρθει για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, οι οποίοι θα αναστηθούν. Σας λέω όσα δέχεστε και εσείς οι Τούρκοι. Για αυτό εμείς πιστεύουμε στον Χριστό και στο Ευαγγέλιό Του.Τον Μωάμεθ όμως δεν τον βλέπουμε να μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε να κάνει κάτι το θαυμαστό και αξιόλογο, για να τον πιστεύσουμε. Γι᾿ αυτό ούτε στο κοράνι πιστεύουμε.
Α φού ο μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, προσπάθησε να απαντήσει στις κρυστάλλινες θέσεις του ατρόμητου αγίου Γρηγορίου Παλαμά, λέγοντας μεταξύ άλλων και το εξής:
ξεκίνησε από την άκρη της Ανατολής και έφτασε νικηφόρος μέχρι την Δύση.
Αφού ο άγιος απήντησε χαρακτηριστικά σε όλα τα άλλα περί Μωάμεθ και , που του ανεφερε ο μουσουλμάνος, στο τέλος του λέει και τα εξής χαρακτηριστικά για την νικηφόρα προέλαση του Μωάμεθ:
-Πράγματι ο Μωάμεθ ξεκίνησε από την ανατολή και έφτασε μέχρι την δύση του ηλίου νικώντας, αλλά με πόλεμο, μάχαιρα, λεηλασίες, υποδουλώσεις, δολοφονίες, από τα οποία τίποτε δεν είναι θέλημα του αγαθού Θεού, αλλά μάλλον αυτού ο οποίος είναι από την αρχή ανθρωποκτόνος.
Άλλωστε και ο δεν ξεκίνησε από την Δύση και υπέταξε όλη την Ανατολή; Αλλά και πολλοί άλλοι άλλοτε που εκστράτευσαν επικράτησαν σε όλη την οικουμένη. Σε κανέναν όμως από αυτούς κανένας δεν του εμπιστεύθηκε την ψυχή του, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Παρόλο όμως που ο εφαρμόζει την βία και προτείνει την ηδονή, ούτε πάλι κατάφερε να προσεταιριστεί κανένα ολόκληρο τμήμα της Οικουμένης.
Αντιθέτως η διδασκαλία του Χριστού, παρόλο που αποτρέπει σχεδόν από όλες τις απολαύσεις της ζωης, κατέλαβε ειρηνικά όλα τα πέρατα της Οικουμένης και επικρατεί σε αυτούς που την πολεμούν, χωρίς να εφαρμόζει καμία βία, αλλά αντίθετα νικά την βία που της επιβάλλεται κάθε φορά, ώστε αυτή να είναι η νίκη που νίκησε τον κόσμο.
Στο σημείο αυτό ο άγιος αναγκάστηκε να διακόψει την θεϊκή διδασκαλία του, καθώς οι είχαν αρχίζει να οργίζονται και οι χριστιανοί που ήταν παρόντες τού είπαν να σταματήσει.
Τότε ένας από τους Τούρκους τού είπε πως θά ’ρθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας. Καί ο άγιος συμφώνησε και ευχήθηκε να έλθει το συντομότερο εκείνη η στιγμή.
«-Συμφώνησα και ευχήθηκα. Αλλά γιατί είπα αυτό προς αυτούς που τώρα ή τότε ζουν με διαφορετική πίστη; Συμφώνησα βέβαια, επειδή θυμήθηκα αυτό που λέει ο απόστολος ότι στο όνομα του Χριστού θα καμφθεί κάθε γόνατο και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν Πατρός. Αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού !».
Αυτό είναι το αληθινά πατερικό πνεύμα του διαλόγου που μπορεί ένας χριστιανός να κάνει με το Ισλάμ.

Η άκαιρη λύπη…




Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς
Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο».


Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α’ Κορ. 10, 4). Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β’ Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ’ αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπηπου αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.
Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.
Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α’ Κορ. 11, 31).
*
Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.
Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.
Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.
Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α’ Κορ. 7, 31).
Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.
Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.
Σ’ εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.
*
Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.
Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)…
Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίου που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ’ αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ’ Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4).
*
Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι’ αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.
Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι’ αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.
Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα απολαύσουμε.
Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
*Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Η Απλότητα του Θεού κατά τον Αγιο Γρηγόριο Παλαμά





Πρωταρχικό γνώρισμα του Θεού είναι η απλότητα. Αν ο Θεός δεν είναι απλός αλλά σύνθετος εκ διαφόρων μερών, τότε τα μέρη αυτά πρέπει να προηγούνται του Θεού. Ένας τέτοιος όμως Θεός δεν είναι αίτιος και δημιουργός των πάντων δεν είναι πραγματικός Θεός, αρχή των πάντων.


Ως αρχή των πάντων ο Θεός δεν πρέπει να είναι σύνθετος αλλά απλός. Επιπλέον δεν είναι μόνο απλός, αλλά «και των απλουμένων απλότης και των ενιζομένων ενότης»[i].
Έτσι, χωρίς να εξέρχεται ποτέ από την αμερή απλότητά του, είναι όλος παρών «αμερώς τε και αμερίστως» σε όλα και στο καθένα από τα όντα»[ii]. Ο Θεός, λέει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, δεν είναι κάποιο μεγάλο σώμα, που αδυνατεί εξαιτίας του με­γέθους του να χωρέσει σε μικρό χώρο, αλλά είναι ασώματος. Γι’ αυτό «και πανταχού δύναται είναι και υπέρ το παν και εν ενί». Και αν φέρει κάποιος στον νου του το μικρότερο πράγμα, και σε αυτό μπορεί όλος να χωρέσει[iii].
Ο άνθρωπος δεν είναι απλός αλλά σύνθετος. Και αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στο ότι αποτελείται από σώμα και ψυχή ή έχει πολλά στοιχεία και όργα­να, αλλά στο ότι έχει πολλές ανάγκες, είναι «προσδεής». Η ύπαρξη και συντή­ρησή του έχει ανάγκες από πολλά πράγματα που βρίσκονται έξω από τον εαυτό του. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζεται και πολλές αισθήσεις, ώστε να έρθει σε επαφή με τα πράγματα αυτά, να τα γνωρίσει, να τα προσλάβει και να ωφεληθεί από αυτά.
Αλλά και ο Θεός δεν είναι απλός και ασύνθετος ως κάποια αδιαφοροποίητη ουσία ή ως «καθαρά ενέργεια», όπως τον εξέλαβε ο Αριστοτέλης και ως ένα βαθμό η σχολαστική θεολογία. Η φιλοσοφική αυτή έννοια της απλότητας είναι ξένη προς την βιβλική και την πατερική παράδοση. Ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι «απροσδεής», επειδή δηλαδή διαθέτει τα πάντα και δεν έχει κα­μία ανάγκη συμπληρώσεως ή προσλήψεως. Άλλωστε και το αρχικό γράμμα της λέξεως «απλός» είναι αθροιστικό και όχι στερητικό. Έτσι βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη ότι απλός είναι ο ακέραιος, ο γενναιόδωρος, σε αντίθεση προς τον πονηρό ή τον δίψυχο[iv].
Ο Θεός είναι απλός, μολονότι είναι Τρισυπόστατος. Είναι απλός, μολονότι διακρίνεται σε ουσία και ενέργεια. Είναι απλός, μολονότι είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι Τρισυπόστατος και επειδή διακρίνεται σε ουσία και ενέρ­γεια: «Εν ουσία γαρ και ενεργεία εις εστι Θεός· ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον»[v]. Είναι ακόμα απλός, επειδή μπορεί να είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος: «Ο Θεός και πληθύνεται μένων είς και μερίζεται μένων αμερής, και μετέχεται ποικίλως άτμητος ων πάντη και της εαυτού ενότητος εχόμενος ανεκφοιτήτως καθ’ υπερούσιον δύναμιν»[vi].
Σε τελική ανάλυση ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι παντοδύναμος, απαθής και απροσδεής. Τα πιο πολυδύναμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι και πιο απλά, και το παντοδύναμο είναι το απλούστατο[vii]. Δεν έχει ανάγκη να αυξηθεί ή να ελαττωθεί ή να προσλάβει κάτι που το στερείται. Ο Θεός, γρά­φει ο ίδιος, «μόνος όντως απλούς εστιν υπερφυώς, ου μείωσιν, ουκ αύξησιν, ουκ απόθεσιν, ου πρόσληψιν όλως υπομένων. Ούτω παντοδύναμος υπάρχων απλούστατος εστιν απάντων»[viii]. Και ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Ο Θεός η των όλων αιτία είς εστι· το δε έν τούτο φως και ζωή εστι, πνεύμα και λόγος, στόμα και ρήμα…». Και ο άνθρωπος έχει μία αίσθηση σε μία ψυχή και νου και λόγο, έστω και αν αυτή χωρίζεται για τις φυσικές ανάγκες του σε πέντε[ix]. Όλες αυτές οι αισθήσεις συγκλίνουν και καταλήγουν στον νου που τις ηγεμονεύει· «νους ορά και νους ακούει».
Ο Θεός είναι φως. «Ο Πατήρ φως εστιν, ο Υιός φως εστι, το Πνεύμα το άγιον φως· έν ταύτα φως απλούν, ασύνθετον, άχρονον, συναΐδιον, ομότιμον και ομόδοξον», παρατηρεί ο όσιος Συμεών[x]. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι το θείο αυτό φως δεν είναι μόνο αμέριστο στα μεριστά, αλλά και ενοποιός και θεοποιός δύναμη. Και ως τέτοια δύναμη ενώνει και ανυψώνει αυτούς που μετέχουν, ανάλογα πάντοτε με την δεκτικότητά τους, προς την ενό­τητα και θεοποιό απλότητα του Πατρός[xi]. Χωρίς να παύει η ουσία του Θεού να παραμένει αμέθεκτη και απλή, παρατηρεί ο Παλαμάς, οι ενέργειές του μετέχονται από τα κτίσματα. Και ενώ αυτά που μετέχουν είναι κτιστά και έχουν κά­ποια αρχή, οι μετεχόμενες θείες ενέργειες είναι πολυποίκιλες, άκτιστες και αΐδιες, «συνημμέναι αϊδίως τω εξ αϊδίου παντοδυνάμω και αυτοτελεί Θεώ και Δεσπότη του παντός»[xii]. Άλλωστε βλέπουμε ότι και στην φύση το απλό λευκό φως περιέχει όλα τα χρώματα.
Ενώ η απλότητα συνδέεται με την παντοδυναμία και την πληρότητα, η σύνθεση προκύπτει από την αδυναμία και την ένδεια. Όταν κάτι δεν μπορεί να υπάρχει και να διατηρείται αυτοτελώς, καταφεύγει αναγκαστικά στην σύνθεση. Ο άγιος Παλαμάς γράφει: «Εκ γαρ του μη δύνασθαι καθ’ εαυτό τι των γενητών μονοειδώς και αμιγώς παντάπασιν είναι τε και υφεστάναι, της προς έτερον εξ ανάγκης δείται συμπλοκής, διό καν τη γενέσει σύνθετον ευθύς απετελέσθη»[xiii]. Ο Θεός υπάρχει ως Ων καθεαυτόν και διαθέτει τα πάντα, χωρίς να έχει ή να μετέχει. Τα κτιστά δεν υπάρχουν ως όντα καθεαυτά, αλλά ως μετέχοντα και ως κατέχοντα. Στον Θεό το έχειν ανήκει στο είναι. Στα κτιστά το είναι χρειάζεται το έχειν.
[i] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,3,PG 3,589C.
[ii] Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών,PG 91, 1257B.
[iii] Γρηγ.Παλαμά, Διάλεξις προς Χιόνας 12, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τ. 4, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 159.
[iv] Βλ. Ματθ. 6,22-23. Ιακ.1, 5-8.
[v] Γρηγ.Παλαμά, Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 37, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σ.200. Πρβλ. και παράγρ.50, σ. 212.
[vi] Γρηγ. Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 23,ό.π.,σ.157.
[vii] Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 53 ό.π.,σ.215.
[viii] Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 54,ό.π.,σ.216.
[ix] Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικός λόγος 3,7.
[x] Συμεών Νέου Θεολόγου, Θεολογικός 3,141-143. SC 122. 184.
[xi] Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 6. ό.π., σ. 141-142
[xii] Περί θείων ενεργειών 40-41, ό.π., σ. 125-126.
[xiii]Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 53 ό.π.,σ.215.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-14/11/1359)

Μέγας πατήρ της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλος. Η διδασκαλία του για τη θέωση του ανθρώπου και τη μετοχή του στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σε πλήρη αντίθεση με την εκκοσμικευμένη θεολογία της εποχής του, που διαμορφώθηκε με την επίδραση του σχολαστικιστικού ανθρωποκεντρισμού του ρωμαιοκαθολικισμού.
Agios Gregorios Palamas 18
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολόγο θεόπτη, που εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής με μοναδικό συνθετικό τρόπο. Εχει ως θεμέλιο της πνευματικής του καταρτίσεως τη βίωση της θείας χάριτος και, τη θέωση μέσα στο φως των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Προικισμένος με οξύ νού μπόρεσε να κινηθεί άνετα στον χωρο της θεολογίας και να εκφράσει ακραιφνή τριαδολογία με τα σημαντικά έργα του
Γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από επιφανείς γονείς. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας.
Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο. Ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως με διευθυντή τον διάσημο θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ιδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Εικοσάχρονος ο Γρηγόριος αναχώρησε για το Παπίκιο όρος, σπουδαίο μοναστικό κέντρο, όπου αντέκρουσε εκεί νεώτερους Μασσαλιανούς, και στη συνέχεια για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος ήλθε με τους δύο αδελφούς του. Ο ίδιος υποτάχθηκε στον όσιο Νικόδημο τον Ησυχαστή, που ησκείτο σε Κελλί της μονής Βατοπαιδίου, και ήταν γνωστός σε όλους τους Αγιορείτες για τη σοφία του. Ο άγιος Γρηγόριος έκανε υπακοή «τω γενναίω ανδρί, θαυμαστώ κατά την πράξιν και θεωρίαν» κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο. Από τον Νικόδημο ο Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα. Τα πρώτα μοναχικά του έτη τα έζησε ο άγιος στο Άγιον Όρος και κοντά στη μονή Βατοπαιδίου με αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος επανελάμβανε συνεχώς το «φώτισόν μου το σκότος». Κάποτε είδε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και του είπε πως τον έστειλε η Παναγία και του είπε, ότι η Θεοτόκος και ο ίδιος θα του είναι πάντα βοηθοί! Τρία έτη παρέμεινε ο άγιος Γρηγόριος στην υπακοή του οσίου Γέροντός του Νικοδήμου και πολλά διδάχθηκε κοντά του.
Περι το 1320, μετά την οσιακή κοίμηση του γηραιού Γέροντός του αναχώρησε για την ιερά μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου παρέμεινε για μια τριετία. Η φήμη του τον είχε προφθάσει και οι πατέρες τον υποδέχθηκαν θερμά. Υπακούοντας διακόνησε στην τράπεζα και στο ναό. Όλοι εξεπλάγησαν από την εγκράτεια, την άσκηση και την αγρυπνία, την οποία εξασκούσε υπέρμετρα. Ο πόθος του για την ιερά ησυχία τον έκανε να αναχωρήσει και από εκεί.
Οι Λαυριώτες πατέρες λυπήθηκαν για την αναχώρησή του ενώ οι μοναχοί της σκήτης της Γλωσσίας, σημερινή Προβάτα, στην οποία κατευθύνθηκε ο άγιος, χαιρόμενοι τον υποδέχθηκαν, κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο άγιος Γρηγόριος συναντήθηκε εκεί με τον όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, ο οποίος ήταν έξαρχος και κορυφαίος, «μέγας και περιβόητος εις την ησυχίαν, και εις την νηφίν και θεωρίαν κατ’ εκείνους τους χρόνους».
Από αυτόν διδάχθηκε ο άγιος πολλά περί των μυστηρίων της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων, όπως της συνεχούς κατανύξεως και των καρδιακών δακρύων. Λόγω επιδρομής Τούρκων πειρατών, μετά διετή παραμονή, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει και από εκεί και να μεταβεί με δώδεκα μαθητές του στη Θεσσαλονίκη. Κατά μία παράδοση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα στο Κελλίον Παναγίας Κρανιάς από τον Γέροντά του όσιο Νικηφόρο τον Ησυχαστή τον Ιταλό, ο οποίος βρισκόταν σε ύψος νηπτικής θεωρίας.
Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε την άσκησή του μετά της συνοδείας του. Οι κινήσεις του πραγματοποιούνταν κατόπιν προσευχής και θείας πληροφορίας. Έτσι δέχθηκε να λάβει και το αξίωμα της ιερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στη σκήτη της Βεροίας, όπου παρέμεινε επί πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τη μεγάλη του άσκηση. Εκεί κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος έμενε έγκλειστος και σιωπών και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή εξήρχετο του κελλιού του, για να λειτουργεί και να διδάσκει τους αδελφούς του. Η συνεχής νήψη και προσευχή του είχε δώσει την καλή αλλοίωση και είχε γίνει όλος φως και για όλους φωτεινό παράδειγμα. Ο θάνατος της μοναχής μητέρας του Καλλίστης τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλαβε τις αδελφές του, τις τοποθέτησε σε γυναικείο ησυχαστήριο και τους δίδαξε την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας. Σε λίγο καιρό η ενάρετη αδελφή του Επίχαρις, η κοσμημένη με πλούσιο προορατικό χάρισμα, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Πειρατικές επιδρομές στην περιοχή ανάγκασαν τον θείο Γρηγόριο να αναχωρήσει ξανά και να επιστρέψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος.
Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα και παρά την προθυμία των πατέρων της δεν έμεινε εντός των τειχών της, αλλά αποσύρθηκε στο ησυχαστικό Κελλι του Αγίου Σάββα. Συνέχιζε και εδώ το ασκητικό του πρόγραμμα. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδος παρέμενε έγκλειστος, σιωπών και αδιαλείπτως προσευχόμενος και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μετέβαινε στην πλησιόχωρη Λαύρα για να λειτουργήσει. Η ένθεη ζωή του ήταν γεμάτη από θείες οπτασίες και οράματα, πότε κατά τις λειτουργίες στη Λαύρα και πότε στις αγρυπνίες στο κελλί του, όπου του παρουσιάσθηκε η ίδια η Θεοτόκος. Η θέα του ακτίστου φωτός του ήταν συνήθης, όπου κατά τον βιογράφο του «τω θείω φωτί πλουσίως ολως περιλαμπόμενος».Η θεολογία του δόθηκε θαυμαστά άνωθεν, κατόπιν εξαισίου οράματος, και τότε άρχισε να γράφει αγιοπνευματικά τους θαυμάσιους δογματικούς λόγους του.
Το 1335 ψηφίσθηκε ηγούμενος της ιεράς μονής Εσφιγμένου, όπου παρέμεινε επί τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.
ag.gregorios_palamas
Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάμ.
Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και μάλιστα διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.
Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση, τον οποίο ύποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη. Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου. Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.
Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρήγορά.
Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια». Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359.
Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.
Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.
Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Έγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.
Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ -ΓΡΗΓ ΠΑΛΑΜΑΣ



Πώς μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που υπάρχει πέρα από τον κόσμο, το υπερβατικό, το θείο, τον ίδιο τον Θεό; Το θέμα τέθηκε στα πλαίσια της Ορθόδοξης Ανατολικής Παράδοσης με ιδιαίτερη ένταση στις αρχές του 14ου αιώνα. Δεσπόζουσα φυσιογνωμία στον διάλογο που αναπτύχθηκε ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς. Ξεκινώντας από τους θεμελιώδεις φιλοσοφικούς όρους “ουσία” και “ενέργεια”, ο Γρηγόριος Παλαμάς αντέστρεψε την συνήθη σειρά, η ουσία προηγείται και η ενέργεια έπεται, και πρότεινε ότι η ενέργεια (δράση, σχέση) μας φανερώνει την ουσία και το υποκείμενο, ακόμα και το υπερβατικό υποκείμενο. Πέρα από την αυτονόητη θεολογική διάσταση, η Παλαμική πρόταση μας οδηγεί σ’ενα άλλο τρόπο άρθρωσης της ανθρώπινης σκέψης και πρακτικής. Μπροστά μας ξετυλίγεται ένας κόσμος σαν δίκτυο σχέσεων και γεγονότων, και ο Παλαμάς αποδεχόμενος τον κόσμο μας οδηγεί πέρα από τον κόσμο. Η Παλαμική επιστημολογία μας ανοίγει ένα καινούριο δρόμο αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων: η ετερότητα, η σχέση γλώσσας και κόσμου, η λογική και τα όρια της, η σημειολογία της μοντέρνας φυσικής, το πρόσωπο και η κοινωνία, η πολιτική και η κρίση της νεωτερικότητας. Κατά ένα παράδοξο και υπόρρητο τρόπο η Παλαμική σκέψη του 14ου αιώνα συνδιαλέγεται με τους προβληματισμούς του 20ου και 21ου αιώνα. Τα θέματα που εγείρει η Παλαμική επιστημολογία συζητήθηκαν σε δύο ελληνοϊταλικές συναντήσεις στη Βενετία και την Θεσσαλονίκη και τα πρακτικά των συναντήσεων αυτών περιέχονται στο παρόν βιβλίο.

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ



Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον...

1. Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς.

Πρέπει δε να τα έχωμε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερώμαστε έτσι, ώστε και να πιστευώμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι», λέγει, «επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του». Πώς λοιπόν πιστεύσας εδικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεσι για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες oι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάση, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθη η υπόσχεσις. Και χωρίς ν' αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνη αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ εθεωρούσε αυτήν την δι' αυτού υπόσχεσι βέβαιη και έγκυρη.

2. Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψι, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Εάν λοιπόν σπεύδωμε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθή για την δικαίωσί μας.3. Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρη για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός εγεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ' αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν' αντιδώση γι' αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό. Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεόν οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.

4. Γι' αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλουσίους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν. Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».

5. Ότι λοιπόν πιστεύομε αληθινά τον Θεό, δηλαδή αναγνωρίζομε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες ή απειλές του προς εμάς, και περιμένομε να εκδηλωθούν γρήγορα, δεικνύεται διά των αγαθών μας έργων και της τηρήσεως των θείων εντολών. Ότι δε ορθώς πιστεύομε στον Θεό, δηλαδή καλώς και ασφαλώς και ευσεβώς φρονούμε γι' αυτόν, από που προέρχεται η απόδειξις; από την συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες μας. Ότι δε το να εμπιστευώμαστε αδιαψεύστως τον Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού, αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που θέλγουν και παρασύρουν κάτω προς τις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύωμε ορθώς στον μόνο αληθινό Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από την άγνοια και από τις υποβολές του Αντικειμένου, αλλά και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που τον αρπάζουν και τον ρίπτουν μαζί τους κάτω προς την δική τους απώλεια. Είναι όμως στη διάθεσί μας, για κάθε μια από τις περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, όχι μόνο από τον ίδιο τον Θεό και την από αυτόν δοσμένη σ' εμάς γνωστική δύναμι, αλλά και από τους αγαθούς αγγέλους και από τους θεοσεβείς ανθρώπους που ζουν κατά το θέλημα του Θεού.

6. Γι' αυτό η πνευματική και κοινή μητέρα και τροφός μας, η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα αφ' ενός μεν αντικηρύσσει ολοφανέστερα και δημοσιώτερα αυτούς που έλαμψαν κατά την ευσέβεια και αρετή και τις πανίερες συνόδους των και τα θεία δόγματα που διατυπώθηκαν σ' αυτές, αφ' ετέρου δε αποκηρύσσει επισημότερα τους οπαδούς της δυσσεβείας και τα πονηρά διδάγματα και φρονήματά τους· έτσι ώστε εμείς αυτούς μεν αποστρεφόμενοι, τους δε ορθοδόξους ακολουθώντας, να πιστεύωμε σ' ένα Θεό, Πατέρα, Υιό και άγιο Πνεύμα, από τον οποίο και δια του οποίου και στον οποίο έγιναν τα πάντα, ο οποίος υπάρχει πριν από όλα και επάνω σε όλα και μέσα σε όλα και υπεράνω του παντός, μονάς σε τριάδα και τριάς σε μονάδα, ασυγχύτως ενουμένη και αμερίστως διαιρούμενη· μονάς η ίδια και τριάς παντοδύναμη.

7. Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα τής θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολεύς ενός αγίου Πνεύματος· πάντοτε ων και πάντοτε ων Πατήρ και πάντοτε ων μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς.

8. Του οποίου ένας είναι Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· πάντοτε ων και πάντοτε ων Υιός και πάντοτε ων ασυγχύτως προς τον Θεό· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού εκυοφορήθηκε από την αειπάρθενη Μαρία μ' ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, εγεννήθηκε κι' ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την ανάστασι επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας από τα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το φύραμά μας, με το οποίο πρόκειται να έλθη πάλι ενδόξως να κρίνη ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του. Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό τούτο το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον εγέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντας αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνησι τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχομε σ' αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.

9. Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωσι και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξι από τον Πατέρα και αποστέλλεται δια του Υιού, για την έναρξι αιωνίας ζωής, γι' αρραβώνα των μελλοντικών και πάντοτε διατηρουμένων αγαθών που είναι κι' αυτό αίτιο όλων των δημιουργημάτων, διότι σ' αυτό έγιναν όλα, το ίδιο και απαράλλακτο με τον Πατέρα και τον Υιό, χωρίς την αγεννησία και τη γέννησι. Εστάλθηκε δε από τον Υιό προς τους μαθητάς του, δηλαδή εφανερώθηκε· διότι πως αλλοιώς θα εστελλόταν το παντού παρόν και μη χωριζόμενο από τον πέμποντα; Γι' αυτό όχι μόνο από τον Υιό, αλλά και από τον Πατέρα στέλλεται και από τον εαυτό του έρχεται· διότι η αποστολή, δηλαδή η φανέρωσις, είναι κοινό έργο Πατρός, Υιού και Πνεύματος.

10. Φανερώνεται δε όχι κατά την ουσία, διότι κανείς ποτέ δεν είδε ούτε απεκάλυψε την φύσι του Θεού, αλλά κατά τη χάρι και τη δύναμι και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Διότι ίδιο στο καθ' ένα από αυτά είναι η υπόστασίς του και τα υποστατικώς γύρω από αυτήν παρατηρούμενα- κοινά δε αυτών δεν είναι μόνο η αφανέρωτη και υπερώνυμη και αμέθεκτη ουσία, αλλά και η χάρις και η δύναμις, η ενέργεια και η λαμπρότης, η αφθαρσία και η βασιλεία, και όλα εκείνα, διά των οποίων κοινωνεί κι' ενώνεται κατά χάρι με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους ο Θεός, χωρίς να εκπίπτη από το ενιαίο και την απλότητα ούτε εξ αιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων ούτε εξ αιτίας του μεριστού και ποικίλου και θείων δυνάμεων και ενεργειών. Έτσι πιστεύομε σ' ένα Θεό, σε μια τρισυπόστατη και παντοδύναμη θεότητα και ανακηρύσσομε αυτούς που με τέτοια πίστι ευαρέστησαν τον Θεό, ενώ αυτούς που δεν πιστεύουν με όμοιο τρόπο, αλλά ή εγκαινίασαν ιδιαίτερη αίρεσι ή ακολούθησαν μέχρι τέλους τους αρχηγούς της, τους απορρίπτομε. Να γνωρίζετε δε τούτο, αδελφοί, ότι τα πονηρά πάθη και τα δυσσεβή δόγματα αλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω της δικαίας εγκαταλείψεως από τον Θεό.

11. Ότι λοιπόν το μεγάλο πλήθος των αμαρτιών διαπράττονται δια της δυσσεβείας, μας το εδίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας περί των Ελλήνων «επειδή δεν εφρόντισαν να επιγνώσουν τον Θεό», «άλλ' ενώ εγνώρισαν τον Θεό, δεν τον εδόξασαν ούτε τον εσεβάσθηκαν ως Θεό», «τους παρέδωσε ο Θεός σε νου αδόκιμο, ώστε να πράττουν τα ανεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε αδικία, πορνεία, πλεονεξία, και τα παρόμοια». Ότι δε πάλι δια της αμαρτίας εισάγεται η δυσσέβεια, η απόδειξις παρέχεται από πολλούς που το έπαθαν αθλίως. Ο Σολομών εκείνος, αφού παρέδωσε τον εαυτό του στις σαρκικές επιθυμίες, ωλίσθησε σε ειδωλολατρία. Ο Ιεροβοάμ, αφού ενικήθηκε από άκρα φιλαρχία, εθυσίασε στις χρυσές δαμάλεις. Ο προδότης Ιούδας αρρωστημένος από φιλαργυρία, περιέπεσε στη θεοκτονία.

12. Γι' αυτά λοιπόν, επειδή και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά και ανενέργητη, και τα έργα χωρίς πίστι είναι μάταια και άχρηστα, η χάρις του Πνεύματος σήμερα στον σεπτό καιρό της νηστείας και της ενάρετης ασκήσεως συνεδύασε την ανακήρυξι των ορθοτομούντων τον λόγο της ευσεβείας και την αποκήρυξι εκείνων που δεν εδιάλεξαν την ορθοδοξία, έτσι ώστε εμείς, σπεύδοντας και στα δυό συνδυασμένα, και την πίστι να επιδείξωμε με τα έργα και των κόπων το κέρδος να αποκτήσωμε διά της πίστεως.

13. Όχι δε μόνο εισάγονται δι' αλλήλων τα πονηρά πάθη και η δυσσέβεια, αλλά και ομοιάζουν μεταξύ τους. Και θα ειπώ λίγα προς την αγάπη σας για τους ετεροδόξους που αναφάνηκαν στην εποχή μας. Όπως ο Αδάμ, αφού έλαβε εξουσία από τον Θεό να τρώγη από κάθε δένδρο του παραδείσου, δεν αρκέσθηκε σ' όλα εκείνα, αλλά πειθόμενος στη συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, έφαγε από το μόνο δένδρο που είχε προσταχθή να μη το εγγίση, έτσι συμβαίνει και με εμάς· ενώ τα υπάρχοντα στο Θεό αγαθά και οι πραγματικά αγαθοπρεπείς δωρεές προτίθενταν από αυτόν για μέθεξι στους θέλοντας, συμφώνως προς τον ειπόντα «όλα όσα είναι ο Θεός θα είναι και ο θεωμένος διά της χάριτος, χωρίς την ταυτότητα κατά την ουσία», υπάρχουν μερικοί που διδάσκουν ότι εμείς μετέχομε και της ιδίας της υπερουσίου ουσίας και ισχυρίζονται ότι μπορούν να την ονομάζουν αυθεντικώς, και μιμούμενοι τον αρχέκακο όφι, παρερμηνεύουν και διαστρέφουν τα λόγια των αγίων, όπως εκείνος τα του Θεού. Αλλά εμείς, αφού ελάβαμε δύναμι από τον Κύριο να πατούμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς και σε κάθε δύναμι του εχθρού, αφού συντρίψωμε εύκολα κάθε μηχανή και παγίδα του, είτε κατά της ευσεβείας είτε κατά της ευσεβούς διαγωγής και φανούμε νικηταί εναντίον του σε όλα, θα επιτύχωμε τους ουράνιους και άφθαρτους στεφάνους της δικαιοσύνης, μέσα στον Χριστό, τον αδέκαστο κριτή και δοτήρα των ανταμοιβών.

14. Σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.

Γένοιτο.

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ


Ομιλία του Άγιου Γρηγορίου του Παλαμά για την θεραπεία του Παραλυτικού της Καπερναούμ.
1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λόγια, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοείτε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3, 21).

Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21).
Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξουσία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτητη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.

2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυτούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συνήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν.

Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορνεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μάλιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας.

Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι, έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυτούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοιλίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.

3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρόνος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών.

Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώπων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ περισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως.

Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, είναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρχουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση;

Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.

4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισσότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγγείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26).

Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματθαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12).

Πραγματικά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρασμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη.

Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκησε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).

5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευχής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλθε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες.

«Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς είχαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύθυνε προς αυτούς τον λόγο.

Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθελε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).

6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι.

Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχαρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει.

Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δικαιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.

7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην.

Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χάριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κάποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αιτίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό.

Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγατέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυτών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχοπαθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν παράλυτος στο σώμα.

Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμπρός στον Κύριο.

Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμματα στην πίστι.

8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44).

Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογισμούς του παραλύτου.

Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύνοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θεραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύναμι έχει.

Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της αμαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.

10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού;

Ο δε Κύριος, γνωρίζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;».

Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλιστα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι.

Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών.

Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».

11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άνθρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9).

Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολούθησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι».

Η μεν άφεσις των πταισμάτων με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού.

Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαίνει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή.

Διότι ο καθένας από τους προσκολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενικής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυχής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνάμεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό.

Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επάνω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρισκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα.

Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσσερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.

13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθηκαν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11).

Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και την θεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμβάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος.

Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.

14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο.

Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τούτο, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς.

Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλμούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια.

Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέχει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτεινό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού.

15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που αναπέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμίζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.

16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν;

«Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφοντας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων;

Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό καθώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;

17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34).

Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυσιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθιστώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης.

Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβάζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).

18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αισθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρίπτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πραγματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.

19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.