Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα,
αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πως δηλαδή στο
πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο «αδιαιρέτως, ατρέπτως,
ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπος ήλθε σε πραγματική κοινωνία με
τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και
μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπος.
Ο
Υιός και Λόγος του Θεού συνεχίζει να είναι υποστατικά ενωμένος με το
σώμα Του και σαν κεφαλή της Εκκλησίας είναι πάντοτε ενωμένος μαζί μας
(Ματθ. ιη' 20. κη' 20). Την παρουσία του Χρίστου ενεργοποιεί το Άγιο
Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας (Α' Κορ. ιβ' 3), γι' αυτό και η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15. Πρβλ. Α' Κορ. β' 7-11).
Στο σώμα του Χρίστου, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία μας πίστη «άπαξ», μια για πάντα- όποιος δεν ανήκει σ' αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την αγία Γραφή (Β' Θεσ. γ' 6. Β' Πέτρ. γ' 16. Ιούδα 3-4). Μ'
αυτή την έννοια η ιερή παράδοση είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή
μνήμη της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β' Τιμ.
α' 13-14).
Ηαγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη
από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής
παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοση της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ.
μγ' 2 / μδ' 1. Ιωήλ α' 3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πως δεν περιέχει
την πληρότητα των λόγων και των έργων του Χριστού (Ιω. κα' 25).
Η
ίδια η αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ. κα' 14-15. Ματθ. β'
23. Πράξ. κ' 35. Β' Τιμ. γ' 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τους
μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πως θα
βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. κη' 20) και ότι θα τους αποστείλει
το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ιω. ιδ' 16), να τους διδάξει
και να τους υπενθυμίσει το κήρυγμα Του (Ιω. ιδ' 25-26), να τους οδηγήσει
«εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ' αυτούς το βαθύτερο νόημα των
λόγων του Χρίστου, όλα εκείνα που με τις δικές τους δυνάμεις δεν
μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. ιστ' 12-15).
Αλλά
και οι απόστολοι δεν περιορίσθηκαν στα γραπτά κείμενα- μετέδωσαν στους
πρώτους χριστιανούς πολύ περισσότερα από εκείνα που κατέγραψαν «διά
χάρτου και μελάνης» (Β' Ιω. 12. Γ' Ιω. 13-14. Α' Κορ. ια' 34). Μερικά
από τα γραφόμενα αποδείχθηκαν ότι έχουν καιρική σημασία, γιατί δεν
διατηρήθηκαν στη Εκκλησία: ο αριθμός των διακόνων (Πραξ. στ' 3), το
τάγμα των χηρών (Α' Τιμ. ε' 9), το κάλυμμα των γυναικών (Α' Κορ. ια' 5),
το νίψιμο των ποδιών (Ιω. ιγ' 14).
Στο
κέντρο της αγίας Γραφής είναι το πρόσωπο του Χριστού (Ιω. ε' 38-39.
Γαλ. γ' 24), χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αγία Γραφή
(Β' Κορ. γ' 14). Έτσι η ενότης στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στη
Εκκλησία, εξασφαλίζει την καθαρότητα της ευαγγελικής αληθείας (Α' Τιμ.
γ' 15). Η
αγία Γραφή δεν απευθύνεται σε διασκορπισμένα άτομα, αλλά σε πιστούς,
που είναι συγκροτημένοι σε ένα σώμα. Η ιερή παράδοση είναι η ατμόσφαιρα
μέσα στη όποια το σώμα ζει και κατανοεί ορθά την αλήθεια, είναι η διαρκής εμπειρία της Εκκλησίας, η συνείδηση της, όχι προσωπικές γνώμες, διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων (πρβλ. Ήσ. κθ' 13. Ματθ. ιε' 3.4.9. Μάρκ. ζ' 8. Κολ. β' 8).
Πριν λίγες
μέρες σας μίλησα για την οργή, ένα πάθος που όλοι μας έχουμε. Υπάρχουν
αρκετοί χριστιανοί που σκέφτονται και λένε το εξής «Δεν είναι τόσο
μεγάλο πάθος η οργή, αφού ο ίδιος ο Θεός οργίζεται». Πράγματι υπάρχουν
στην Αγία Γραφή αρκετά χωρία όπου γίνεται λόγος για την οργή και τον
θυμό του Θεού. Στον έκτο ψαλμό διαβάζουμε, «Κύριε, μη τω θυμώ σου
ελέγξεις με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» (Ψα. 6, 2). Όπως βλέπετε
αυτός ο ψαλμός του Δαβίδ πραγματικά μιλάει για την οργή και τον θυμό του
Θεού. Άραγε έχουν δίκαιο αυτοί που δικαιολογούν το πάθος τους, λέγοντας
ότι και ο Θεός οργίζεται;
Όχι,
καθόλου δεν έχουν δίκαιο, δεν κατανοούν κάτι που εμείς πρέπει να το
ξέρουμε πολύ καλά. Όχι μόνο σ' αυτό τον ψαλμό του Δαβίδ, αλλά και σε
πολλά άλλα σημεία υπάρχουν στην Αγία Γραφή οι ανθρωπομορφικές
παραστάσεις. Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Θεός έχει το κεφάλι, τα αυτιά, τα
μάτια, τα χέρια, τα πόδια και τους μυς. Ότι κινείται, κοιμάται και
ξυπνάει, κάθεται και περπατάει. Όλα αυτά όμως δεν πρέπει να τα
καταλαβαίνουμε κυριολεκτικά, αλλά να βλέπουμε την συγκατάβαση του Θεού
προς την δική μας ανθρώπινη αδυναμία.
«Πνεύμα ο
Θεός» (Ιω. 4, 24). Ο Θεός είναι απερίγραπτος, ακατανόητος, μπροστά του
τρέμουν οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι. Δεν έχει, βέβαια, ο Θεός την μορφή
άνθρωπου. Δεν έχει ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια, διότι αυτά είναι τα
μέλη του ανθρωπίνου σώματος και ο Θεός είναι Πνεύμα. Τότε γιατί η Άγια
Γραφή έτσι τον περιγράφει;
Διότι
προσαρμόζεται στην αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας. Επειδή οι
δυνατότες του νου μας είναι πολύ περιορισμένες και ο νους μας είναι πολύ
στενός, γι' αυτό μπορούμε να σκεφτόμαστε μόνο ανθρωπομορφικά. Δεν
μπορεί η σκέψη μας να είναι εντελώς ελεύθερη από τις ανθρωπομορφικές
παραστάσεις. Πώς μπορούμε να φανταστούμε τον Θεό, το Άγιο Πνεύμα,
Παντοδύναμο και Παντογνώστη; Γι' αυτό ακριβώς το λόγο και περιγράφεται ο
Θεός στην Αγία Γραφή ανθρωπομορφικά.
Όμως σε
καμμία περίπτωση δεν πρέπει να καταλαβαίνουμε τις περιγραφές αυτές
κυριολεκτικά. Όταν διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι ο Θεός έχει μάτια και
αυτιά, ότι βλέπει και ακούει δεν πρέπει να έχουμε στο νου μας δικά μας
ανθρώπινα μάτια και αυτιά, αλλά να καταλαβαίνουμε ότι έτσι εκφράζεται η
παντα¬χού παρουσία του Θεού και η παγγνωσία του.
Όταν
ακούμε για τα αυτιά και τα μάτια του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι
γι' Αυτόν δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, ότι χωρίς να έχει μάτια και αυτιά τα
βλέπει και τα ακούει όλα βλέπει την καρδιά του κάθε ανθρώπου και ακούει
κάθε λέξη και κάθε σκέψη μας.
Όταν διαβάζουμε
για τα χέρια και τα πόδια του δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως ο Θεός έχει
χέρια και πόδια. Αλλά να το καταλαβαίνουμε συμβολικά ότι δηλαδή ο Θεός
δεν παύει ποτέ να ενεργεί. «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ
εργάζομαι» (Ιω. 5, 17).
Το
έργο αυτό του Θεού η Αγία Γραφή το δηλώνει συμβολικά με τη λέξη «χέρια»
διότι σύμφωνα με τη δική μας ανθρώπινη αντίληψη όλα όσα γίνονται
γίνονται με τα χέρια. Όταν ακούμε για τα πόδια του Θεού δεν πρέπει να
σκεφτόμαστε πως ο Θεός περπατάει όπως περπατάμε εμείς οι άνθρωποι και
πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Ο Θεός είναι Πνεύμα και είναι
πανταχού παρών. Δεν έχει ανάγκη να πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο
γιατί βρίσκεται παντού. Γι' αυτό δεν χρειάζεται πόδια.
Τα
πόδια, λοιπόν, του Θεού δηλώνουν την πανταχού παρουσία του. Πρέπει να
ξέρουμε ότι Αυτός βρίσκεται πάντα και παντού σε κάθε τόπο, σε όλο το
σύ¬μπαν. Ότι προνοεί για όλα και φροντίζει για την δημιουργία του. Την
Θεία Πρόνοια και την Θεία Οικο¬νομία πρέπει να φέρνουμε στο νου μας κάθε
φορά όταν ακούμε για τα χέρια και τα πόδια του Θεού.
Όταν
διαβάζουμε για τον βραχίονα του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι η
λέξη αυτή δηλώνει την δύναμη του Θεού. Όπως και για έναν άνθρωπο που
έχει δυνατά χέρια εμείς λέμε ότι είναι δυνατός. Αυτό λοιπόν να το
θυμόμαστε πάντα και να μην υποκύπτουμε στον πειρασμό να βλέπουμε τον Θεό
ανθρωπομορφικά. Ο Θεός είναι μέγας, ακατανόητος και απερίγραπτος. Είναι
αείδιος, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανάγαθος και δίκαιος!
Να
το θυμόμαστε λοιπόν και έτσι να Τον βλέπουμε. Και τότε κανείς δεν θα
μπορέσει να πει ότι έχει δικαίωμα να οργίζεται επειδή και ο ίδιος ο Θεός
οργίζεται. Να το θυμόμαστε και να αλλάξουμε τις ανθρωπομορφικές μας
ιδέες περί Θεού, διότι έτσι βλέπουν τον Θεό οι ειδωλολάτρες, οι όποιοι
προσκυνούν τα είδωλα είτε με τη μορφή ανθρώπου, είτε των διαφόρων ζώων
και τεράτων, όπως το βλέπουμε ακόμα και σήμερα στους ναούς των
ινδουιστών.
Να μην ξεχνάμε, λοιπόν, ότι ο Θεός μας είναι ά¬πειρος και ακατανόητος, ότι είναι Πνεύμα....
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ - ΤΟΜΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Και
ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι
πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις
σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). Γιατί έκαναν στον Κύριο
Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με
θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος
σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε
το λαό».
Την
απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς άλλος δεν θα
μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που δεν είχε
εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους αρχιερείς και
τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε να κάνει θα
ήταν να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Ο Χριστός δεν τους απάντησε ευθέως.
Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμεναν. Αντί να δικαιολογεί τον
εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να δικαιολογούσαν την
εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και τους αναγκάζει να
παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ' αυτά που λένε.
Τους
είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν
ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ
ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ' εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, έξ
ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ
ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως
προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και
αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ'
αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να
αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και
αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον
ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι' αυτό Του είπαν μόνο" «ουκ οίδαμεν».
Ήξεραν,
ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το
βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με
καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με
προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι
αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού
ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί
απ' αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι
ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον
εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να
πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε
ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός
μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε
στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».
Οι
άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια,
δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα
εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους
στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει·
παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη
δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους
τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν
Αυτόν. Γι' αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια...
Ο
Θεός έπλασε τον άνθρωπο και του έδωσε τη δυνατότητα της κοινωνίας με το
Δημιουργό μέσω της άκτιστης θείας χάρης, δηλαδή μέσω της ζωοποιού
ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.
Σ'
αυτό το περιβάλλον της θείας αγάπης ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να
καλλιεργήσει την κοινωνία, αναπτύσσοντας ελεύθερη και ανιδιοτελή αγάπη
προς τον Θεό και τον πλησίον. Επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος έπρεπε να
φθάσει στην τελειότητα, μένοντας ελεύθερα στο περιβάλλον του Θεού,
έχοντας όμως πάντοτε τη δυνατότητα και να την αρνηθεί.
Δυστυχώς
ο άνθρωπος, με την απάτη τού Διαβόλου, αρνήθηκε την αγαπητική σχέση με
τον Θεό και απομακρύνθηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα
να γίνει νεκρός πνευματικά, αφού ο ίδιος χωρίσθηκε από τη ζωοποιό
ενέργεια του Θεού.
Ο φυσικός θάνατος πού ακολούθησε τον πνευματικό ήταν φυσικό αποτέλεσμα της αμαρτίας. Έτσι ο θάνατος μπήκε στη ζωή του ανθρώπου σαν παράσιτο, σαν αποτέλεσμα ελεύθερης πράξης του ανθρώπου: του χωρισμού του από τον Θεό (πρβλ Ιω. γ' 36, η' 51. Α' Ιω. γ' 10-14).
Ο
Θεός δεν εμπόδισε τον θάνατο, τον επέτρεψε για να μη γίνει αθάνατο το
κακό, για να δώσει στον άνθρωπο ευκαιρία μετανοίας, για να αναπλάσει τον
άνθρωπο και να τον αναδείξει νέα δημιουργία εν Χριστώ. (Β' Κορ. ε' 17.
Γαλ στ' 15). «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπετε επ' απωλεία
ζώντων» (Σοφ. Σολ. α' 13).
Ο
Θεός βέβαια θα μπορούσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο ηθικά τέλειο, ώστε
να μη απομακρυνθεί από την αγάπη Του, τούτο όμως θα του αφαιρούσε την
ελευθερία, τη δυνατότητα δηλαδή να εκλέξει ελεύθερα την αθανασία, χωρίς
να βιάζεται από κανένα.
Αυτά φανερώνουν πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει διαχωρισμό μεταξύ δημιουργίας και πτώσης του κόσμου με την απάτη του Σατανά.
Με
την πτώση ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη θεία ζωή. Έχασε την
αφθαρτοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και η φύση του αρρώστησε. Έτσι
«δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της
αμαρτίας ο θάνατoς, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, εφ'
ω πάντες ήμαρτον», δηλαδή όλοι οι άνθρωποι αμάρτησαν εξ αιτίας του
φόβου του θανάτου (Ρωμ. ε' 12).
Η
σωτηρία του ανθρώπου συνίσταται στην αποκατάσταση της αθανασίας, δηλαδή
στην επαναφορά του ανθρώπου στην κοινωνία του Θεού, μέσω των άκτιστων
θείων ενεργειών.
Κατά
την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το
άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό
διακρίνεται από το Χριστιανικό βάπτισμα (Πράξ. ιθ' 3-5). Το Χριστιανικό
βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου
Πνεύματος (Ματθ. κη' 19)
Με
το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα
της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού
Χριστού (Γαλ γ' 26-29. Ρωμ. η' 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν
υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού
ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ'
3-5.
Το
Χριστιανικό Λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ'
16. Α' Πέτρ. γ' 20-21). Μ' αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και
αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β' 38. Ρωμ. στ' 1-11. Τίτ. Υ' 5).
Με
το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε
«τέκνα Θεού» (Ρωμ. η' 5-11. Γαλ δ' 5-6), γιατί με το βάπτισμα
εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β' 41.47. Α' Κορ.
lβ' 13. Γαλ Υ' 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα... μία πίστις, ένα
βάπτισμα» (Εφεσ. δ' 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της
αληθείας» (Α' Τιμ. Υ' 15), ερμήνευσε το Ιω. γ' 3-5 σε αναφορά με το
άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος
(†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ' 3-5' μάλιστα το
χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α' 61). Ο Ωριγένης (185-254)
Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν
τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ', 10). Ο
Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα
η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, 'εάν τις δεν
αναγεννηθεί εξ ύδατος', δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ.
Άθανάσιος αναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος «τον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ',13). (295-373)
Αλλά
και στην εποχή των μεγάλων πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο
ερμήνευσε τούς Λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την
αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω.
γ' 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχείαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον
δημιουργίας τρόπον... εξ ύδατος και Πνεύματος», «και αν ερωτήση κανείς
‘πως από ύδωρ;', τότε πρέπει να δοθεί η απάvτηση: Όπως ακριβώς εις την
αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτό το χώμα και το παν ήτο έργο
του Δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον
στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος'» (Χρυσ., Εις
τό Ιω., ομιλ ΚΕ' 2).
τον Πρωτοπρ. Κυριακού Τσονρού, Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων (α' μέρος)
Η
απελευθέρωση ενός θύματος από τα δεσμά της πλάνης (αίρεσης ή
παραθρησκείας) είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Είναι πρωτίστως ένας
ολοκληρωτικός συγκλονισμός του ίδιου του θύματος, που χωρίς την Χάρη του
Χριστού μπορεί να οδηγηθεί στην καταστροφή και την απόγνωση. Δεν είναι
σπάνιο η απογοήτευση από την διάψευση των ονείρων και των ελπίδων που
είχε στηρίξει ο οπαδός στον «αρχηγό» (γκουρού ή μεσσία) και στην ομάδα
του να τον οδηγήσουν σε απεγνωσμένες ενέργειες και σε πράξεις
αυτοκαταστροφής.
Είναι
ακόμη δύσκολη η θέση της οικογένειας που έχει το πρόβλημα, αφού
έντεχνα καλλιεργήθηκε από την «ομάδα» στην ψυχή του οπαδού η πεποίθηση
ότι η οικογένειά του και όσοι της συμπαραστέκονται είναι οι «εχθροί».
Είναι
τέλος δύσκολη και λεπτή η θέση εκείνων που θα θελήσουν να
συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν στην απεξάρτηση του θύματος και στην
επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα στην Εκκλησία.
Στην
μακρόχρονη ενασχόλησή μας με την αντιμετώπιση πολλών τέτοιων
περιπτώσεων έχομε διαπιστώσει στην πράξη πόσο επίπονο και δυσχερές είναι
το έργο αυτό. Είναι αναμφισβήτητο ότι απαιτείται γι' αυτό βαθειά γνώση
του γενικωτέρου σκηνικού της σύγχρονης πλάνης, των μεθοδεύσεων και των
τεχνικών που χρησιμοποιούν οι ποικίλες αιρέσεις και ιδιαίτερα του
τρόπου «χειρισμού» των θυμάτων τους. Και πάνω απ’ όλα απαιτούνται
μεγάλη υπομονή και επιμονή, στοργή, αληθινή αγάπη, κατανόηση, διάλογος,
αληθινή φροντίδα, διάθεση πολλού χρόνου και θερμή προσευχή.
Η
προσπάθεια εξ άλλου της Εκκλησίας μας είναι, όχι μόνο να απελευθερώσει
ένα θύμα από τα θανατηφόρα ενίοτε δίκτυα της σύγχρονης πλάνης, αλλά
και να το επανεντάξει υγιώς στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην Εκκλησία.
Μόνο τότε θα είναι βέβαιο ότι το τραυματισμένο και ταλαιπωρημένο από
την αίρεση άτομο θα νοιώσει την αγάπη του Χριστού και των εν Χριστώ
αδελφών του, θα βρει το «νόημα της ζωής» και θα μπορέσει να αναπνεύσει
ελεύθερα και να ζήσει θεραπευμένο από τις πληγές του.
Και
δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι το πρώην θύμα κουβαλά μαζί του
ένα σωρό διεστραμμένες διδαχές της οργάνωσης στην οποία ανήκε,
ατέλειωτα ερωτηματικά, αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Ακόμη, έχει
καλλιεργηθεί μέσα του το αίσθημα της ενοχής για το ενδεχόμενο
αποχώρησής του από την ομάδα, μετά τον «πνευματικό βιασμό» και τις
απειλές που έχει υποστεί μέσα σ' αυτή.
Γι'
αυτό η απελευθέρωση ενός θύματος της πλάνης είναι μια ηρωική πράξη,
πρωτίστως γι' αυτό το ίδιο το θύμα και συγχρόνως γεγονός χαρμόσυνο για
όλους όσους εγνώρισαν και έζησαν την περιπέτεια του.
Μέσα
από τις σελίδες του περιοδικού μας έχομε αναφερθεί πολλές φορές στις
αρνητικές συνέπειες στα άτομα, στην οικογένεια και στο κοινωνικό σύνολο
από την δραστηριότητα των αιρέσεων. Έχομε ακόμη καταγράψει τις γνώμες
πολλών εμπειρογνωμόνων για τον τρόπο απεξάρτησης των θυμάτων από τα
«ψυχοναρκωτικά» των νεοφανών αιρέσεων. Πρωτοπόρος στον τομέα αυτό, -
θεωρητικά με τα βιβλία του και πρακτικά με την ποιμαντική μέριμνά του -
υπήρξε ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος .
Στο
παρόν άρθρο θα μεταφέρομε μια ομολογία που μας κατέθεσε ένας
«απελεύθερος» οπαδός της πλάνης. Μέσα σ' αυτή την ομολογία καταγράφονται
και επιβεβαιώνονται, στην πράξη, όσα κατά καιρούς υποστηρίξαμε για τις
μεθόδους δραστηριότητας των αιρέσεων. Στο κείμενο αυτό φαίνονται
καθαρά οι αρνητικές και επικίνδυνες συνέπειες πάνω στα θύματα των
αιρέσεων από την ένταξή τους στις διάφορες αιρετικές και
παραθρησκευτικές ομάδες, αλλά προβάλλει και η ελπίδα που πάντοτε
υπάρχει για κάθε θύμα να βρει το θάρρος και να ζήσει τη στιγμή της
απελευθέρωσης του από τα δεσμά της δουλείας, στην οποία είχε βρεθεί,
πιθανώς από άγνοια και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς είχε κάνει.
Εμείς
δημοσιεύομε εδώ την ομολογία αυτή, όχι μόνο γιατί επιβεβαιώνει τις
θέσεις μας και τις απόψεις μας για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την
ένταξη νέων κυρίως ανθρώπων στις ομάδες της σύγχρονης πλάνης, αλλά και
διότι, αφ' ενός μεν, θα βοηθήσει στο να φανεί, μέσα από την πράξη, το
μέγεθος της απειλής από τη δραστηριότητα των ομάδων αυτών και, αφ'
ετέρου, θα δώσει την ελπίδα - σε όσους ζουν με το πρόβλημα - ότι
πάντοτε, με τη χάρη του Κυρίου Ιησού, υπάρχει φως στο σκοτεινό τούνελ
της αίρεσης, στο οποίο οι ίδιοι έχουν εγκλωβιστεί ή τα μέλη της
οικογενείας τους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν συνιστούν τον κατά μέτωπο αγώνα
εναντίον των πονηρών λογισμών. Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως
όποιος προσπαθεί να παλαίψει εναντίον του δαίμονος της βλασφημίας μ'
αυτό τον τρόπο μοιάζει μ' εκείνον που επιχειρεί να συλλάβει την αστραπή
με τα χέρια του. Διότι, λέγει, πως είναι δυνατόν να συλλάβει ή να
αντειπεί ή να παλέψει κανείς εναντίον εκείνου που έρχεται στην καρδιά
ξαφνικά σαν άνεμος, που είναι τα λόγια του γρηγορότερα από την ριπή του
οφθαλμού και που αμέσως γίνεται άφαντος;. Εκείνο που αρμόζει στο
λογισμό που έρχεται από έξω από τον άνθρωπο, είναι η περιφρόνηση, όχι η
κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Γι' αυτό και ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνεχίζει:
Εκείνος
που είναι κλεισμένος σ' ένα σπίτι, ακούει τα λόγια αυτών που περνούν
απ' έξω, χωρίς να συνομιλή μαζί τους. Παρομοίως και η ψυχή που ζη με
αυτοσυγκέντρωση, ταράσσεται ακούοντας τις βλασφημίες που προφέρει
διερχόμενος ο διάβολος. Όποιος περιφρονεί τούτον τον δαίμονα,
ελευθερώθηκε από το πάθος. Όποιος σοφίζεται να αγωνισθή εναντίον του
διαφορετικά, στο τέλος νικάται. Διότι εκείνος που προσπαθεί να συλλαβή
τα πνεύματα με λόγια, ομοιάζει με εκείνον που προσπαθεί να κλείση κάπου
τους ανέμους.
Κάποιος εκλεκτός μοναχός, ενοχλημένος είκοσι χρόνους
από τούτον τον δαίμονα, έλειωσε την σάρκα του με νηστείες και
αγρυπνίες. Και αφού δεν είδε από αυτά καμία ωφέλεια, έγραψε το πάθος σε
χαρτί και επήγε και το έδωσε σε κάποιον άγιο άνδρα. Έπεσε δε κατά
πρόσωπον στην γη και δεν μπορούσε να ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα του. Ο
γέροντας μόλις το διάβασε, χαμογέλασε, και αφού σήκωσε τον αδελφόν, του
λέγει: Βάλε, τέκνον μου, το χέρι σου στον αυχένα μου. Αφού το έβαλε ο
αδελφός, του λέγει ο μέγας εκείνος: Ας είναι επάνω στον τράχηλό μου,
αδελφέ, αυτή η αμαρτία, όσα χρόνια την είχες ή θα την έχης ακόμη. Μόνο
εσύ να μην την υπολογίζης πλέον καθόλου. Και ο αδελφός αυτός διαβεβαίωνε
ότι δεν πρόφθασε να βγή από το κελλί του γέροντος και το πάθος έγινε
άφαντο. Τούτο το περιστατικό μού το διηγήθηκε δοξάζοντας τον Θεόν ο
ίδιος αδελφός στον οποίον συνέβη.
Γιά τούτο και εμείς ας τον
περιφρονούμε και ας μην υπολογίζωμε καθόλου τα λεγόμενά του και ας του
λέγωμεν: Ύπαγε οπίσω μου, σατανά., Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και
αυτώ μόνω λατρεύσω (πρβλ. Ματθ. δ' 10)· σού δε επιστρέψει ο πόνος και ο
λόγος επί την κεφαλήν σου και επί την κορυφήν σου η βλασφημία σου
καταβήσεται (Πρβλ. Ψαλμ. ζ' 17) εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι.
Πρέπει να σκεπτόμαστε πως η ευχαρίστηση που προσφέρουν τα πάθη είναι φαινομενική και πρόσκαιρη.
Η υποδούλωση στα πάθη σκοτίζει το νου και ο άνθρωπος νομίζει ότι ο
δρόμος της κακίας είναι ελκυστικός και ευχάριστος. Όμως τα φαινόμενα
εξαπατούν. Όταν λόγου χάρη κάποιος υποδουλωθεί από το φθόνο, γίνεται
πράγματι δυστυχισμένος. Ενοχλείται από το καθετί που έχει σχέση με το
πρόσωπο που φθονεί ή που θυμίζει αυτό το πρόσωπο. Όμως όποιος αποτινάξει
το ζυγό, ο δρόμος της κακίας του φαίνεται ελεεινός και αποκρουστικός,
ενώ ο δρόμος της αρετής εύκολος και αξιαγάπητος. Αυτό το βεβαιώνουν
εκείνοι που ενίκησαν τα πάθη. Όποιος ξερίζωσε το πάθος του φθόνου,
δηλαδή ο άνθρωπος της αγάπης, χαίρεται για το καθετί που έχει σχέση με
το αγαπώμενο πρόσωπο. Ο δρόμος του είναι πολύ πιο εύκολος, πολύ πιο
όμορφος!
Κάθε πρόκληση, που δημιουργεί το πάθος, μας φαίνεται
ευχάριστη· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν
λιπαίνει τον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και
ηκονιμένον μάλλον μαχαίρας διστόμου (Παροιμ. ε' 3-4).
θεώσεως του ανθρώπου και ιερών εικόνων
διδασκαλίας του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Θεολογία ΜΓ, 1-2, σελ. 80-90
Επί
των αυτών γραμμών σκέψεως βαίνει και η περί κακού διδασκαλία του
Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ούτος επαναλαμ- βάνει τας περί κακού αντιλήψεις
της προγενεστέρας αυτού Πατερικής παραδόσεως. Το κακόν μελετάται παρ'
αυτώ μάλλον εκ της θεολογικής και ηθικής αυτού πλευράς, επιμελώς δ'
αποφεύγονται αι σχετικαί ακρότητες του ψευδοδιονυσείου συστήματος.
Αι ιδέαι του χωρίου τούτου είναι σημαντικαί. Η
παντελής κακία δεν υπάρχει εις τα όντα, ούτε ο Θεός, ο όντως ων, είναι
κακός. Ουδέν το πεποιημένον, έχον ως αιτίαν αυτού το αγαθόν, είναι
κακόν. Πάντα τα δεδημιουργημένα όντα είναι καλά, και δη καλά λίαν. Το
κακόν είναι αποβολή και στέρησις εκούσιος των υπό του Θεού τη λογική
κτίσει δεδωρημένων. Είναι μερική έλλειψις του αγαθού. Η κακία ουδέν
έτερον είναι ή των φυσικών δυνάμεων παράχρησις. Είναι παρακοή, ήτοι
στέρησις του υπάρξαντος αγαθού νόμου του Θεού. Είναι παρά φύσιν και
νόμον χρήσις των φυσικών δυνάμεων. Ταύτα πάντα όμως ουδαμώς συνιστώσιν
ουσίαν ιδίαν, αλλ' είναι ημέτερον επιτήδευμα.
Αι αύται περίπου ιδέαι απαντώσιν ανά παν βήμα
εν τοις έργοις του ιερού Πατρός. Ότι το κακόν δεν είναι ουσία, αλλά
στέρησις του αγαθού, εξαίρεται πολλαχώς υπό του Ιωάννου του Δαμάσκηνου.
Ούτως, εν αντιθέσει προς το αγαθόν, όπερ είναι η αυθεντική ύπαρξις και
το μόνον αίτιον πάσης άλλης πραγματικής υπάρξεως, το κακόν είναι
στέρησις του αγαθού, ήτοι της υπάρξεως (2). Ως στέρησις μάλιστα του
αγαθού παραβάλλεται προς το σκότος, όπερ είναι έλλειψις του φωτός. Όπως
δε το αγαθόν είναι φως νοητόν, ούτω και το κακόν είναι σκότος νοητόν
(3). Όπως δε πάλιν το σκότος δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός, ούτω και η
κακία: «Σκότος δε ἐστιν, οὐκ οὐσία τις, ἀλλά συμβεβηκός· φωτός γάρ ἐστι
στέρησις. Ὁ γαρ ἀήρ οὐκ ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτοῦ ἔχει φῶς. Αὐτό οὖν τό
ἐστερῆσθαι τόν ἀέρα φωτός, σκότος ἐκάλεσεν ὁ Θεός· καί οὐχί ἡ οὐσία τοῦ
ἀέρος ἐστί σκότος, ἀλλ' ἡ τοῦ φωτός στέρησις, ὅπερ συμβεβηκός μᾶλλον
δηλοῖ ἤπερ οὐσίαν (4). Η κακία «οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, εἰ μή ἀναχώρησις τοῦ
ἀγαθοῦ· ὥσπερ καί τό σκότος τοῦ φωτός ἐστιν ἀναχώρησις» (5).
Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα
κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το
εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ’ ολοκλήρου η εικόνα με το
πρωτότυπο, δηλαδή με το εικονιζόμενο-γιατί άλλο είναι η εικόνα και άλλο
το εικονιζόμενο-, οπωσδήποτε όμως βλέπει κανείς σ’ αυτά διαφορά, αν και
δεν είναι άλλο τούτο και άλλο εκείνο. Για παράδειγμα λέω το εξής. Η
εικόνα του ανθρώπου, αν και αποτυπώνει τη μορφή του σώματος του, όμως
δεν έχει τις ψυχικές δυνάμεις του, γιατί ούτε ζει ούτε σκέφτεται ούτε
μιλάει ούτε αισθάνεται ούτε κουνάει κάποιο μέλος του. Και ο Υιός, ενώ
είναι φυσική εικόνα του Πατρός, έχει κάποια διαφορά σε σχέση με Αυτόν·
είναι Υιός και όχι Πατέρας. Για ποιο λόγο υπάρχει η εικόνα
Κάθε εικόνα φανερώνει και δείχνει την κρυφή πραγματικότητα. Για
παράδειγμα επειδή ο άνθρωπος δεν γνωρίζει καθαρά ούτε το αόρατο, αφού η
ψυχή του καλύπτεται με σώμα, ούτε εκείνα που θα γίνουν μετά από αυτόν,
ούτε εκείνα που είναι χωρισμένα και απομακρυσμένα τοπικά, αφού ο ίδιος
είναι περιορισμένος τοπικά και χρονικά, γι’ αυτό επινοήθηκε η
εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώση και να του φανερώνει και να του
ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα, και εκείνα βέβαια που είναι καλά
να τα ποθούμε και να τα μιμούμαστε, ενώ τα αντίθετα, δηλαδή τα κακά, να
τα αποστρεφόμαστε και να τα μισούμε.
Πόσα είδη εικόνων υπάρχουν
Υπάρχουν τα εξής είδη εικόνων. Πρώτη λοιπόν εικόνα είναι η φυσική.
Σε κάθε πράγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει το κατά φύση και έπειτα έρχεται
το κατά θέση και μίμηση, όπως για παράδειγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει ο
φυσικός άνθρωπος και έπειτα ο κατά θέση και κατά μίμηση. Πρώτη λοιπόν
φυσική και απαράλλακτη εικόνα του αοράτου Θεού είναι ο Υιός του Πατέρα. “Γιατί το Θεό κανείς ποτέ δεν τον είδε“, και πάλι, “όχι ότι είδε κανείς τον Πατέρα”. Ότι ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα το λέει ο απόστολος·
“Αυτός είναι ακτινοβολία της δόξας και έκφραση της υποστάσεως του”
και ότι στον εαυτό του φανερώνει τον Πατέρα, λέγεται στο κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος είπε “δείξε μας τον Πατέρα, και μας είναι
αρκετό”, και ο Κύριος απάντησε· “τόσο καιρό είμαι μαζί σας, κι ακόμα δεν
με γνώρισες, Φίλιππε; Όποιος είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα”. Ο Υιός
λοιπόν είναι η φυσική και απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα, όμοια καθόλα με
τον Πατέρα, εκτός από την αγεννησία και την πατρότητα· γιατί ο Πατέρας
είναι αγέννητος γεννήτορας, ενώ ο Υιός είναι γεννητός και δεν είναι
Πατέρας. Και το άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού “γιατί κανείς δεν
μπορεί να πει τον Ιησού Κύριο, παρά μόνον με τη δύναμη του αγίου
Πνεύματος”. Με το άγιο Πνεύμα λοιπόν γνωρίζουμε το Χριστό ως Υιό του
Θεού και Θεό σ’ αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα· γιατί από τη φύση του ο λόγος
αναγγέλει τον νου, ενώ το Πνεύμα παρουσιάζει τον λόγο. Το άγιο Πνεύμα
είναι όμοια και απαράλλακτη εικόνα του Υιού, έχοντας μόνο διαφορά στο
εκπορευτό· γιατί ο Υιός είναι γεννητός και όχι εκπορευτός. Και του κάθε
πατέρα όμως ο υιός είναι φυσική εικόνα. Και αυτό είναι το πρώτο είδος
της εικόνας, το φυσικό. Δεύτερο είδος εικόνας είναι ο σχεδιασμός στο Θεό εκείνων που
θα γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια βούλησή του, η οποία είναι
πάντοτε ίδια· γιατί η θεότητα είναι άτρεπτη και η βούληση του
Θεού άναρχη, δηλαδή όπως προαιώνια θέλησε και στον καιρό που εκείνος
όρισε, πραγματοποιούνται όσα ορίστηκαν· διότι ο σχεδιασμός του καθενός
από αυτά που θα γινόταν στο μέλλον από εκείνον είναι εικόνες και
παραδείγματα, που από τον άγιο Διονύσιο ονομάζονται και προορισμοί. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν σχεδιασμένα και εικονισμένα να γίνουν εξάπαντος από αυτόν. Τρίτο είδος εικόνας είναι εκείνος που δημιουργήθηκε κατ’ απομίμηση του Θεού, δηλαδή ο άνθρωπος.
Πώς όμως ο κτιστός δημιουργείται με την ίδια φύση με τον άκτιστο, αλλά
κατ’ απομίμηση; όπως ακριβώς ο νους (ο Πατέρας) και ο Λόγος (ο Υιός) και
το άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, έτσι και ο νους και ο λόγος και το
πνεύμα είναι ένας άνθρωπος, και ως προς το αυτεξούσιο και ως προς την
κυριαρχική εξουσία· γιατί λέει ο Θεός “ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφωνα
με τη δική μας εικόνα και ομοίωση”, και αμέσως πρόσθεσε· “και ας
εξουσιάζουν τα ψάρια της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού” και πάλι” να
εξουσιάζετε τα ψάρια της θάλασσας και τα πουλιά του ουρανού και
ολόκληρη τη γη και να την κατακτήσετε”. Τέταρτο είδος εικόνας είναι η ζωγραφική, η οποία αναπλάθει
σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία
παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι
άγγελοι, επειδή εμείς δεν μπορούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα
ανάλογα προς τις δικές μας παραστάσεις, όπως λέει ο εμβιθρής γνώστης των θείων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Ότι δικαιολογημένα προβάλλονται οι τύποι των ατυπώτων και τα σχήματα
των ασχηματίστων, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι δεν είναι μόνη αιτία το
ότι οι δικές μας παραστάσεις αδυνατούν να οδηγούνται αμέσως στις νοητές
θεωρίες και έχουν ανάγκη από γνωστούς και σύμφωνους προς τη φύση μας
οδηγούς. Αφού λοιπόν ο θείος Λόγος, προνοώντας για τη δική μας αναλογία,
στη προσπάθεια του να μας εξασφαλίσει από παντού με την ανατατική
ικανότητα, παρουσιάζει τα απλά και ατύπωτα με ορισμένους τύπους, για να
μη εικονίσει όσα μπορούν να πάρουν σχήματα ανάλογα προς τη δική μας φύση
και τα οποία, ενώ είναι ποθητά, δεν μπορούμε να τα δούμε επειδή δεν
είναι παρόντα; Λέει λοιπόν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι, αν και κοπιάζει πολύ ο νους, αδυνατεί να ξεπεράσει τα σωματικά.
Βλέπουμε άλλωστε και στα δημιουργήματα εικόνες που μας βοηθούν να
κατανοήσουμε αμυδρά τις θείες εμφανίσεις, όπως για παράδειγμα, όταν λέμε
ότι η αγία Τριάδα, η υπεράρχια, εικονίζεται με τον ήλιο και το φως και
τις ακτίνες, ή με την πηγή που αναβλύζει και με το νάμα που πηγάζει και
με τη ροή, ή με το νου και με το λόγο και με το πνεύμα το δικό μας, ή με
την τριανταφυλλιά και με το τριαντάφυλλο και με την ευωδία. Πέμπτο είδος εικόνας είναι εκείνο που προεικονίζει και προδιαγράφει εκείνα που πρόκειται να συμβούν,
όπως η βάτος και η βροχή πάνω στο μαλλί, που προεικονίζουν την Παρθένο
και Θεοτόκο, αλλά και η ράβδος και η στάμνα, και όπως το φίδι, που
προεικονίζει εκείνους οι οποίοι μέσω του σταυρού εξάλειψαν το δάγκωμα
του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα, το νερό και η νεφέλη, που
προεικονίζουν το πνεύμα του βαπτίσματος. Έκτο είδος εικόνας είναι εκείνο που γίνεται για την ανάμνηση
των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής, με σκοπό τη δόξα και την
τιμή και την ανάδειξη εκείνων που αρίστευσαν και διακρίθηκαν στην αρετή,
ή κάποιας κακίας, με σκοπό να προβληθεί η κατατρόπωση και ο
εξευτελισμός των κακών ανδρών και να ωφελούνται όσοι τα βλέπουν
αργότερα, ώστε τα κακά να τα αποφεύγουμε και να μιμείστε τις αρετές. Και το είδος αυτό της απεικονίσεως γίνεται με δύο τρόπους· με το λόγο που γράφεται στα βιβλία -γιατί και το γράμμα εικονίζει το λόγο, όπως ο θεός χάραξε το νόμο στις πλάκες και πρόσταξε να γραφούν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών- και με την αισθητή θεωρία,
όπως πρόσταξε να τοποθετηθούν στη κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για να
θυμούνται αιώνια τα αντίστοιχα γεγονότα, και όπως διέταξε να χαραχτούν
τα ονόματα των φυλών στα πολύτιμα πετράδια της επωμίδας του αρχιερέα,
αλλά και να παρθούν δώδεκα λίθοι από τον Ιορδάνη, ως τύπος των ιερέων
-πόσο θαυμαστό μυστήριο και πόσο μεγάλο για όσους είναι πιστοί στην
αλήθεια- εκείνων που σήκωναν την κιβωτό, και ως τύπος του νερού που
υποχώρησε. Έτσι και τώρα ζωγραφίζουμε με πόθο τις εικόνες
εκείνων που αναδείχθηκαν άνδρες ενάρετοι, για να τους αγαπάμε και να
τους θυμόμαστε και να τους μιμούμαστε. Ή λοιπόν κατάργησε κάθε
εικόνα και νομοθέτησε αντίθετα προς εκείνον που πρόσταξε αυτά, ή να
δέχεσαι κάθε εικόνα, με λόγο και τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μία.
Τι είναι εκείνο που εικονίζεται και τι εκείνο που δεν εικονίζεται και πως παριστάνεται το καθένα Τα σώματα, όπως και τα σχήματα και όλα όσα έχουν σωματικό
διάγραμμα και χρώμα, εύλογα εικονίζονται. Όμως ο άγγελος και η ψυχή και ο
δαίμονας, αν και όχι με τρόπο σωματικό και πολύ υλικό, εν τούτοις
σχηματίζονται και περιγράφονται κατά τη φύση τους -γιατί, αφού
είναι νοητοί, πιστεύεται ότι βρίσκονται και ενεργούν νοητά σε νοητούς
τόπους- και εικονίζονται λοιπόν σωματικά, όπως ο Μωυσής εικόνισε τα
χερουβίμ και όπως εμφανίσθηκαν στους αξίους, αλλά η σωματική εικόνα παριστάνει κάποια ασώματη και νοητή θεωρία. Η θεία φύση όμως είναι η μόνη απερίγραπτη και εντελώς χωρίς μορφή και ασχημάτιστη και ακατάληπτη,
μολονότι η θεία γραφή χρησιμοποιεί τύπους για το Θεό, οι οποίοι από τη
μία μεριά να φαίνονται σωματικοί, για να γίνονται σώματα ορατά, και από
την άλλη αυτοί οι ίδιοι να είναι ασώματοι. Γιατί δεν βλέπονταν με
σωματικά μάτια, αλλά με νοερά, από τους προφήτες και από εκείνους στους
οποίους αποκαλύπτονταν, γιατί δεν εμφανιζόταν σε όλους. Και για να
μιλήσουμε με απλά λόγια· μπορούμε να κάνουμε εικόνες όλων των σχημάτων
που είδαμε· και τα κατανοούμε αυτά όπως εμφανίσθηκαν. Αν τώρα μερικές
φορές κατανοούμε τα σχήματα από τους λόγους, όμως, απ’ όσα είδαμε,
κατανοούμε και τα σχήματα αυτά. Έτσι και σε κάθε αίσθηση, από όσα
μυρίσαμε ή γευθήκαμε ή αγγίξαμε, μέσω των λόγων αναγόμαστε στην
κατανόησή τους. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατόν να δει
κανείς τη φύση ούτε του Θεού, ούτε αγγέλου, ούτε ψυχής, ούτε δαίμονα,
αλλά αυτά βλέπονται με κάποιο μετασχηματισμό, με τη βοήθεια της θείας
πρόνοιας, η οποία περιβάλλει με τύπους και σχήματα όσα είναι ασώματα και
ατύπωτα και δεν έχουν σωματικό σχήμα, για να χειραγωγηθούμε και να
αποκτήσουμε χειροπιαστή και μερική γνώση αυτών, και να μην βρισκόμαστε
σε παντελή άγνοια του Θεού και των ασωμάτων δημιουργημάτων. Ο
θεός βέβαια είναι από τη φύση του εντελώς ασώματος, ενώ άγγελος, η ψυχή
και ο δαίμονας, όταν συγκρίνονται προς τον Θεό, τον μόνο ασύγκριτο,
είναι σώματα, ενώ όταν συγκρίνονται προς τα υλικά σώματα, είναι
ασώματοι. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν ήθελε να αγνοούμε τελείως τα ασώματα δημιουργήματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες,
ώστε με την άυλη όραση του νου μας να φαίνονται, κατά την αναλογία της
φύσεώς μας, ως σχήματα σωματικά, και αυτά σχηματίζουμε και εικονίζουμε,
γιατί αλλιώς πώς σχηματίσθηκαν και εικονίσθηκαν τα χερουβίμ; Αλλά η αγία
γραφή έχει και του Θεού σχήματα και εικόνες.
Ποιός κατασκεύασε πρώτος εικόνα; Ο ίδιος ο Θεός πρώτος γέννησε τον μονογενή Υιό και
Λόγο του, που είναι εικόνα του ζωντανή, φυσική, απαράλλακτος χαρακτήρας
της αϊδιότητάς του, και δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’
ομοίωσή του. Και ο Αδάμ είδε το Θεό και άκουσε το θόρυβο των ποδιών του,
καθώς περπατούσε το δειλινό, και κρύφθηκε στον παράδεισο, και ο Ιακώβ
είδε και πάλεψε με το Θεό. Είναι βέβαια φανερό ότι ο Θεός του φανερώθηκε
ως άνθρωπος και ο Μωυσής είδε τον Θεό σαν το πίσω μέρος του ανθρώπου
και ο Ησαΐας τον είδε ως άνθρωπο να κάθεται σε θρόνο και ο Δανιήλ είδε
ομοίωμα ανθρώπου και ως υιό ανθρώπου να πλησιάζει τον Παλιό των ημερών.
Και κανείς ποτέ δεν είδε τη φύση του Θεού, αλλά τον τύπο και την εικόνα
όσων θα γίνονταν στο μέλλον· γιατί επρόκειτο ο αόρατος Υιός και Λόγος
του Θεού να γίνει αληθινά άνθρωπος, για να ενωθεί με τη φύση μας και να
γίνει ορατός πάνω στη γη. Προσκύνησαν λοιπόν όσοι είδαν τον τύπο και την
εικόνα αυτού που επρόκειτο να συμβεί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος στην
προς Εβραίους επιστολή “κατά πίστιν απέθαναν ούτοι πάντες μη κομισάμενοι τας επαγγελίας, αλλά πόρρωθεν αυτάς ιδόντες και ασπασάμενοι”.
Εγώ λοιπόν δεν θα κατασκευάσω εικόνα εκείνου που για μένα φανερώθηκε με
τη φύση της σάρκας και δεν θα τον προσκυνήσω και δεν τον τιμήσω μέσω
της τιμής και προσκύνησης της εικόνας αυτού; Ο Αβραάμ δεν είδε τη φύση
του Θεού (γιατί κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό), αλλά εικόνα του Θεού και
πέφτοντας τον προσκύνησε. Ο Ιησούς του Ναυή δεν είδε φύση αγγέλου, αλλά
εικόνα (γιατί η φύση του αγγέλου δεν βλέπεται με σωματικά μάτια), και
πέφτοντας τον προσκύνησε, παρόμοια και ο Δανιήλ (ο άγγελος δεν είναι
Θεός, αλλά κτίσμα και υπηρέτης του Θεού και παραστάτης) τον προσκύνησε
όμως όχι ως Θεό, αλλά ως παραστάτη και λειτουργό του Θεού, και εγώ δεν
θα κάνω εικόνα των φίλων του Χριστού και δεν θα τους προσκυνήσω, όχι ως
θεούς, αλλά ως εικόνες των φίλων του Θεού; Γιατί ούτε ο Ιησούς ούτε ο
Δανιήλ προσκύνησαν τους αγγέλους, που εμφανίσθηκαν, ως θεούς, ούτε κι εγώ προσκυνώ την εικόνα ως θεό, αλλά με την εικόνα και τους αγίους προσφέρω την προσκύνηση και την τιμή στο Θεό, εξαιτίας του οποίου και τους φίλους τους σέβομαι και τιμώ.
Ο Θεός δεν ενώθηκε με τη φύση των αγγέλων, αλλά ενώθηκε με τη φύση
των ανθρώπων. Δεν έγινε άγγελος ο Θεός, έγινε όμως ο Θεός αληθινά και
πραγματικά άνθρωπος. Γι’ αυτό λοιπόν δεν ενδιαφέρεται για τους αγγέλους,
αλλά για τους απογόνους του Αβραάμ. Η αγγελική φύση δεν έγινε Υιός του
Θεού κατά την υπόσταση. Οι άγγελοι δεν έγιναν μέτοχοι, ούτε
κοινωνοί της θείας φύσεως, εκείνοι που μεταλαβαίνουν το άγιο σώμα του
Χριστού και πίνουν το τίμιο αίμα του· επειδή το σώμα και το
αίμα είναι ενωμένα υποστατικά με τη θεότητα και στο σώμα του Χριστού που
μεταλαβαίνουμε υπάρχουν δύο φύσεις ενωμένες υποστατικά και αδιάσπαστα,
και μετέχουμε και στις δύο φύσεις, στο σώμα σωματικά και στην θεότητα
πνευματικά ή καλύτερα και στις δύο με τους δύο τρόπους, χωρίς να
ταυτιζόμαστε υποστατικά (γιατί πρώτα υφιστάμεθα και έπειτα ενωνόμαστε),
αλλά σμίγοντας με το σώμα και το αίμα. Και πώς δεν είναι ανώτεροι από τους αγγέλους όσοι φυλάσσουν με την τήρηση των εντολών γνήσια την ένωση;
Η φύση μας, εξαιτίας του θανάτου και της παχύτητας
του σώματός μας είναι κατά τι υποδεέστερη των αγγέλων με την ευδοκία
όμως και με τη συνάφεια του Θεού έγινε ανώτερη από τους αγγέλους γιατί
οι άγγελοι παραστέκουν με φόβο και τρόμο δίπλα της, καθώς κάθεται στο
θρόνο της δόξας μέσω του Χριστού, και θα παραβρεθούν έντρομοι κατά την
κρίση· η αγία γραφή δεν λέει ότι θα καθίσουν μαζί με το Θεό, ούτε θα
είναι κοινωνοί της θείας δόξας (γιατί όλοι τους είναι υπηρετικά
πνεύματα, που αποστέλλονται για να διακονήσουν όσους θα κληρονομήσουν τη
σωτηρία), ούτε ότι θα βασιλεύσουν μαζί με το Θεό ούτε ότι θα
συνδοξασθούν, ούτε ότι θα καθίσουν στο τραπέζι του Πατέρα, ενώ οι άγιοι
είναι υιοί του Θεού, υιοί της βασιλείας και κληρονόμοι του Θεού και
συγκληρονόμοι του Χριστού. Τιμώ λοιπόν τους αγίους και συνδοξάζω τους δούλους και φίλους και συγκληρονόμους τους Χριστού,
τους δούλους κατά τη φύση και φίλους κατά την προαίρεση και υιούς και
κληρονόμους κατά τη θεία χάρη, όπως λέει ο Κύριος προς τον Πατέρα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους του 8ου
αιώνα. Έλαβε τον τίτλο του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, αφού
εκτός από ποιμένας, μοναχός και πρεσβύτερος στη Μονή του Αγίου Σάββα
στην Παλαιστίνη, περιοχή που ανήκε στο Αραβικό Χαλιφάτο, υπήρξε και
διδάσκαλος της Εκκλησίας. Έφερε, δηλαδή, το ειδικό χάρισμα, το ειδικό
προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκει και να ερμηνεύει στους
πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζει σθεναρά τα
μεγάλα δογματικά προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην
Εκκλησία. Και μια τέτοια, καίρια για τη σωτηρία των ανθρώπων, θεολογική
κρίση που συντάραξε την Εκκλησία για περισσότερα από 100 χρόνια ήταν η
αντιπαράθεση σχετικά με την προσκύνηση ή μη των ιερών εικόνων... Ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Δαμασκό, πρωτεύουσα του
Χαλιφάτου από το 661, και κατάγονταν από επιφανή ελληνοσυριακή
οικογένεια της πόλεως. Από το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του
ονομάσθηκε «Δαμασκηνός». Ο παππούς του Μανσούρ, δηλαδή Νικηφόρος ήταν ο
διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες εισήλθαν
το 634 στην πόλη και την κατέλαβαν. Ο πατέρας του Σέργιος, κατά μεν το
βιογράφο του, Ιωάννη τον Η΄, πατριάρχη Ιεροσολύμων (12ος αι.)
ήταν «Πραγμάτων Επίτροπος», κατά δε το Θεοφάνη το χρονογράφο, κατείχε
το αξίωμα του «Λογοθέτη» στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αμπτ-ελ-Μαλέκ
(Αβιμέλεχ 685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του Υπουργού για υποθέσεις
σχετικές με τους υπόδουλους χριστιανούς και ειδικότερα με την κατανομή
και καταβολή των φόρων. Ο Κων/νος ο Ε΄ (740-775), γιος και νόμιμος
διάδοχος του Λέοντα του Γ΄ (714-740),
του πρώτου εικονομάχου βυζαντινού αυτοκράτορα και ένας από τους
σφοδρότερους πολέμιους των ιερών εικόνων, αποκαλούσε χλευαστικά τον
Ιωάννη αντί Μανσούρ (Νικηφόρος), Μανζέρ (νόθος).
Η
χρονολογία γέννησης του Ιωάννη δύναται να τοποθετηθεί, όπως αρκετοί
υποστηρίζουν, γύρω στο 680. Από μικρή ηλικία είχε την ευκαιρία να
παρακολουθήσει τις εγκύκλιες, δηλαδή τις βασικές σπουδές του, κοντά στον
ικανό διδάσκαλο και λόγιο μοναχό Κοσμά τον Ξένο ή Ικέτη εκ Καλαβρίας, ο
οποίος όντας δούλος είχε εξαγορασθεί από τον πατέρα του. Σύμφωνα,
μάλιστα, με ανεκδοτολογικές πηγές του βίου του ο πατέρας του βρήκε τον
Κοσμά ενώ διερχόταν την αγορά της πόλης, όπου και τον συνάντησε.
Βρισκόταν ανάμεσα σε άλλους δυστυχισμένους αιχμαλώτους των Σαρακηνών, οι
οποίοι επρόκειτο άλλοι μεν να πωληθούν, άλλοι δε να φονευθούν.
Επιδρομές Αράβων στη Σικελία και την Κάτω Σικελία μαρτυρούνται γύρω στο
700. Ο Σέργιος παρατήρησε ότι μεταξύ των δούλων υπήρχε και ένας μοναχός,
ο οποίος ήταν ιδιαίτερα λυπημένος. Τότε τον ρώτησε, γιατί είναι τόσο
στεναχωρημένος, αφού ο ίδιος είχε επιλέξει, πριν ακόμα συλληφθεί, να
εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, γνωρίζοντας
άλλωστε ότι οι δοκιμασίες της ζωής είναι συμβατές με τη μοναχική ζωή.
Επέμενε μάλιστα να τον ρωτά, γιατί φοβάται τόσο πολύ θάνατο, εφόσον
πεθαίνοντας εγκαταλείπει τον παρόντα κόσμο της φθοράς και της
ματαιότητας. Η απάντησή του ήταν συγκλονιστική, αφού όπως υποστήριξε δεν
έκλαιε για τα δεινά του, αλλά για το γεγονός ότι ενώ ήταν μορφωμένος
και ικανός δάσκαλος, δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις γνώσεις του
και να αφήσει αντάξιους συνεχιστές του.
1. Θα έπρεπε βέβαια εμείς,
συναισθανόμενοι πάντοτε την αναξιότητά μας, να σιωπούμε και να
εξομολογούμαστε στο Θεό τις αμαρτίες μας, αλλά όταν όλα στον καιρό τους
είναι καλά, επειδή όμως βλέπω την Εκκλησία, την οποία ο Θεός έκτισε
επάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών με ακρογωνιαίο λίθο το
Χριστό τον Υιό του, να βάλλεται, σαν σε θαλάσσια φουρτούνα που υψώνεται
με αλλεπάλληλα κύματα, και να ανακατώνεται και να αναταράσσεται από τη
βίαιη πνοή των πονηρών πνευμάτων, και το χιτώνα του Χριστού, τον
υφασμένο με τη χάρη του Θεού, αυτόν που οι απόγονοι των ασεβών θέλουν με
αυθάδεια να κομματιάσουν, τον βλέπω να σχίζεται, και το σώμα του,
δηλαδή τον λαό του Θεού και τη θεοπαράδοτη από παλιά διδασκαλία της
Εκκλησίας να κατακερματίζεται σε διάφορες δοξασίες, γι’ αυτό θεώρησα πως
δεν είναι σωστό να σιωπώ και να δέσω τη γλώσσα μου, φέροντας στη σκέψη
μου την απόφαση που απειλεί λέγοντας· αν υποχωρήσεις, δεν θα έχεις την επιδοκιμασία μου1, και αν δεις το φονικό μαχαίρι να πλησιάζει και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα ζητήσω το αίμα του από σένα2. Επειδή
λοιπόν με τάρασσε αφόρητος φόβος, αποφάσισα να μιλήσω, χωρίς να
υπολογίσω μπροστά στην αλήθεια το μεγαλείο των βασιλέων γιατί άκουσα τον
θεοπάτορα Δαβίδ να λέει, μιλούσα μπροστά σε βασιλείς και δεν
ντρεπόμουνα3, και μάλιστα κεντριζόμουνα από αυτό ακόμα πιο πολύ να μιλήσω. Γιατί
είναι φοβερό πράγμα ο λόγος του βασιλιά που καταδυναστεύει τους
υπηκόους, και είναι ανέκαθεν λίγοι εκείνοι που περιφρόνησαν τα βασιλικά
διατάγματα, όσοι δηλαδή γνωρίζουν ότι ο επίγειος βασιλιάς εξουσιάζεται
από το Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυρότεροι των βασιλέων.
2. Πριν από όλα, αφού στερέωσα στο
λογισμό, σαν σε κάποια καρίνα ή θεμέλιο, τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής
παραδόσεως, με την οποία είναι φυσικό να εξασφαλίζεται η σωτηρία,
άνοιξα τη βαλβίδα του λόγου και σαν άλογο καλά χαλιναγωγημένο το
παρακίνησα να ξεκινήσει από την αφετηρία.
Πηγή: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" του Σεβ. Ι. Βλάχου. Κεφάλαιο Γ'.
Τα όσα ελέχθησαν
μας δίνουν την δυνατότητα να δούμε την διαίρεση της ψυχής. Δεν
πρόκειται να αναπτύξουμε εν εκτάσει το θέμα, αλλά θα παρουσιάσουμε
τα απαραίτητα και αναγκαία που έχουν σχέση με το γενικό θέμα αυτής
της μελέτης.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ψυχή
είναι λογική και νοερά. Έδωσε ο Θεός «ψυχήν λογικήν και νοεράν δια
του οικείου εμφυσήματος»[25].
Είναι βασική διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο νους και η λογική
είναι δυο παράλληλες ενέργειες της ψυχής. Ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς, αναφερόμενος στο ότι η ψυχή είναι κατ’ εικόνα της Αγίας
Τριάδος και γράφοντας ότι η Αγία Τριάς είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα,
λέγει ότι η ψυχή, δημιουργημένη από τον Θεό κατ’ εικόνα Του, είναι
«νοερά, λογική τε και πνευματική». Γι’ αυτό οφείλει να φυλάττη την
τάξη αυτής, να αναφέρεται ολοκληρωτικά στον Θεό. Να βλέπει μόνον τον
Θεό, να κοσμεί τον εαυτό της με την διαρκή μνήμη και θεωρία και με
την θερμοτάτη προς αυτόν και διάπυρη αγάπη[26].
Η ψυχή δια
των παθών και των αμαρτιών διασπάται, γι’ αυτό χρειάζεται να
ενοποιήται, προσφερόμενη στον Θεό. Η ενοποίηση επιτυγχάνεται με
πολλούς τρόπους, κυρίως με την εφαρμογή του λόγου του Χριστού. Ο
Θεόληπτος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, τονίζει κυρίως την αξία της
προσευχής. «Και η καθαρά προσευχή, νουν και λόγον και πνεύμα προς
εαυτήν συνάπτουσα, δια μεν του λόγου το όνομα, δια δε του νου τω
παρακαλουμένω Θεώ ατενίζει αρεμβάστως, δια δε του πνεύματος την
κατάνυξιν, την ταπείνωσιν και την αγάπην εμφανίζει, και ούτω δυσωπεί
την άναρχον Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον
ένα Θεόν»[27].
Με τον λόγο μνημονεύουμε διαρκώς το όνομα του Χριστού, με τον νουν
ατενίζουμε τον Θεό αρεμβάστως και με το πνεύμα διακατεχόμαστε από
κατάνυξη, ταπείνωση και αγάπη.
Με αυτόν τον
τρόπο ενώνονται οι τρεις δυνάμεις της ψυχής και προσφέρονται στην
Αγία Τριάδα. Έτσι επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής για την οποία
θα επιχειρήσουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη σε άλλο σημείο. Η διάσπαση των
δυνάμεων της ψυχής συνιστά ασθένεια και η ενοποίηση συνιστά την
θεραπεία.
Ο Νικήτας ο
Στηθάτος διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη αλλά επιμένει κυρίως στα δύο,
το λογικό και το παθητικό. Το λογικό είναι αόρατο και άσχετο στις
αισθήσεις, «ως εκτός και εντός υπάρχον αυτών». Λέγοντας λογικό ο
άγιος, νομίζω πως εννοεί τον νου του ανθρώπου. Θα κάνουμε πιο κάτω
την διάκριση του λογικού από τον νου, αλλά εδώ πρέπει να τονίσουμε
ότι ο νους έχει σχέση με τον Θεό, δέχεται τις ενέργειες του Θεού,
στον νου αποκαλύπτεται ο Θεός, η δε λογική, ως ενέργεια, είναι
εκείνη που διατυπώνει και εκφράζει τις εμπειρίες του νου. Το
παθητικό της ψυχής κατακερματίζεται στις αισθήσεις και στα πάθη.
Λέγεται παθητικό «ως εξεταζόμενον εν τοις πάθεσιν»[28].
Ο άγιος
Γρηγόριος ο Σιναΐτης, αναλύοντας τις δυνάμεις της ψυχής και
περιγράφοντας τι ακριβώς κυριαρχεί σε κάθε δύναμη, λέγει ότι στο
λογικό ενεργούν οι λογισμοί, στο θυμικό τα θηριώδη πάθη, στο
επιθυμητικό η μνήμη της κτηνώδους ορέξεως, στο νοερό οι φανταστικές
μορφώσεις και στο διανοητικό οι έννοιες[29].
Ο ίδιος
άγιος αναφέρει ότι με την δημιουργία της ψυχής σε λογική και νοερά,
δια της ζωτικής εμπνεύσεως «θυμόν και επιθυμίαν κτηνώδη ου
συνέκτισεν αυτή ο Θεός, αλλ’ εφέσεως δύναμιν ορεκτικήν και προς αυτή
θέλξεως ανδρείαν ερωτικήν...»[30].
Με την δημιουργία της ψυχής δεν «συνεκτίσθη αυτή θυμός άλογος και
άνους επιθυμία»[31].
Αυτά ήλθαν ως αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Υπάρχει
οπωσδήποτε μια σχέση και συνάφεια της ψυχής προς το σώμα. Αλλά τι
είναι αυτή η σχέση και σε ποιο βαθμό υπάρχει; Είναι ένα θέμα το
οποίο θα αντιμετωπίσουμε στο σημείο αυτό.
Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Κάθε
στοιχείο μόνο του δεν αποτελεί τον άνθρωπο. Ο άγιος
Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, λέγει ότι η ψυχή καθ’ εαυτήν δεν είναι άνθρωπος, αλλά λέγεται «ανθρώπου
ψυχή». Καθώς επίσης και το σώμα δεν λέγεται ο άνθρωπος,
αλλά «ανθρώπου σώμα». «Είπερ ουν κατ’ ιδίαν
μεν τούτων ουδέτερον άνθρωπός εστιν, το δε εκ της αμφοτέρων
συμπλοκής καλείται άνθρωπος, κέκληκεν δε ο Θεός εις ζωήν και
ανάστασιν τον άνθρωπον, ου το μέρος, αλλά το όλον κέκληκεν, όπερ
εστί την ψυχήν και το σώμα»[32].
Η ψυχή, όπως έχουμε σημειώσει, κτίσθηκε μαζί
με το σώμα. Και ακόμη το έμβρυο «εν τη συλλήψει εψύχωται». Μαζί με
την σύλληψη δημιουργείται η ψυχή και «τοσούτον η ψυχή ενεργεί τότε,
όσον και η σαρξ∙ κατ’ αύξησιν γαρ την του σώματος και
αύτη τας οικείας ενεργείας διαδείκνυσι»[33].
Όσο αυξάνεται το σώμα τόσο φανερώνει και τις ενέργειες της η
ψυχή.
Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της ψυχής και
του σώματος, αφού «ουκ έσται η ψυχή σώμα, αλλ’ ασώματος»[34].
Παρά ταύτα δεν είναι δυνατόν καθόλου να
βρεθή και να υπάρξη ή να ονομασθή το σώμα ή η ψυχή άσχετα και
ανεξάρτητα το ένα από το άλλο . «Η γαρ σχέσις ακίνητος»[35].
Οι αρχαίοι
φιλόσοφοι πίστευαν ότι η ψυχή βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο
του σώματος, ότι το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής και ότι η σωτηρία
της ψυχής είναι η ελευθεύρωσή της από το σώμα. Οι άγιοι Πατέρες
διδάσκουν ότι η ψυχή είναι πανταχού του σώματος. Ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς λέγει ότι οι άγγελοι και η ψυχή, που είναι ασώματα όντα,
«ουκ εν τόπω εστίν, αλλ’ ουχί και πανταχού εστιν». Η ψυχή συνέχουσά
το σώμα με το οποίο κτίσθηκε «πανταχού του σώματός εστιν, ουχ ων εν
τόπω, ουδ’ ως περιεχομένη, αλλ’ ως συνέχουσά τε και περιέχουσα και
ζωοποιούσα τούτο κατ’ εικόνα και τούτ’ έχουσα Θεού»[36].
Ο ίδιος
άγιος, έχοντας υπ’ όψη ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι την
τοποθετούν στον εγκέφαλο σαν σε ακρόπολη (οι ελληνίζοντες) και άλλοι
δίδουν σ’ αυτήν το ενδοκάρδιο «και το κατ’ αυτό του ψυχικού
πνεύματος» ως γνησιώτατον όχημα (Ιουδαΐζοντες), λέγει ότι εμείς
γνωρίζουμε ακριβώς ότι το λογιστικό ευρίσκεται μέσα στην καρδιά, όχι
σαν σε αγγείο, αφού είναι ασώματο, ούτε έξω από την καρδιά, αφού
είναι συνημμένο. Η καρδία του ανθρώπου είναι το ηγεμονικό όργανο,
κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο θρόνος της Χάριτος. Εκεί βρίσκεται ο νους
και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Ο άγιος ισχυρίζεται ότι αυτήν την
διδασκαλία την παραλάβαμε από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος είναι ο
πλάστης του ανθρώπου. Υπενθυμίζει τον λόγο του Χριστού «ου το
εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά το εκπορευόμενον
εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον» (Ματθ. ιε’, 11), καθώς
επίσης τον λόγο του Κυρίου «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται
διαλογισμοί» (Ματθ. ιε’, 19). Ο άγιος ακόμη παραθέτει και τον λόγο
του αγίου Μακαρίου ότι «η καρδία ηγεμονεύει όλου του οργάνου και,
επάν κατάσχη τας νομάς της καρδίας η χάρις, βασιλεύει όλων των
λογισμών και των μελών∙ εκεί γαρ εστιν ο νους και πάντες οι λογισμοί
της ψυχής». Γι’ αυτό ο βασικός σκοπός της θεραπείας είναι, κατά τον
άγιο, να επαναφέρουμε «τον εγκεχυμένον δια των αισθήσεων νουν» από
έξω μέσα στην καρδία, που είναι «το των λογισμών ταμείον» «και
πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν»[37].
Θα
επανέλθουμε στο θέμα αυτό, αλλά εκείνο που θέλουμε κυρίως να
υπογραμμίσουμε είναι ότι η ψυχή χρησιμοποιεί, σύμφωνα με την
διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ως όργανο την καρδιά και διευθύνει το
σώμα. Έχει μια ενότητα με το σώμα, δεν είναι κάτι ξένο σ’ αυτό. Ο
Νεμέσιος ο Εμέσης διδάσκει ότι η ψυχή «ασώματος ούσα και μη
περιγραφόμενη τόπω, όλη δι’ όλου χωρεί και του φωτός εαυτής, και του
σώματος, και ουκ έστι μέρος φωτιζόμενον υπ’ αυτής εν ω μη όλη
πάρεστιν». Παρά ταύτα «η ψυχή, ενουμένη τω σώματι, μένει παντελώς
ασύγχυτος»[38].
Η ψυχή
ενεργεί και διευθύνει όλο το σώμα και όλα τα μέλη του σώματος.
Είναι διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι ο
Θεός διευθύνει τον κόσμο προσωπικά, χωρίς κτιστά μέσα, αλλά με την
άκτιστη ενέργειά Του. Έτσι, όπως ο Θεός ενεργεί στην φύση,
κατά τον ίδιο τρόπο και «η ψυχή τα του σώματος μέλη και ενεργεί και
κινεί έκαστον προς την ιδίαν ενέργειαν»[39].
Επομένως, όπως έργο του Θεού είναι να διοική τον κόσμο, «ούτω και
ψυχής κυβερνήσαι το σώμα»[40].
Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς, που ενδιέτριψε πολύ στο θέμα της σχέσεως ψυχής
και σώματος λέγει, ότι συμβαίνει με την ψυχή ό,τι με τον Θεό.
Η ψυχή έχει μέσα της μονοειδώς «πάσας τας
προνοητικάς του σώματος δυνάμεις». Και όταν ακόμη βλάπτονται μερικά
μέλη του σώματος, όταν εξαχθούν τα μάτια και κωφαθούν τα αυτιά, η
ψυχή δεν έχει λιγότερες προνοητικές δυνάμεις του σώματος. Η
ψυχή δεν είναι οι προνοητικές δυνάμεις, αλλά έχει προνοητικές
δυνάμεις. Παρά την ύπαρξη μέσα της των προνοητικών δυνάμεων, εν
τούτοις είναι «μία και απλή και ασύνθετος», μη «πολλαπλασιαζομένη ή
συντιθεμένη»[41].
Είναι πολύ
χαρακτηριστικό ότι στο χωρίο αυτό ο άγιος συνδέει ό,τι συμβαίνει με
την ψυχή εν σχέσει προς το σώμα, με τον Θεό εν σχέσει προς όλη την
κτίση. Ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις προνοητικές δυνάμεις Του. Ο
Θεός είχε τις προνοητικές δυνάμεις και πριν ακόμη δημιουργηθή ο
κόσμος. Ακόμη είναι πολυδύναμος και παντοδύναμος και δεν εκτοπίζεται
το ενιαίον και απλούν του Θεού εξ αιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν
σ’ Αυτόν[42].
Αυτό δείχνει καθαρά ότι η ψυχή είναι «κατ’ εικόνα Θεού». Ό,τι
συμβαίνει στον Θεό, κατ’ αναλογία συμβαίνει και στην ψυχή του
ανθρώπου.
Ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ψυχή είναι άϋλος και ασώματος «τη ιδία
φύσει ενεργούσα τε και κινουμένη και δια των σωματικών οργάνων τας
ιδίας κινήσεις ενδεικνυμένη»[43].
Ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Νύσσης) επιγραμματικά διδάσκει ότι δεν
κρατείται η ψυχή από το σώμα, αλλά αυτή κρατεί το σώμα. Δεν
βρίσκεται μέσα στο σώμα σαν σε αγγείο ή ασκό, αλλά μάλλον το σώμα
είναι μέσα σ’ αυτήν. Χωρεί η ψυχή δι’ όλου του σώματος «και ουκ εστι
μέρος φωτιζόμενον υπ’ αυτής, εν ω μη όλη πάρεστιν»[44].
Το γενικό
συμπέρασμα, αναφορικά με την σχέση της ψυχής προς το σώμα, είναι ότι
η ψυχή βρίσκεται μέσα σε όλο το σώμα, δεν υπάρχει τμήμα του
ανθρωπίνου σώματος στο οποίο δεν βρίσκεται η ψυχή, ότι η καρδιά
είναι το πρώτο λογιστικό της ψυχής ταμείο, εκεί βρίσκεται το κέντρο
της ψυχής, όχι σαν σε αγγείο, αλλά σαν σε όργανο, που διευθύνει όλο
το σώμα και ότι η ψυχή, ενώ διακρίνεται από το σώμα, εν τούτοις
συνδέεται στενώτατα με αυτό.
Όλα αυτά
ελέχθησαν επειδή συνδέονται στενότατα με το θέμα το οποίο
αναπτύσσουμε στην μελέτη αυτή. Γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε
την πτώση και την ασθένεια της ψυχής αν αγνοούμε τι ακριβώς είναι η
ψυχή και πως συνδέεται με το σώμα.
[32]
Ιουστίνου, περί αναστάσεως, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και
Εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1955, 4, 229-230. βλ. Χρήστου
Βάντσου: Ο Γάμος και η προετοιμασία αυτού εξ επόψεως ορθοδόξου
Ποιμαντικής, Αθήνα 1977, σελ. 70
Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: εορτάζει στις 4 Δεκεμβρίου εκάστου έτους Κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, ανάμεσα στους
υπερασπιστές των εικόνων ξεχώρισε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-754 ή
787). Εκείνη την εποχή η εικονομαχία
ήταν στο απόγειό της και ο Άγ. Ιωάννης έγραφε επιστολές υπέρ των εικόνων
υποστηρίζοντας τη θέση πως «μέσω της σωματικής μας όρασης φτάνουμε στην
πνευματική ενόραση». Εξοργισμένος από αυτή τη πραγματεία ο αυτοκράτορας Λέων΄Γ
πλαστογράφησε ένα γράμμα στο οποίο δήθεν ο Ιωάννης τον ικέτευε να
επιτεθεί στη Συρία και το έστειλε στον χαλίφη της Συρίας με ένα φιλικό
σημείωμα : «Προφανώς έχεις έναν Χριστιανό προδότη στην αυλή σου….» Ο
χαλίφης κάλεσε αμέσως τον Ιωάννη και του είπε : «το χέρι που έγραψε αυτό
το γράμμα θα κοπεί…». Εβαλε λοιπόν τον δήμιο κι έκοψε με το σπαθί το
δεξί χέρι του Ιωάννη, που έπεσε στο πάτωμα. Το ίδιο βράδυ ο Ιωάννης στο δωμάτιό του παρακάλεσε την
Παναγία να τον θεραπεύσει κι έταξε πως εκείνος θα συνέχιζε να γράφει
υπέρ της προσκύνησης των εικόνων. Σε λίγο αποκοιμήθηκε….Στον ύπνο του
είδε τη Παναγία. η οποία του είπε πως τον θεράπευσε όπως της ζήτησε μα
κι εκείνος θα έπρεπε να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε. Όταν ξύπνησε,
το κομμένο χέρι του Ιωάννη ήταν στη θέση του. Μετά το θαύμα παρήγγειλε
σ’ έναν χρυσοχόο και του έφτιαξε μιαν ασημένια παλάμη, την οποία και
κόλλησε πάνω στην εικόνα, για να του θυμίζει την ευεργεσία της Παναγίας.
Έτσι η Παναγία απόκτησε τρία χέρια και πήρε από τότε το όνομα Παναγία η
Τριχερούσα. Μετά απ’ αυτό έφυγε ο Άγ. Ιωάννης από τη Συρία και πήγε στην
Παλαιστίνη παίρνοντας μαζί του τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Μόνασε στo Μοναστήρι του Αγίου Σάββα.Κλεισμένος εκεί προσευχόταν κι
έγραφε ύμνους για την Παναγία, και κράτησε την υπόσχεσή του κι έγραψε
πολλούς ύμνους συνχίζοντας να αντιστέκεται στην εικονομαχία. Άφησε
παρακαταθήκη, αφού πεθάνει, να δοθεί η εικόνα στον πρώτο επίσκοπο Σάββα
που θα επισκεπτόταν το Μοναστήρι. Πέρασαν πολλά χρόνια κι όταν επισκέφθηκε το Μοναστήρι ο
βασιλιάς της Σερβίας Σάββας (ο Άγ. Σάββας 1175-1235), του έδωσαν ως δώρο
εκείνη την εικόνα της Παναγίας, που είχε στο κελλί του ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός. Την πήγε στην πατρίδα του, μα επειδή έγινε επανάσταση
φοβήθηκαν μήπως καταστραφεί.Τη φόρτωσαν λοιπόν σ’ ένα μουλάρι και το
άφησαν να πάει όπου θέλει.Το μουλάρι έφτασε στο Άγιο Όρος, έξω από τη
Μονή Χιλανδαρίου, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. πηγή