Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΝΘΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Το Κογκολέζικο υπόδειγμα




Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΝΘΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Το Κογκολέζικο υπόδειγμα


ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ
Η ιεραποστολή, στις οποιεσδήποτε προσπάθειές της, κρίνεται από το πόσο σαρκώνεται σ' έναν τόπο και δεν μένει μια ιδεολογική αφηρημένη διαδικασία μεταδόσεως χριστιανικών ιδεών. Η σάρκωση στη ζωή ενός λαού είναι δυνατή, αν βιώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας και η αγιοπνευματική εμπειρία που «συγκροτεί το θεσμό» της συμμετοχής στο σώμα του Χριστού. Η εν Αγίω Πνεύματι πραγμάτωση της εμπειρίας του σώματος του Χριστού δεν αναιρεί την ανθρώπινη ελευθερία. Ο άνθρωπος ελεύθερα μετέχει στην Εκκλησία. Κι ακόμη περισσότερο, αν διακονεί την Εκκλησία στις ποιμαντικές του εκφράσεις, ψάχνει τρόπους και εργαλεία εκφράσεως της συγκαταβάσεως της Εκκλησίας και των τρόπων σαρκώσεως της στη σάρκα των εθνών και των φυλών.

ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ
Η γνώση των μικρών η μεγάλων πτυχών της ζωής των λαών δίνει ποικίλα εργαλεία σαρκώσεως σε πολλά επίπεδα. Ένα ουσιαστικό εργαλείο είναι αυτό της εθνοϊστορίας. Πρόκειται για τη μελέτη της καταβολής και των ριζών των διαφόρων φυλών, για τις πιθανές μετακινήσεις από τόπου εις τόπο και για τους τρόπους οργανώσεως της κοινοτικής ζωής σε αντιστοιχία με τις επιδράσεις από την επικοινωνία μ' άλλους γειτονικούς φυλετικούς «πολιτισμούς». Επειδή πολλοί από τους λαούς που βρίσκονται στους χώρους της Ιεραποστολής υπέστησαν τη σαρωτική λαίλαπα της αποικιοκρατίας και έχασαν, ολοκληρωτικά ή μερικά, τη σύνδεση με τις εθνοϊστορικές τους ρίζες, είναι καίρια η μελέτη αυτού του εργαλείου. Αν η σάρκωση του χριστιανικού μηνύματος γίνει στο πρωτογενές υλικό των λαών, κι όχι στο διαστρεβλωμένο από τους αποικιοκράτες πρόσωπό τους. η πρόσληψη του Χριστού θα γίνει πάνω σε πιο πρωτογενές υλικό. Ο κίνδυνος από τη σύζευξη με ποικίλα αλλότρια μεγέθη πάντα δημιουργούσε προβλήματα στην ανάπτυξη των νεοπαγών Εκκλησιών.

ΤΟ ΚΟΓΚΟΛΕΖΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
Τα προαναφερόμενα θα γίνουν κατανοητά αν χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένο τυπικό παράδειγμα. Ως «τυπικό» δύναται να θεωρηθεί το υπόδειγμα του Κογκό, επειδή:
α) Βρίσκεται στο κέντρο μιας ηπείρου, που σημαίνει πως δέχεται επιδράσεις απ' όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα και ταυτόχρονα, λόγω της γεωγραφικής εσωτερικότητας, δύναται να διατηρήσει τον εαυτό του απρόσβλητο από δευτερογενείς εξωτερικές επιδράσεις.
β) Μέχρι σήμερα διατηρείται το γλωσσικό ψηφιδωτό των 250 ιδιωμάτων. Το γεγονός δηλώνει τη διατήρηση ετερογενών αφετηριακών ριζών μέσα από το χρόνο.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Οι πηγές και oι αρχαιολογικές έρευνες για την περιοχή του Κογκό, που γνωρίζεται ως η περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Κογκό, είναι λίγες, αλλά αρκετές για να διαγραφεί το γενικό ιστορικό πλαίσιο. Οι μαρτυρίες αναγνωρίζουν την ύπαρξη κατοίκων στην εποχή των 10.000 π.Χ. ετών. Οι περισσότεροι μένουν κοντά ή μέσα στά δάση προκειμένου να ωφελούνται από τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα και το κυνήγι. Τα εκτεταμένα δάση ituri συγκεντρώνουν το μεγάλο αριθμό των διαφόρων μικρών ομάδων που κατοικούν εδώ. Το δάσος δεν προσφέρεται για τη συγκρότηση εκτεταμένων κοινωνικών ομάδων. Οι μικρές ομάδες διαβιούν ευκολότερα και μετακινούνται χωρίς δυσκολίες. Οι μικρές αυτές ομάδες αποτελούν τον πυρήνα της κογκολέζικης κοινωνιολογίας που βρίσκει τις ρίζες της στους πυρήνες αυτών των φυλετικών σχημάτων. Οι συγγενικοί δεσμοί και η αλληλοβοήθεια για να συγκρατηθεί η φυλή ενισχύουν την ταυτότητα των ομάδων αυτών. Οι μέχρι τότε ενυπάρχουσες έντονες φυλετικές διαφορές φέρουν μέσα τους τον απόηχο αυτής της δομής. Επειδή όλες oι φυλετικές αυτές ομάδες βρίσκονται σε μια «Ισορροπία αδυναμίας», δεν γίνονται επεκτατικές ή κατακτητικές. Καμία δεν υπερισχύει των άλλων, καμία δεν αναλαμβάνει το ρόλο του ηγέτη προς συγκρότηση «Ισχυρών» μεγάλων ομάδων. Μέχρι τότε η ιδιότροπος αυτή γενετική πληροφορία αποτελεί «εμπόδιο» για τη δημιουργία «εθνικής συνειδήσεως».

Η ΕΙΣΒΟΛΗ
Κατά το έτος 1000 π.Χ. γίνεται στην περιοχή μια εισβολή. Τα βορεινά και ανατολικά της περιοχής δέχονται μια εισβολή από τα λεγόμενα φύλα Μπαντού. Οι Μπαντού έχουν πιο υψηλό πολιτισμό, είναι οργανωμένοι σε πιο ισχυρές διοικητικές ενότητες, που αποκαλούνται βασίλεια και μιλούν γλώσσες της περιοχής του μέσου Νείλου και του σουδανικού νότου. Είναι σίγουρο πως οι Μπαντού έχουν δεχθεί έμμεσους μετασχηματιστικούς παράγοντες από τους μεγάλους μεσογειακούς πολιτισμούς και άμεσους διεγερτήριους ερεθισμούς από τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Μιμούνται την κρατική οργάνωση της αιγυπτιακής διοικήσεως και αποδίδουν στον αρχηγό-βασιλέα θεία ιδιώματα και συγγένειες και μυθικές καταβολές.
Τα φύλα Μπαντού εγκαθίστανται στις απέραντες πεδιάδες. Χρησιμοποιούν κυρίαρχη τεχνολογία καλλιεργειών και την προαναφερθείσα διοικητική δομή. Προσπαθούν να οργανώσουν βασίλεια και σταθερές μη νομαδικές θεσμικές εκφράσεις. Η αναμέτρηση με τις αδύναμες φυλές των δασών είναι δυσανάλογη. Αρχίζει η ενσωμάτωση στα βασίλεια. Η αλλοίωση γίνεται αργά. Η οριστική επικράτηση των Μπαντού φύλων φαίνεται πως έγινε στην περίοδο 1200-1500 μ.Χ. Τότε είναι που οργανώνεται και μια μεγάλη πόλη: η Mbanza Kongo Dia Nioiila (Η μεγάλη πόλη του βασιλέως). Την περίοδο αυτή έχουν οργανωθεί ήδη τέσσερα μεγάλα βασίλεια: Kongo, Lunda, Luba, Kuba. Οι παλαιές φυλές φαίνονται να εξαφανίζονται. Η αλήθεια όμως παρέμενε κάπου άλλου, μέσα στην κρυμμένη φυλετική ταυτότητα, που για λόγους βίας φώλιαζε στην καρδιά των βασιλείων που ποτέ δεν ανάπαυσαν τους «υπηκόους» τους.

ΟΙ ΔΥΤΙΚΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΕΣ
Οι δυτικές χριστιανικές ιεραποστολές συνάντησαν το υπόδειγμα της βασιλικής συγκροτήσεως τοπικών φυλών. Ελάχιστες είχαν καταφέρει να αποφύγουν την ένταξη της απρόσωπης χοάνης της βασιλείας. Αυτοί οι ελάχιστοι ήταν κρυμμένοι μέσα στα δάση. Κλασικό παράδειγμα οι Πυγμαίοι, που θεωρήθηκαν δύσκολοι για Ιεραποστολική προσέγγιση. Στα κείμενα των πρώτων ιεραποστολικών αναζητήσεων των δυτικών διαφαίνεται η αγωνία και αναζήτηση τρόπων σαρκώσεως στα δεδομένα του τόπου. Η προσπάθεια όμως για συγκατάβαση έχει ενώπιόν της το μοντέλο της βασιλικής διοργανώσεως. Μια διοικητική διοργάνωση δεν είχε τις προϋποθέσεις να δώσει κι ένα κοινό πρόσωπο τρόπων και ηθών διαβιώσεως. Γι’ αυτό ακριβώς ο δυτικός χριστιανισμός δεν ζυμώθηκε ουσιαστικά, ούτε ζύμωσε ουσιαστικά τα διάφορα φύλα, ούτε κατάφερε να ξεπεράσει μέσα στην Εκκλησία τις φυλετικές διαφορές.

ΟΙ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΕΣ
Οι δυτικοί αποικιοκράτες δεν ενδιαφέρονταν, φυσικά, για σάρκωση, αλλά για κατάληψη. Οι αποικιοκράτες ενδιαφέρθηκαν να κρατήσουν την «τάξη και την ασφάλεια» στις περιοχές που κατελάμβαναν, προκειμένου να αξιοποιήσουν με «τάξη και ασφάλεια» τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Ούτε και οι πιο έντιμοι δυτικοί μελετητές δεν προσπάθησαν να κατανοήσουν τους ιθαγενείς πολιτισμούς αναλύοντας το αρχικό τους κύτταρο. Οι κοινωνιολογικές αναλύσεις ενδιαφέρονταν για τα γενικά κοινωνικά φαινόμενα που εκδηλώνονταν στη διοργανωμένη δομή των κρατιδίων-βασιλείων. Όταν έγινε η μεγάλη «απελευθέρωση» των λαών της Αφρικής, στα μέσα του τελευταίου αιώνος, δημιουργήθηκαν «κράτη» τα οποία ένωναν τρία ή τέσσερα βασίλεια μιας περιοχής σε μια επίπλαστη ενότητα που είχε ένα όνομα που δεν ενδιέφερε τους λαούς. Όταν το βελγικό Κογκό απελευθερώθηκε, ονομάστηκε Ζαΐρ. Όταν πρόσφατα έγινε μια πολιτική αλλαγή, το όνομα του κράτους έγινε Κογκό. Λίγοι διαμαρτυρήθηκαν ή χάρηκαν για την αλλαγή. Οι κάτοικοι του τόπου δεν είχαν την αίσθηση της ενότητας που διασφαλιζόταν κάτω από τις ονομασίες Κογκό ή Ζαΐρ. Οι μόνες φωνές που ακούστηκαν προέρχονταν από το παλαιό βασίλειο του Κογκό, που ήταν ένα μόνο από τα τέσσερα που προαναφέραμε.

Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ
Η μελέτη της εθνοϊστορίας αποτελεί μια ισχυρή δυνατότητα για σωστή μελέτη των προβλημάτων σαρκώσεως σε κάποιους τόπους. Η Ορθοδοξία, που έχει μέριμνα για την αξιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των νεοφύτων του Σώματος του Χριστού, μ' αυτό τον τρόπο πρέπει να προσεγγίσει τους λαούς, δηλαδή τις επιμέρους φυλές, άσχετα από το μικρό ή όχι μέγεθος τους. Το Κογκό δεν υπάρχει ως ενιαία αχανής κρατική ενότητα. Αυτό είναι το πρώτο που θα κατανοήσει η ορθόδοξη προσέγγιση της ιεραποστολής. Στο Κογκό υπάρχουν ακόμη, άλλοτε εν υπνώσει και άλλοτε εν εγρηγόρσει, οι πυρήνες των φυλών. Η Ορθοδοξία πρέπει να προχωρήσει στην ταυτότητα του προσώπου των φυλών γνωρίζοντας, όσο γίνεται, την εθνοϊστορία τους. Όταν οι φυλές προσληφθούν μέσα από τα δικά τους δεδομένα στην Εκκλησία, τότε θα δυνηθούν να προχωρήσουν προς την έξοδό τους για κοινωνία με τη ζωή των άλλων φυλών. Αν δε γίνει αυτό, θα διατηρείται μέσα στην Εκκλησία το χάσμα των φυλών, δηλαδή η καλλιέργεια μελλοντικών σχισμάτων και εθνοφυλετισμών.

† π.Κ.Σ.
Πηγή: Περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ». Τεύχος 78, Απρίλιος-Ιούνιος 2001. Τίτλος περιοδικού: Αποστολή και Ιεραποστολή στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Μήνυμα Μεγάλης Παρασκευής

Μήνυμα Μεγάλης Παρασκευής


Μήνυμα Μεγάλης Παρασκευής
Μήνυμα Μεγάλης Παρασκευῆς
Μεγάλη Παρασκευή: «λύπη χαρᾷ σύμμικτος»
Καθώς ἡ σκυθρωπότητα τοῦ χειμῶνος ὑποχωρεῖ καί ἀρχίζουν νά διαφαίνονται τά σημεῖα τοῦ ἔαρος, ἐκδιπλώνονται μέ περισσότερη ἐνάργεια ἔμπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν μας τά θαυμάσια τῆς παντοδυναμίας, τῆς πανσοφίας καί ἀγαθότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅμως, περισσότερο θαυμαστό ἀπό τήν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τεχνούργησε τό παναρμόνιον σύμπαν καί τήν φιλόξενη σφαῖρα τῆς ὑφηλίου, τήν ὁποίαν κατοικοῦμε, εἶναι τό γλυκύ ἔαρ τῆς Θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, ἡ χάρις στήν ἄπειρη θεϊκή ἀγάπη Σταύρωση τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: «Τίς λόγος ἀξίως ἐφικέσθαι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ δύναται; Τάς μέν οὖν ἄλλας παρήσω, εἰ καί καθ΄ ἑαυτάς ὑπερβάλλουσι μεγέθει καί χάριτι. Οὐ γάρ ἀφείθημεν ὑπό τῆς ἀγαθότητος τοῦ Δεσπότου, οὐδέ ἐνεκόψαμεν αὐτοῦ τήν εἰς ἡμᾶς ἀγάπην, ἀλλά ἀνεκλήθημεν ἐκ τοῦ θανάτου καί ἐζωοποιήθημεν πάλιν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὁ Ὁποῖος «τῆς κατάρας ἡμᾶς ἐξηγόρασε, γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλ. 3, 13).
Γιατί ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ἔγινε διά Σταυροῦ ; «Προτιμᾷ τόν πιό ἄτιμο θάνατον», ἀπαντοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες, «ὥστε καί μέ αὐτό νά φανερώσει τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς, ὑποβαλλόμενος ὄχι σέ θάνατο ἁπλό, ἀλλά γεμᾶτο ἀπό ἐντροπή, θάνατο τόν ὁποῖον ὁ καθένας ἀπεύχεται», ὥστε «νά φανερώσει ἀνάμεσα μας τελειότατο ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς, γιά νά θεραπεύσει τό πταῖσμα τῆς ὑπερηφανίας καί νά λύσει τά δεσμά της καί ὥστε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων μέ ἀνάλογη θέρμη, μέσῳ τοῦ ὑποδείγματός Του, νά τίς μεταστρέψει ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν γηΐνων πρός τόν ἔρωτα τῆς θείας δόξης».
Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς «ἔδωκεν ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων, τό μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις» (Α΄ Τιμ. 2, 6) - ἀντίλυτρο στόν θάνατο πού βασίλευε ἐπάνω μας λόγῳ τῆς ἁμαρτίας - ἀπέδειξε τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, «ὡς ἄν ἡ θεία δικαιοσύνη ἐν τῷ τούς ἀνθρώπους πάντας ἰατρεύειν περισωθῇ». Διότι διέσωσε διά τοῦ Σταυροῦ Του ὅλους τούς δικαίους ἐξ ἀρχῆς τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, οἱ ὁποῖοι ἀδίκως κατέχονταν ἀπό τίς συνέπειες τῆς προπατορικῆς πτώσεως, ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού συνιστᾷ θάνατο τῆς ψυχῆς καί ἀπό τόν θάνατο τοῦ σώματος. Ἡ διάσωση τῶν ἀνθρώπων δέν ἔγινε διά τῆς παρακάμψεως τῶν θείων ἐνταλμάτων καί τῶν πνευματικῶν νόμων, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπίνη φύση στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, αὐτεξουσίως ὑποτασσομένη στό Ποτήριον τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ Πατρός καί μέσῳ τῆς παντοδυναμίας τῆς Θεότητος τοῦ Σαρκωθέντος καταργεῖ ἐπί τοῦ Σταυροῦ τό καύχημα τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐξουσιῶν τοῦ σκότους εἰς βάρος μας, καθώς προσηλώνεται καί ἐξαλείφεται στόν Σταυρό ἡ ἐναντίον μας καταδίκη (Κολ. 2, 14.15)· «καί συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταυτῷ γενέσθαι παραδόξως· ὅτι τε ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καί ὁ  θάνατος καί ἡ φθορά διά τόν συνόντα Λόγον ἐξηφανίζετο».
Ὁ φιλάνθρωπος Χριστός ἀνέμειξε μέ τήν δική μας ἀσθενῆ φύση τήν παντοδύναμη Θεότητά Του, ὥστε νά νικήσει ἡ ἀνθρώπινη φύση τόν θάνατο ψυχῆς καί σώματος μέ τή βοήθεια τῆς Θεότητος· «διά τοῦτο τήν ἑαυτοῦ δύναμιν ὁ Θεός ταῖς ἡμετέραις ἀνέμιξεν ἀσθενείαις,  ἵνα καί κοινά γένηται τά τῆς νίκης καλά τοῖς πρίν ἀσθενέσιν», «ἵνα ἡττηθέντος θανάτου καί πεπατημένης τῆς φθορᾶς, ἡ τῆς Ἀναστάσεως δύναμις εἰς ἅπαν ἔρχηται τό ἀνθρώπινον γένος»· καί ἡ μέν ἀνθρώπινη φύση ὑπῆρξε τό «δέλεαρ» τό ὁποῖο κατέπιε ὁ θάνατος, ἡ δέ ζωοποιός Θεότητά Του κεκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ «δολώματος» αὐτοῦ, κατήργησε τελικῶς τόν θάνατο καί ἔσωσε τίς ἐν ἅδῃ κατεχόμενες ψυχές τῶν πιστευόντων στόν Θεάνθρωπο δικαίων·  «καταπιών γάρ ὁ θάνατος τόν ὑπέρ πάντων Ἀμνόν, πάντας ἐξήμεσεν ἐν αὐτῷ τε καί σύν αὐτῷ».
Ἡ ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι ἡμέρα πένθους: «Ὁ Δεσπότης ἡμῶν, φεῦ, ἐπί Σταυροῦ. Δακρύων καί σκυθρωπότητος ὁ καιρός, οὐ φιλοτιμίας ἐν θνητῷ τινι πράγματι». Σέ ἀντίθεση ὅμως μέ τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί λοιπούς Μαθητές, στούς ὁποίους ἡ ἔνδοξη ἔκβαση τοῦ σωτηρίου Πάθους δέν ἦταν ἀκόμη γνωστή, ἔχει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐδῶ καί αἰῶνες, σαφῆ καί βέβαια τά τεκμήρια τῆς νίκης ἐπί τοῦ θανάτου καί τούς ἀρραβῶνες τῆς μελλούσης ζωῆς· διά τοῦτο εἶναι «ἡ λύπη χαρᾷ σύμμικτος», διότι «Χριστέ βασιλεῦ, τοῦ σοῦ πάθους καρπῶν ἀπολελαύκαμεν ἤδη καί ταῖς τῶν ἀμεινόνων ἐλπίσιν αὖθις τερπόμεθα, ὧν ἀρραβῶνες ἡμῖν αἱ μυστικαί σου γίνονται χάριτες». Καί ἄν ἀκόμη ὑφίστανται ὅλοι οἱ πιστοί τόν σωματικό θάνατο καί τίς δοκιμασίες τοῦ παρόντος βίου χάριν τῆς Πίστεως καί τῆς εὐσεβείας, τοῦτο δέν εἶναι παρά ἡ μερίδα τῆς συμμετοχῆς μας στή σωτηρία μας καί ἐξομοίωσις πρός τόν Ἐσταυρωμένον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τούς σταυρωτάς Του, ἔχει ἤδη νικήσει: «Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς· διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας· διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν· καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη».
Ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος
† Ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Ο ιερός Χρυσόστομος για την Ανάσταση του Χριστού


Η Ανάσταση του Κυρίου είναι η εορτή των εορτών της Εκκλησίας μας και το ακράδαντο θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα της Πίστεώς μας.
Το ότι υπάρχει μέχρι σήμερα Εκκλησία, παρά τους φοβερούς διωγμούς, που υπέστησαν οι πιστοί μέσα στη δισχιλιετή ιστορία της, οφείλεται στο ότι ο Ιδρυτής της Κύριος Ιησούς Χριστός νίκησε το θάνατο και ζει στους ουρανούς και κατευθύνει την πορεία της στον κόσμο.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η πηγή της δυνάμεως της Εκκλησίας ως συνόλου και κάθε πιστού προσωπικά.
Οι ιεροί υμνογράφοι με εξαίρετους ύμνους τονίζουν σε όλους τους ήχους και τους τόνους τη μεγάλη εορτή της Αναστάσεως. Και οι άγιοι Πατέρες, με το ιδιαίτερο χάρισμά του καθένας, παρουσιάζουν το νόημα της Αναστάσεως και τη σημασία της για τη ζωή μας.
Ο ιερός Χρυσόστομος επανειλημμένα ομιλεί με ενθουσιασμό για την Ανάσταση του Χριστού, απολογούμενος μάλιστα κάποτε προς τους απίστους και αμφιβάλλοντας.
Η Ανάσταση του Χριστού
Πάρα πολύ μεγάλη πραγματικά απόδειξη της Αναστάσεως είναι το ότι ο Χριστός, που θυσιάστηκε στο Σταυρό, μετά το θάνατό του επέδειξε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε έπεισε ανθρώπους, που ζούσαν σε διάφορες περιοχές, να περιφρονήσουν, χάριν της πίστεως προς αυτόν και της ομολογίας αυτής της πίστεώς τους, και την πατρίδα τους και την οικογένειά τους και τους φίλους τους και τους συγγενείς τους και αυτή τη ζωή τους και να προτιμήσουν αντί των ευχαρίστων και τερπνών του κόσμου, που τους υπόσχονταν οι εχθροί της Πίστεως, και μαστιγώσεις και κινδύνους και μαρτυρικό θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα κάποιου νεκρού, που έμεινε κλεισμένος στον τάφο του, αλλά κάποιου που ανεστήθη και ζει. (PG 50,593)
Τι μεγαλύτερη απόδειξη της Αναστάσεως του Χριστού ζητάς, όταν βλέπεις να έχει γίνει τόσο μεγάλη μεταβολή των πραγμάτων έπειτα από εκείνο το γεγονός; Γυναίκες, που εκ φύσεως είναι δειλές, παρουσιάζονται ατρόμητες εμπρός στον θάνατο, ενώ ο θάνατος πριν από την Ανάσταση ήταν φοβερός και φρικτός και στους αγίους άνδρες. (PG 50, 629)
Πολλοί ερωτούν, γιατί άραγε, όταν ανεστήθη ο Χριστός δεν εμφανίσθηκε στους Ιουδαίους; Η ερώτηση αυτή όμως είναι περιττή και μάταιη. Διότι εάν επρόκειτο να τους ελκύσει προς την πίστη με την εμφάνισή του μετά την ανάσταση του σ’ αυτούς, δεν θα απέφευγε να το κάνει. Ότι όμως δεν επρόκειτο να τους ελκύσει προς την πίστη, αν εμφανιζόταν σ’ αυτούς μετά την ανάστασή του, φαίνεται με την περίπτωση του Λαζάρου. Διότι αυτόν που ήταν νεκρός τέσσερις μέρες και μύριζε και είχε αρχίσει να αποσυντίθενται τον ανέστησε και του έδωσε δύναμη να βγει από τον τάφο του, όπως ήταν δεμένος με νεκρικούς επιδέσμους εμπρός στα μάτια όλων, και παρά ταύτα όχι μόνο δεν τους είλκυσε προς την πίστη, αλλά και τους ερέθισε περισσότερο. Διότι αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο. Εάν λοιπόν ανέστησε κάποιον άλλον και δεν επίστευσαν, άραγε ανασταίνοντας τον εαυτό Του και δείχνοντάς τον σ’ αυτούς, δεν θα κυριεύονταν και πάλι από μανία εναντίον του;

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Αββάς Δωρόθεος

Εκδοσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Mακάριος ἀνήρ

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα

Γιὰ τὸν θάνατο

Γιὰ τὸν θάνατο

 Metropolitan Anthony Bloom
 Νὰ ζοῦμε τὴν κάθε στιγμὴ
Ὁ θάνατος εἶναι τὸ κριτήριο ποὺ δοκιμάζει τὴ στάση μας γιὰ τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοβοῦνται τὸν θάνατο, φοβοῦνται τὴ ζωή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς φόβο γιὰ τὴ ζωὴ μὲ ὅλη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τοὺς κινδύνους της, ἀλλὰ νὰ φοβᾶται τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν εἶναι πολυτέλεια ν’ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ζήτημα τοῦ θανάτου. Ἐὰν μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναλάβουμε μία διακινδύνευση, ἀλλὰ θὰ σπαταλήσουμε τὴ ζωή μας μὲ δειλό, περιδεῆ καὶ φοβισμένο τρόπο. Μόνο ἐὰν μάθουμε ν’ ἀντιμετωπίζουμε τὸν θάνατο, ἐὰν βροῦμε τὸ νόημά του καὶ καθορίσουμε τὴ θέση του στὴ ζωή μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἄφοβα καὶ μὲ πληρότητα. Συχνὰ περιμένουμε νὰ φθάσουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τὸν θάνατο, ἐνῶ θὰ εἴχαμε ἴσως διαγράψει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ζωὴ ἐὰν τὸν ἀντιμετωπίζαμε νωρίτερα.
Μία πατερικὴ νουθεσία, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται μέσα στοὺς αἰῶνες, λέει ὅτι θὰ πρέπει νὰ νήφουμε ἔχοντας καθημερινὰ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Μόνο ποὺ ἡ ἁπλὴ ἀναφορὰ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀνασφάλειες καὶ ἔλλειψη πίστης καὶ βιώματος, θὰ τὸν κάνει νὰ σκεφτεῖ ὅτι καλεῖται νὰ ζήσει στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, σὲ μιὰ κατάσταση μελαγχολίας. Θὰ νομίσει ὅτι ὁ θάνατος τὸν περιμένει σὲ κάθε του βῆμα καὶ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἔχει πιὰ κανένα νόημα. Ἡ σταθερὴ καὶ βαθειὰ μνήμη τοῦ θανάτου θὰ λειτουργήσει γι’ αὐτὸν σὰν Δαμόκλειος σπάθη ποὺ ἐπικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς. Μιὰ τέτοια κατανόηση βέβαια δὲν ἔχει νόημα. Χρειάζεται νὰ καταλάβουμε τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σὲ ὅλη της τὴ σημασία: ὡς τὴν καταξίωση τῆς ζωῆς, ὄχι τὴν ἀπαξία της.
Τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν περνοῦμε καταστρώνοντας σχέδια σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσουμε μιὰ ἄλλη ζωὴ σὲ ἕναν μεταγενέστερο χρόνο. Δὲν ζοῦμε μὲ τρόπο ἀποφασιστικό, ἀλλὰ φευγαλέο. σὰν νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μέρα ποὺ πραγματικὰ θ’ ἀρχίσουμε νὰ ζοῦμε. Μοιάζουμε μὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φτιάχνουν ἕνα πρόχειρο περίγραμμα μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸ ὁλοκληρώσουν ἀργότερα. Τὸ πρόβλημα, ὡστόσο, εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ τελικὴ ἐκδοχὴ δὲν ἔρχεται ποτέ. Ὁ θάνατος μᾶς προλαβαίνει πρὶν βροῦμε τὸν χρόνο, ἢ ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ ὁριστικοποιήσουμε τὴν ἐπιθυμία μας μὲ μιὰ πιὸ συγκεκριμένη μορφή. Μεταθέτουμε συνεχῶς τὴν ἀπόφασή μας γιὰ τὴν ἐπαύριο. Κι ἂς γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸ τὸ αὔριο δὲν ἔρχεται ποτέ.
Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐπαγρύπνιση μπροστὰ στὸν θάνατο δὲν μᾶς προσκαλεῖ σὲ μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ τρόμου, μήπως ὁ θάνατος μᾶς προφτάσει ξαφνικά, ἀπροετοίμαστα. Ἀλλά, μᾶλλον μᾶς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση γιὰ τὴν κάθε πράξη, τὰ λόγια, τὰ ἀκούσματα καὶ τὶς ἀντιδράσεις μας ποὺ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἐμπειρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἐὰν μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη στὸ νοῦ συνδιαλεγόμασταν μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται ἀπέναντί μας, θὰ εἴμασταν πολὺ πιὸ προσεχτικοὶ στὸν λόγο καὶ τὴ στάση μας.
Ἐὰν εἴχαμε ἀσκηθεῖ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν σπουδαιότητα κάθε στιγμῆς ὡς τελευταίας, ὁλόκληρη ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε ριζικά. Ὁ ἀργὸς λόγος ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἐπικρίνει (Ματθ. 12:36), ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἐπιλογὲς καὶ ἐνέργειες ποὺ στεροῦνται νοήματος καὶ ἀποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ. Θὰ ζυγίζαμε τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις μας ὥστε νὰ ὁδηγοῦν τὴ ζωὴ πρὸς μία κορύφωση καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν τελειότητα τῆς σχέσης –τίποτε λιγότερο.
Μόνο ἡ σκέψη τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ δώσει στὴ ζωὴ αὐτὴ τὴ νήψη καὶ τὸ βάθος, νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν ἴδια τὴ ζωή. Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ κάνει τὴ ζωὴ τόσο ἔντονη ὥστε κάθε στιγμὴ τοῦ παρόντος νὰ περικλείει ὁλόκληρη τὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκητὲς καὶ ἐρημίτες πολέμησαν ἐνάντια στὴν ἀκηδία, τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀμέλεια, ἐνάντια δηλαδὴ σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς συμπεριφορὲς ποὺ μᾶς κλέβουν τὴν εὔκαιρη στιγμὴ καὶ μᾶς ἐκτρέπουν σὲ ἀδιαφορία. Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πράγματα ποὺ καλούμαστε νὰ μάθουμε εἶναι ἡ ἐγρήγορση, τόσο ἀπέναντι στὸν ἑαυτὸ μας ὅσο καὶ ἀπέναντι στὴν κατάσταση τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση ποὺ θὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία τόσο τῆς ζωῆς ὅσο καὶ τοῦ θανάτου. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ σὲ κάθε στιγμὴ εἶναι μία ἔσχατη πράξη.
Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μαρτυρίες ἄλλων, ὅτι ἀπέναντι στὸν θάνατο αἰσθανόμαστε φόβο καὶ ἀνασφάλεια. Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, αὐτὸ ποὺ πιὸ πολύ μᾶς φοβίζει εἶναι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου παρὰ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων θὰ ἀποδεχόταν τὸν θάνατο ἐὰν εἶχε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἔρθει ὅπως ὁ ὕπνος, χωρὶς νὰ μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ἢ ἀβεβαιότητας.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι συχνὰ ὁ θάνατος περικλείεται ἀπὸ ἕνα εἶδος γοητείας, σχεδὸν θελκτικότητας. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὔχονται «νὰ εἶχαν πεθάνει». Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐπιθυμοῦν εἶναι ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ κάθε εὐθύνη ἀπέναντι στὸν ἑαυτό τους, τὸν Θεό, ἢ τὸν πλησίον τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν βρεφικὴ ἡλικία τοῦ ἀνέμελου παιχνιδιοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς θὰ προτιμοῦσαν νὰ βλέπουν τὴ ζωὴ σὰν παιχνίδι παρὰ νὰ ζοῦν μὲ ὑπευθυνότητα. Συνεπῶς, ὁ θάνατος λογίζεται σὰν τὸν τρόπο ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὶς δεσμεύσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ὡστόσο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἔτσι γίνεται ὁ δρόμος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανείς, πλανώμενος, ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὅσα προσφέρει ἡ ζωὴ στὸ ἐπίπεδό τῆς πρόκλησης καὶ τῆς σχέσης. ὅταν κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο θὰ πρέπει νὰ τὸν καλέσουμε νὰ ἀναρωτηθεῖ μήπως ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου ἐκ μέρους του κρύβει μέσα της τὸν φόβο γιὰ τὴ ζωή. Ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν θάνατο ἂς μὴν εἶναι ρομαντική.
Ἐὰν κοιτάξουμε τὸ βίο τῶν ἁγίων θὰ ἀνακαλύψουμε μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου. Ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν θάνατο δὲν θεμελιώνεται στὸν φόβο τους γιὰ τὴ ζωή. ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1:21, 23), ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη καταλλαγή του μὲ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος ἐμφανίζεται στὸν ἀπόστολο ἐν εἴδει θύρας ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο γιὰ τὴν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο συνάντηση μὲ τὸν Κύριο ποὺ ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ ἐλπιδοφόρες σκέψεις καὶ εὐχολόγια.
Γιὰ νὰ λαχταρᾶ κανεὶς τὸν θάνατο μὲ αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο τρόπο καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν βλέπει ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ζωῆς του θὰ πρέπει νὰ βιώνει τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή. Δὲν θὰ πρέπει νὰ σκεφτόμαστε τὴν αἰωνιότητα σὰν κάτι ποὺ θὰ ἔλθει μεταγενέστερα, σὰν ἕνα εἶδος μελλοντικῆς εὐτυχίας ἢ μελλοντικῆς ἐξασφάλισης.
Οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν ἄφοβοι μόνο ὅταν οἱ ἴδιοι ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔγιναν μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. ὅσο ἀκόμα δὲν εἶχαν γίνει μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ παρέμεναν ἄγευστοι τοῦ Πνεύματος, ἦταν ἀγκιστρωμένοι στὸν φόβο τῆς ἐφήμερης ζωῆς τους. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ἐξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πὼς ὁ φθόνος, οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ θάνατος δὲν θὰ ἔκαναν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ζωῆς καὶ νὰ τοὺς εἰσαγάγουν στὸ ἀτέλεστο βάθος τῆς αἰωνιότητας, τῆς «ἀεικίνητης στάσης» κατὰ τὴν παράδοξη φράση τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ. Κι αὐτὴ ἡ αἰωνιότητα ἦταν γνώριμη ὡς παροῦσα ἐμπειρία, ὄχι ἁπλὰ σὰν μέρος τῆς πίστης. Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἴσχυε καὶ στοὺς μάρτυρες. Ἦταν πρόθυμοι νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ μετέχουν στὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς αὐταπάρνησης, γιατί εἶχαν ἤδη γευτεῖ τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή.
Ὁ θάνατος ὡς καθημερινὸ γεγονὸς
Θὰ μαθαίναμε περισσότερα γιὰ τὸν θάνατο ἐὰν μπαίναμε στὸν κόπο νὰ ἐξετάσουμε τὴν προσωπική μας ἐμπειρία. Ὁ θάνατος μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ οἰκεῖος ἀπ’ ὅσο φανταζόμαστε καὶ ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ μιλήσουμε γιὰ κάποια ἐμπειρία «θανάτου» ποὺ ὅμως πολὺ ἀπέχει ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἴσθηση φόβου.
Κατὰ μία πρακτικὴ ἔννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω τὴν αὐτοσυνειδησία μου καὶ περιπίπτω σὲ μία κατάσταση λήθης». Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ προξενεῖ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους φόβο. Κι ὅμως, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παραδίδεται στὸν ὕπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ λήθη, χωρὶς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αἰσθανόμαστε βέβαιοι –σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀδικαιολόγητα βέβαιοι- πὼς τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξυπνήσουμε. Ἐλπίζουμε ὅτι τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξημερώσει καὶ γιὰ μᾶς κι ὅτι ὁ ὕπνος δὲν εἶναι παρὰ μία προσωρινὴ ἐμπειρία. Ἄς παραβάλλουμε αὐτὴ τὴ διαδικασία μὲ ἐκείνη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀφύπνισης στὴν αἰωνιότητα. Γιατί στὴν πραγματικότητα παίρνει κανεὶς μεγάλο ρίσκο ὅταν κλείνει τὰ μάτια καὶ ἀποκοιμιέται.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἐπικίνδυνος τόπος ἀπὸ τὸ κρεβάτι μας, ἂν ἀκούσουμε τὴν ἱστορία τοῦ ναυτικοῦ καὶ τοῦ βοσκοῦ ποὺ συγκρίνουν τοὺς κινδύνους τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς. Ὁ βοσκὸς ἐπιμένει ὅτι οὐδέποτε θὰ ριψοκινδύνευε νὰ ζήσει στὴ θάλασσα. Ὁ ναυτικὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ρωτᾶ τὸν βοσκό: «Πῶς πέθανε ὁ πατέρας σου;» «Πέθανε στὸ κρεβάτι του». «Κι ὁ δικός του πατέρας;» «Κι ἐκεῖνος στὸ κρεβάτι του». Καὶ ἔκπληκτος ὁ ναυτικός: «Καὶ τολμᾶς νὰ ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἀντικρύζουμε τὸν θάνατο κάθε βράδυ, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ σιγουριά. Κι ὅταν αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ προσωρινὸς θάνατος δὲν ἔρχεται τόσο εὔκολα, καταφεύγουμε ἀκόμα καὶ σὲ τεχνητὲς μεθόδους γιὰ νὰ τὸν συναντήσουμε. Δὲν εἶναι περίεργο ποὺ δὲν βγάζουμε συμπεράσματα ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα στὴ ζωή;
Ἀλλὰ καὶ μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ἡ ἐμπειρία τοῦ θανάτου μας εἶναι οἰκεία, καθὼς στὴ διάρκεια τοῦ βίου «πεθαίνουμε» μὲ πολλοὺς τρόπους. ὅταν περνοῦμε ἀπὸ τὴ βρεφικὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ κατόπιν στὴ νεότητα καὶ τὴν ἐφηβεία κι ἀπὸ κεῖ στὴν ὡριμότητα καὶ τὰ γειρατιά, φανταζόμαστε ὅτι ἁπλὰ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο στὸ ἄλλο. Κι ὅμως, ἐφόσον ἐξελισσόμαστε, μία σειρὰ ἀπὸ πράγματα ποὺ εἴχαμε πρὶν οἰκειοποιηθεῖ πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί ἀλλιῶς, ἐὰν ὡς νέοι ἢ ἐνήλικες διατηρήσουμε τὰ χαρακτηριστικά τῆς νηπιότητάς μας, θὰ γίνουμε παιδαριώδεις. Προκειμένου νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ὡριμότητα κάθε ἑπόμενου σταδίου τῆς ἐξέλιξής μας, πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε ὅτι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τὰ ἀποχωριζόμαστε γιὰ πάντα. Κι αὐτὸς ὁ ἀποχωρισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἐπίπονη καὶ δύσκολη διαδικασία, κατὰ κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη ὅσο καὶ ὁ σαρκικὸς θάνατός μας. Πολλοὶ γονεῖς ἔχουν παρόμοια ἐμπειρία: λαχταροῦν γιὰ τὸ παιδί τους νὰ παραμείνει μικρὸ ἀγόρι καὶ στὸ βάθος ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴ θέα τοῦ νέου ἐνήλικα ποὺ ἀπεκδύεται τὴ νεότητά του.
Ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου μέσα στὴ ζωὴ μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε στιγμή. Αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε πιὸ ἐνεργά. ἔτσι, ὥστε νὰ φοβόμαστε λιγότερο τὸν θάνατο ὡς τελεσίδικη ἀπώλεια. Θὰ μάθουμε μᾶλλον νὰ τὸν θεωροῦμε ὡς ἀναπόφευκτο μέρος τῆς διαδικασίας ἐκείνης μὲ τὴν ὁποία ὡριμάζουμε πρὸς τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς.
θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ
Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀπωλέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Πρόκειται γιὰ φράση διφορούμενη, ὅπως κάθε τί ποὺ λέγεται γιὰ τὸν θάνατο. Μήπως σημαίνει τὴν αὐτοκαταστροφή; Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν. Συνήθως εὐτυχῶς ἀποτυγχάνουν, ἀλλὰ τοὺς ἀπομένει ἡ πληγὴ τῆς τρομακτικῆς τους ἀπόπειρας. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει στὴν πραγματικότητα τὴν ἀποδοχὴ ἐκείνης τῆς διαδικασίας ἀπέκδυσης ἕως ὅτου φτάσουμε στὸ σημεῖο νὰ βροῦμε ὅτι μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἀληθινὸς καὶ βαθὺς ἐαυτὸς ποὺ ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα κι ἕνα ἄλλο ρηχὸ «ἐγὼ» ποὺ πρέπει ν’ ἀποβάλλουμε. Χρειάζεται νὰ ἀπωλέσουμε αὐτὸν τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτὸ προκειμένου νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.
Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἀποκτοῦν τὴ συνείδηση τῆς ὕπαρξής τους μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοεπιβεβαίωση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦν ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ οἱ ἄλλοι βέβαια ἀντιδροῦν, προσπαθώντας νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπέναντι σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἐπίθεση. Ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴ μὴ αὐτὸ-δικαίωση καὶ νὰ σταματήσουμε νὰ ὑπογραμμίζουμε τὴν ὕπαρξή μας ἀπέναντι στοὺς τρίτους: Μόνο ἐὰν πιστέψουμε -μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐμπειρίας- ὅτι οἱ ἄλλοι πράγματι δέχονται τὴν ὕπαρξή μας καὶ μᾶς ἀγαποῦν. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς γνωρίζει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ. ἔχουμε ἀνάγκη τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ πλησίον, ἔστω ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μᾶς πεῖ «εἶσαι μοναδικὸς γιὰ μένα». Ὁ Gabriel Marcel ἐπιμένει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία του ὅτι τὸ νὰ πεῖ κάποιος σ’ ἕνα πρόσωπο «σ’ ἀγαπῶ» εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέει «δὲν θὰ πεθάνεις ποτὲ» ἢ ἀλλιῶς «εἶσαι τόσο πολύτιμος γιὰ μένα ποὺ θὰ σὲ ἀναγνωρίσω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν κανεὶς ἄλλος δὲν τὸ κάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μένα». Θὰ πετυχαίναμε πολλὰ ἐὰν εἴμασταν πρόθυμοι νὰ ἀναγνωρίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν ἡ ἄλλη ὕπαρξη ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία πρόκληση, ἐνίοτε καὶ μία ἀντιπαλότητα, καὶ μᾶς φέρνει φόβο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ὁδηγούμασταν πρὸς τὴν ὡριμότητα ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἀναγνωρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ μαρτυροῦμε τὴν μοναδικότητά του, ἀνεξαρτήτως κόστους.
Θὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὸ κουράγιο νὰ πολεμήσουμε ἐνάντια στὸν φόβο ποὺ μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν ξεπεράσουμε. Σὲ κάθε βῆμα θὰ πρέπει νὰ ἀποποιούμαστε τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἀφήνουμε χῶρο στὸ εἶναι τοῦ ἄλλου. Καλούμαστε σταδιακὰ νὰ θανατώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὥστε ὁ πλησίον μας νὰ ζήσει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ: «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἑλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3:30). ἔτσι, ὁ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ σημαίνει ὅτι ἀφήνουμε μέσα μας μόνο ὅ,τι εἶναι οὐσιῶδες γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.
Ὁ θάνατος ὡς ἐχθρὸς καὶ φίλος
Κι ὅμως τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἡ ζωὴ εἶναι Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι θάνατος δὲν εἶναι ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ἐφήμερη ζωή, ἀλλὰ ἡ ἔνδυση τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο, κι ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Γραφῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πεθάνει. Ἡ κλήση του εἶναι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς διάστασης ἀπὸ τὸ πλησίον, τοῦ διχασμοῦ του ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο ἑαυτό του. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15:26). Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ἐχθρός, τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ δικός μας.
Πράγματι, εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ δραματικὸ τρόπο, ἀφοῦ ἐκτείνεται ἀκόμα καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Παρόλο ὅμως ποὺ εἶναι τόσο τρομερὸς ἐχθρός, τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὸν παραδίδεται ἀκόμα κι ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει χωρὶς νόημα. Ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει κάτι κακὸ καθαυτὸ μέσα στὸν ἴδιο τὸν θάνατο ποὺ νὰ βεβηλώνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀποθανόντος. Ὁ Χριστὸς πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ κατῆλθε στὸν ἅδη, ἀλλὰ δὲν ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου.
Ἔτσι ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ ἀντίφαση. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ θάνατος ὡς συνέπεια τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει, κι ὀφείλουμε νὰ τὸν νικήσουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μόνον ὁ θάνατος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σπάσουμε τὸν ἀέναο κύκλο τοῦ διηνεκοῦς –καὶ τὸ διηνεκὲς εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε θάνατος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς, σιγὰ-σιγὰ θὰ καταλήγαμε στὸν μαρασμὸ καὶ τὴν ἀποσύνθεση χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν τρόμο μιᾶς τέτοιας καταστροφῆς.
Κάθε χρόνο τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης καὶ τὶς σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν ψάλλουμε «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἀλλὰ τί βλέπουμε; Τὸν θάνατο ἐλεύθερο καὶ ἐνεργό, τοὺς ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ὅπως πρίν. Δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κηρύττουμε κάτι ποὺ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναληθές.
Ὡστόσο, καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι ὁ θάνατος ἔχει δύο ὄψεις. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸν σαρκικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἔχουμε ἐπίσης καὶ τὸν θάνατο ποὺ νοεῖται ὡς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς κάθοδος στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών, τὸν τόπο τῆς ὁριστικῆς καὶ ριζικῆς του ἀπουσίας. Αὐτὴ ἡ δεύτερη ὄψη τοῦ θανάτου εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ καὶ σκληρή. Ὁ Κύριος βίωσε καὶ τὶς δύο ὄψεις τοῦ θανάτου. Ἐπέλεξε νὰ συμμεριστεῖ μαζί μας ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ κακοῦ –ἀκόμα καὶ τὸν πλήρη χωρισμό του ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ παρόλο ποὺ ἐνσκήπτει στὸν τόπο ὅπου κατέρχονται ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀπωλέσει τὸν Θεό, φέρει μαζί του τὴν πληρότητα τῆς θείας παρουσίας. ἔτσι, δὲν ὑπάρχει πλέον τόπος ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε πῶς μορφώνεται καὶ ἡ δική μας κατάσταση μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ πρέπει νὰ ὑποστοῦμε ἕναν θάνατο προσωρινό, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν περιγράφει ὡς κοίμηση. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκεῖνος ὁ θάνατος ποὺ ἦταν ὁ τρόμος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ αὐτὴ τὴν ἔννοια πράγματι ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀκόμα καὶ τώρα –ἔστω δισταχτικὰ καὶ σὲ στάδιο ἐμβρυακὸ- γινόμαστε κληρονόμοι τῆς αἰωνιότητας.
Ὅταν ἀνακαλοῦμε τὸ παρελθόν, συχνὰ θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας πρόσωπα ποὺ πλέον δὲν βρίσκονται δίπλα μας νὰ ἀγαπήσουμε. Υἱοθετοῦμε αὐτὴ τὴν ἐντύπωση γιατί ἁπλὰ στρεφόμαστε πρὸς λάθος κατεύθυνση. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τῶν νεκρῶν ἀλλὰ τῶν ζώντων (Ματθ. 22:33), τότε ὅλοι ὅσοι ἔφυγαν ἀπὸ τούτη τὴ γῆ, εἶναι ζωνταντοὶ ἐν Χριστῷ. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ στραφοῦμε πρὸς αὐτοὺς γιὰ συγχώρεση καὶ μεσιτεία. Δὲν εἶναι ποτὲ ἀργὰ ἐὰν ἀληθινὰ πιστεύουμε τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ τῶν ζώντων. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἀγάπη μας σὲ χρόνο παρελθόντα. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος δὲν διασπᾶ τὴν σχέση, ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ζωντανὴ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ συναντήθηκαν καὶ ἀγαπήθηκαν σὲ τούτη τὴ ζωή.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ποτὲ τὸ τέλος. Συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε ὅταν πεθαίνουμε, ἀκόμα καὶ σὲ τούτη τὴ γῆ, ἀφοῦ κληρονομοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ὕπαρξής μας σὲ ὅσους ἀκολουθοῦν. Καὶ συνεχίζουμε νὰ φέρουμε πάντοτε εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπήχηση τῆς βιωτῆς μας.

Σκέψεις γιὰ τὸν θάνατο

Σκέψεις γιὰ τὸν θάνατο

 Ἅγιος Ἰγνάτιος  Μπριαντσανίνωφ
tt1Ὁ κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, κλῆρος ἀναπόφευκτος, εἶναι ὁ θάνατος. Τὸν φοβόμαστε ὡς τὸν πιὸ ἄσπονδο ἐχθρό μας. Τὰ θύματά του τὰ κλαῖμε πικρά. Ὡστόσο ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε θάνατος, ζοῦμε σὰν νὰ εἴμαστε αἰώνιοι πάνω στὴ γῆ. Τάφε μου! Γιατί σὲ ξεχνῶ; Ἐσὺ μὲ περιμένεις. Περιμένεις νὰ γίνω ὁ κάτοικός σου. Καὶ θὰ γίνω. Γιατί, λοιπόν, σὲ ξεχνῶ καὶ ζῶ σὰν νὰ περιμένεις κάθε ἄλλον ἄνθρωπο ἐκτὸς ἀπὸ μένα;
Ἡ ἁμαρτία μοῦ στέρησε καὶ μοῦ στερεῖ τὴ γνώση καὶ τὴν αἴσθηση κάθε ἀλήθειας. Μοῦ κλέβει, μοῦ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν νοῦ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τοῦ τελευταίου καὶ συνάμα τοῦ πιὸ σημαντικοῦ καὶ τοῦ πιὸ βέβαιου γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ νὰ θυμόμαστε τὸν θάνατο, πρέπει νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καθαρίζονται, νεκρώνονται γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἀναζωογονοῦνται γιὰ τὸν Κύριο. Ὁ νοῦς, ὅσο ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἤ καὶ ἁπλῶς μάταιους λογισμούς, τόσο συλλογίζεται τὸν θάνατο. Ἡ καρδιά, ὅσο ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο τὸν προαισθάνεται. Καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τόσο στρέφονται πρὸς τὴν αἰωνιότητα· ὅσο ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τόσο ποθοῦν νὰ βρεθοῦν κοντά Του, μολονότι, ἔχοντας συναίσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικῆς τους ἁμαρτωλότητας, ἀναλογίζονται μὲ τρόμο τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Φοβερὸς παρουσιάζεται μπροστά τους ὁ θάνατος μαζὶ μὲ τὸν ἀγώνα του. Τὸν ποθοῦν, ὡστόσο, γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια αἰχμαλωσία.
Ἂν ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ποθοῦμε τὸν θάνατο λόγω τῆς ψυχρότητάς μας ἀπέναντι στὸν Χριστὸ καὶ τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὰ φθαρτά, ἂς χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου σὰν ἕνα πικρὸ φάρμακο ἐνάντια στὴν ἁμαρτωλότητά μας. Γιατί ἡ ψυχή, ὅταν οἰκειωθεῖ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, διαλύει τὴ φιλία της μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπομακρύνεται ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις.
«Μόνο αὐτὸς ποὺ γνώρισε τί σημαίνει μνήμη θανάτου», εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ὁσίους πατέρες, «δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ πιὰ ν’ ἁμαρτήσει»1. «Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὰ τέλη τῆς ζωῆς σου», λέει καὶ ἡ Γραφή, «καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσεις ποτὲ».
Νὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου σὰν ἀναστημένος ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Νὰ ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου σὰν νεκρὸς ποὺ τοποθετεῖται στὸν τάφο. Ὁ ὕπνος εἶναι συμβολισμὸς τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας εἶναι προάγγελος τοῦ σκοταδιοῦ τοῦ τάφου, ποὺ θὰ τὸ διαλύσει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως, φῶς χαρμόσυνο γιὰ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ καὶ φοβερὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του.
Ἕνα πυκνὸ σύννεφο, μολονότι δὲν εἶναι παρὰ μιά λεπτὴ μάζα ὑδρατμῶν, κρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ σώματός μας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἔτσι καὶ τὸ πυκνὸ σύννεφο τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, τοῦ περισπασμοῦ καὶ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν κρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τὴ μεγαλειώδη αἰωνιότητα.
Γιὰ τὰ τυφλωμένα μάτια δὲν ὑπάρχει ὁ λαμπερὸς ἥλιος στὸν καθαρὸ οὐρανό. Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ ἔχει τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια, ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο καὶ τὴ δόξα καὶ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς, δὲν ὑπάρχει αἰωνιότητα.
«Κακὸς εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν»3 καὶ τοὺς ἐπισκέπτεται τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τὸν περιμένουν, βρίσκοντάς τους ἐντελῶς ἀπροετοίμαστους γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Τοὺς ἁρπάζει, λοιπόν, ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου ἄλλο τίποτα δὲν ἔκαναν παρὰ νὰ παροργίζουν τὸν Θεό, καὶ τοὺς ρίχνει γιὰ πάντα στὴ φυλακὴ τοῦ ἅδη.
Θέλεις νὰ θυμᾶσαι τὸν θάνατο; Νὰ εἶσαι αὐστηρὰ μετρημένος στὴ διατροφή σου, στὴν ἔνδυσή σου, στὴ χρήση ὑλικῶν ἀντικειμένων γενικά. Νὰ προσέχεις μήπως τὰ εἴδη πρώτης ἀνάγκης φτάσουν νὰ γίνουν εἴδη πολυτελείας. Νὰ μελετᾶς μὲ πνεῦμα μαθητείας τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ μέρα καὶ νύχτα ἤ ὅσο μπορεῖς συχνότερα. Ἔτσι θὰ κρατήσεις τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Καὶ θὰ τὴν κρατήσεις σταθερά, μόνιμα, ἀκλόνητα, ἂν τὴν ἑνώσεις μὲ τὴ βαθιὰ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, μὲ τὴν εἰλικρινή διάθεσή σου γιὰ διόρθωση, μὲ τὰ ποτάμια τῶν κατανυκτικῶν δακρύων, μὲ ἐγκάρδιες καὶ πολλὲς προσευχές.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔμεινε γιὰ πάντα σωματικὰ ζωντανὸς στὴ γῆ; Κανένας. Θ’ ἀκολουθήσω, λοιπόν, κι ἐγὼ τ’ ἀχνάρια τῶν γονιῶν μου, τῶν παππούδων μου, τῶν ἀδελφῶν μου καὶ ὅλων τῶν συνανθρώπων μου. Τὸ σῶμα μου θὰ κλειστεῖ στὸν σκοτεινὸ τάφο. Ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μου θὰ εἶναι μυστήριο ἀξεδιάλυτο γιὰ ὅσους θὰ βρίσκονται ἀκόμα στὴ γῆ.
Θὰ κλάψουν γιὰ μένα οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι μου. Ἴσως νὰ κλάψουν πολὺ πικρά. Σύντομα, ὅμως, θὰ μὲ λησμονήσουν. Ἔτσι θρηνήθηκαν καὶ ἔτσι λησμονήθηκαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι πρὶν ἀπὸ μένα. Τώρα δὲν τοὺς θυμᾶται παρὰ μόνο ὁ ὑπερτέλειος Θεός.
Ἀμέσως μετὰ τὴ γέννησή μου, ἤ μᾶλλον ἀμέσως μετὰ τὴ σύλληψή μου, ὁ θάνατος ἔβαλε πάνω μου τὴ σφραγίδα του. “Εἶναι δικός μου κι αὐτός”, εἶπε, ἑτοιμάζοντας χωρὶς χρονοτριβή τὸ δρεπάνι του. Ὁποιαδήποτε στιγμὴ μπορῶ νὰ γίνω θύμα του! Ἴσως νὰ μοῦ κατάφερε ἤδη —καὶ πράγματι μοῦ κατάφερε— πολλὰ ἄστοχα χτυπήματα. Ἀναπόφευκτα, ὅμως, θὰ ἔρθει καὶ τὸ εὔστοχο, τὸ καίριο καὶ τελευταῖο χτύπημα.
Μὲ παγερὸ χαμόγελο καὶ ὑπεροπτικὸ ὕφος κοιτάζει ὁ θάνατος τὰ ἐπίγεια ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Κοιτάζει τὸν ἀρχιτέκτονα νὰ σχεδιάζει ἕνα κολοσσιαῖο κτίριο, κοιτάζει τὸν ζωγράφο νὰ φιλοτεχνεῖ ἕναν ὑπέροχο πίνακα, κοιτάζει τὸν μεγαλοφυή στοχαστὴ νὰ καταγράφει τὶς ἰδέες του. Καὶ ξαφνικὰ ἔρχεται ἀπρόσκλητος, ἀπρόσμενος ἀλλὰ καὶ ἀδυσώπητος στοὺς μεγάλους τῆς γῆς, παίρνει τὴ ζωή τους καὶ ἀκυρώνει τὰ φιλόδοξα σχέδιά τους.
Μόνο μπροστὰ στὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ στέκεται εὐλαβικὰ ὁ σκληρὸς θάνατος. Νικημένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Θεάνθρωπο, σέβεται μόνο τὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή. Συχνὰ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος πληροφορεῖ τοὺς ὑπηρέτες τῆς Ἀλήθειας γιὰ τὴν ἐπικείμενη μετοίκησή τους στὴν αἰώνια μακαριότητα. Ἔτσι, προετοιμασμένοι γιὰ τὸν θάνατο μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, παρηγορημένοι ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐράνια ὑπόσχεση, κοιμοῦνται τὸν αἰώνιο ὕπνο ἥσυχα, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη.
Ἔχεις δεῖ σῶμα ἁγίου μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του; Δὲν ἀναδίδει δυσοσμία. Δὲν ἐμπνέει φόβο. Ὅταν ἐνταφιάζεται, τὴ διάχυτη θλίψη τῶν παρόντων ἀνθρώπων τὴ σκορπίζει καὶ τὴν ἐξαφανίζει μία ἀκατάληπτη χαρά. Τὸ πρόσωπο, μὲ τὰ χαρακτηριστικά του ἀναλλοίωτα, ἀναπαύεται μέσα σὲ μιὰ βαθιὰ εἰρήνη καὶ συνάμα λάμπει ἀπὸ μιάν ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη, τὴν εὐφροσύνη τῶν τερπνῶν συναντήσεων καὶ ἀσπασμῶν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή.
Ἔλα, λοιπόν, μνήμη τοῦ θανάτου μου! Ἔλα ἐσύ, ἡ τόσο πικρὴ ἀλλὰ καὶ τόσο ρεαλιστικὴ καὶ ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη μνήμη! Ἀπομάκρυνέ με ἀπὸ τὴν ἁμαρτία! Βάλε με στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ! Παράλυσε τὰ μέλη μου γιὰ κάθε κούφια, κάθε μάταιη, κάθε ἁμαρτωλὴ ἐνέργεια.
Ἔλα, μνήμη τοῦ θανάτου μου! Ἔλα, καὶ θὰ διώξω μακριά μου τὴν κενοδοξία καὶ τὴ φιληδονία, ποὺ θέλουν νὰ μὲ αἰχμαλωτίσουν. Ἔλα, καὶ θὰ ἀποσύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι μου τὰ ἀχνιστά, πλούσια φαγητά. Ἔλα, καὶ θὰ βγάλω τὰ φανταχτερά μου ροῦχα, γιὰ νὰ βάλω πένθιμα. Ἔλα, καὶ θὰ κλάψω ζωντανὸς τὸν ἑαυτό μου, τὸν νεκρὸ ἀπὸ τὴ γέννησή του.
“Ἔτσι!”, μοῦ ἀποκρίνεται ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. “Θρήνησε τὸν ἑαυτό σου ὅσο ἀκόμα εἶσαι ζωντανός! Ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ σὲ πικράνω εὐεργετικά, φέρνοντας μαζί μου σκέψεις πολλές, σκέψεις ὠφέλιμες γιὰ τὴν ψυχή σου. Πούλησε ὅσα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου δὲν σοῦ εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖα καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, στέλνοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο προκαταβολικά τούς θησαυρούς σου στὸν οὐρανό, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος. Ὅταν πᾶς κι ἐσὺ ἐκεῖ, θὰ βρεῖς τοὺς θησαυρούς σου αὐξημένους ἑκατὸ φορές.
Κλάψε πικρὰ καὶ προσευχήσου θερμὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ποιὸς θὰ σὲ μνημονεύει τόσο ἐπίμονα καὶ ἐγκάρδια μετὰ τὸν θάνατό σου ὅσο ἐσύ ὁ ἴδιος πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό σου; Μὴν ἐμπιστεύεσαι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου σὲ ἄλλους, ὅταν μπορεῖς μόνος σου νὰ ἐπιτελέσεις αὐτὸ τὸ ἔργο, τὸ πιὸ σημαντικό, τὸ πιὸ ἐπιτακτικό, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἐπεῖγον ἔργο τῆς ζωῆς σου! Γιατί νὰ τρέχεις πίσω ἀπὸ τὴ φθορά, ὅταν ὁ θάνατος ὁπωσδήποτε θὰ σοῦ ἀφαιρέσει ὅλα τὰ φθαρτά;
Ὁ θάνατος εἶναι ἐκτελεστής τῶν ἐντολῶν τοῦ παναγίου Θεοῦ. Μόλις ἀκούσει μιάν ἐντολή Του, σπεύδει νὰ τὴν ἐκτελέσει μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς. Δὲν ντρέπεται οὔτε τὸν πλούσιο οὔτε τὸν ἄρχοντα οὔτε τὸν ἥρωα οὔτε τὸν μεγαλοφυή. Δὲν λυπᾶται οὔτε τὰ νιάτα οὔτε τὴν ὀμορφιὰ οὔτε τὴν ἐγκόσμια εὐτυχία. Μεταφέρει στὴν αἰωνιότητα κάθε ἄνθρωπο˙ τὸν φίλο τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια μακαριότητα καὶ τὸν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια κόλαση”.
 «Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ», εἶπαν οἱ πατέρες. Κι αὐτὸ τὸ δῶρο δίνεται στοὺς τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει στὸν ἱερὸ ἀγώνα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς σωτηρίας.
Ἡ εὐεργετικὴ καὶ θεοδώρητη μνήμη τοῦ θανάτου προϋποθέτει πάντοτε τὴν ἔντονη προσωπικὴ προσπάθεια γιὰ τὴν οἰκείωση αὐτῆς τῆς μνήμης. Μὴ σταματήσεις, λοιπόν, νὰ ἀσκεῖς στὸν ἑαυτό σου ὅση βία χρειάζεται γιὰ νὰ θυμᾶται —ἀδιάλειπτα, ἂν εἶναι δυνατόν— τὴν ὥρα τοῦ τέλους του. Ἀνάγκαζέ τον, μὲ συνεχεῖς ὑπομνήσεις, νὰ συλλογίζεται τὴν ἀναμφισβήτητη τούτη ἀλήθεια, ὅτι ὁπωσδήποτε κάποτε, ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, θὰ πεθάνει. Ἔπειτα ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἄσκηση βίας καὶ χάρη στὶς ὑπομνήσεις σου, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου θ’ ἀρχίσει νὰ ἔρχεται ἀπὸ μόνη της στὸν νοῦ, νὰ ἔρχεται ὅλο καὶ πιὸ συχνά, νὰ ἔρχεται δυνατὴ καὶ συνταρακτική, χτυπώντας μὲ τὸ θανατηφόρο ξίφος της κάθε ἁμάρτημα πρὶν καλὰ-καλὰ γεννηθεῖ.
Ξένος πρὸς τὸ πνευματικὸ αὐτὸ δῶρο εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ φίλος τῆς ἁμαρτίας καὶ λίγο πρὶν τοποθετηθεῖ στὸν τάφο ἀποζητάει τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις. Καταπρόσωπο βλέπει τὸν θάνατο, καὶ δὲν προβληματίζεται. Ἀντίθετα, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα κι ἂν βρίσκεται σὲ μεγαλόπρεπα ἀνάκτορα, θυμᾶται τὸν τάφο, ποὺ τὸν προσμένει, καὶ χύνει δάκρυα σωτήρια γιὰ τὴν ψυχή του. Ἀμήν.

Ἀπό το βιβλίο: Ἀσκητικές ἐμπειρίες, τόμος Β΄, Ἔκδ. Ι.Μ.Παρακλήτο

Ἡ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων

Ἡ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων

Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου
5176392944_49cf6effba_z[1]Ὅπως πλησιάζουν τὰ βλέφαρα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἔτσι καὶ οἱ πειρασμοὶ εἶναι κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὸ τὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἔτσι, μὲ σοφία, γιὰ νὰ ἔχουμε ὠφέλεια· γιὰ νὰ κρούεις δηλ. ἐπίμονα, ἐξαιτίας τῶν θλίψεων, τὴ θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ μπεῖ μέσα στὸ νοῦ σου, μὲ τὸ φόβο τῶν θλιβερῶν πραγμάτων, ὁ σπόρος τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πᾶς κοντά του μὲ τὶς δεήσεις, καὶ νὰ ἁγιασθεῖ ἡ καρδιά σου μὲ τὴ συνεχῆ ἐνθύμησή του. Καὶ ἐνῶ ἐσὺ θὰ τὸν παρακαλεῖς, αὐτὸς θὰ σὲ ἀκούσει.
Ὁ πορευόμενος στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ τὸν βρίσκουν, καὶ νὰ κατηγορεῖ καὶ νὰ ἀτιμάζει τὸν ἀμελῆ ἑαυτό του, καὶ νὰ ξέρει ὅτι ὁ Κύριος, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν φροντίζει, δὲν θὰ τοῦ παραχωροῦσε τὰ λυπηρά, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸ νοῦ του, ἂν δὲν ἔδειχνε κάποια ἀμέλεια. Ἀκόμη μπορεῖ νὰ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς κάποια θλίψη, διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑπερηφανευθεῖ, ὁπότε ἂς τὸ καταλάβει καὶ ἂς μὴν ταραχθεῖ κι ἂς βρίσκει τὴν αἰτία στὸν ἑαυτό του, ὥστε τὸ κακὸ νὰ μὴ γίνει διπλό, δηλ. νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ θεραπευθεῖ. Στὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δικαιοσύνης, δὲν ὑπάρχει ἀδικία. Αὐτὸ νὰ μὴν περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ μας.
Μὴν ἀποφεύγεις τὶς θλίψεις, διότι βοηθούμενος ἀπ’ αὐτὲς μαθαίνεις καλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴ φοβηθεῖς τοὺς πειρασμούς, διότι μέσα ἀπὸ αὐτοὺς βρίσκεις θησαυρό. Νὰ προσεύχεσαι νὰ μὴν εἰσέλθεις στοὺς ψυχικοὺς πειρασμοὺς ὅσο γιὰ τοὺς σωματικούς, νὰ ἑτοιμάζεσαι νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσεις μὲ ὅλη τὴ δύναμή σου, γιατί χωρὶς αὐτοὺς δὲν μπορεῖς νὰ πλησιάσεις τὸν Θεό. Μέσα σ’ αὐτοὺς ἐμπεριέχεται ἡ θεία ἀνάπαυση. Ὅποιος ἀποφεύγει τοὺς σωματικοὺς πειρασμούς, ἀποφεύγει τὴν ἀρετή.
Χωρὶς πειρασμοὺς ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν φανερώνεται, καὶ εἶναι ἀδύνατο, χωρὶς αὐτούς, νὰ ἀποκτήσεις παρρησία στὸν Θεό, καὶ νὰ μάθεις τὴ σοφία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί, ἀκόμη, δὲν θὰ μπορέσει νὰ στεριωθεῖ μέσα στὴν ψυχή σου ὁ θεϊκὸς πόθος. Προτοῦ νὰ ἔρθουν οἱ πειρασμοί, ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στὸν Θεὸ σὰν ξένος. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ θὰ εἰσέλθει σὲ πειρασμοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἀλλάξει γνώμη, ἔχει τὸν Θεό, νὰ ποῦμε, ὑποχρεωμένο ἀπέναντί του, καὶ ὁ Θεὸς τὸν λογαριάζει γιὰ γνήσιο φίλο του. Διότι πολέμησε καὶ νίκησε τὸν ἐχθρό του, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς δὲν δίνει μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ προηγηθεῖ μεγάλος πειρασμὸς γιατί ἀνάλογα μὲ τὴν σφοδρότητα τῶν πειρασμῶν ὁρίσθηκαν τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὅμως δὲν καταλαβαίνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι. Ἀπὸ τὸ μέγεθος τῶν μεγάλων θλίψεων πού σοῦ στέλνει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνεις πόση τιμή σοῦ κάνει ἡ μεγαλοσύνη του. Διότι ἀνάλογη μὲ τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζεις εἶναι καὶ ἡ παρηγοριὰ ποὺ δέχεσαι.
Ἂν μὲ ρωτήσεις ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ ὅλα αὐτά, σοῦ ἀπαντῶ: Ἡ ἀμέλειά σου. Γιατί δὲν φρόντισες νὰ βρεῖς τὴ γιατρειά τους. Ἡ γιατρειὰ ὅλων αὐτῶν εἶναι μία, καὶ μ’ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἀμέσως στὴν ψυχὴ του τὴν παρηγοριὰ ποὺ ποθεῖ. Καὶ ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ γιατρειά; Εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη τῆς καρδιᾶς. Χωρὶς αὐτὴν εἶναι ἀδύνατο νὰ χαλάσεις τὸ φράχτη τῶν πειρασμῶν· ἀπεναντίας μάλιστα βρίσκεις ὅτι οἱ πειρασμοὶ εἶναι ἰσχυρότεροι καὶ σὲ ἐξουθενώνουν.
Κατὰ τὸ μέτρο τῆς ταπεινοφροσύνης, σοῦ δίνει ὁ Θεὸς καὶ τὴ δύναμη νὰ ὑπομένεις τὶς συμφορές σου. Καὶ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ὑπομονῆς σου, τὸ βάρος τῶν θλίψεών σου γίνεται ἐλαφρὸ καί, ἔτσι, παρηγοριέσαι. Καὶ ὅσο παρηγοριέσαι, τόσο ἡ ἀγάπη σου πρὸς τὸν Θεὸ αὐξάνει. Καὶ ὅσο ἀγαπᾶς τὸν Θεό, τόσο μεγαλώνει ἡ χαρὰ πού σοῦ χαρίζει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ εὔσπλαχνος Πατέρας μας, θέλοντας νὰ βγάλει σὲ καλό τούς πειρασμοὺς τῶν πραγματικῶν του παιδιῶν, δὲν τοὺς παίρνει, παρὰ τοὺς δίνει τὴ δύναμη νὰ τοὺς ὑπομείνουν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ (τὴν παρηγοριά, τὴν ἀγάπη, τὴ χαρὰ) τὴν δέχονται οἱ ἀγωνιστὲς ὡς καρπὸ τῆς ὑπομονῆς, γιὰ νὰ φτάσουν οἱ ψυχές τους στὴν τελειότητα. Εὔχομαι ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας νὰ μᾶς ἀξιώσει μὲ τὴ χάρη του νὰ ὑπομένουμε τὴν πίκρα τῶν πειρασμῶν γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ μὲ εὐχαριστίες τῆς καρδιᾶς μας. Ἀμήν.
* * *
Οἱ ἅγιοι δείχνουν ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη τους στὸν Θεὸ μὲ ὅσα ὑποφέρουν γιὰ τὸ ὄνομά του, ὅταν δηλ. τοὺς στέλνει στενοχώριες, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτούς, γιατί τοὺς ἀγαπᾶ. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν πάσχουσα ἀγάπη τους ἀποκτᾶ ἡ καρδιὰ τους παρρησία, ὥστε νὰ ἀτενίζουν πρὸς αὐτὸν ἐλεύθερα καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ εἰσακουσθοῦν τὰ αἰτήματά τους καὶ θὰ ἐκπληρωθοῦν. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ποὺ ἔχει παρρησία. Γι’ αὐτὸ ἀφήνει ὁ Θεὸς τοὺς ἁγίους του νὰ δοκιμάσουν κάθε λύπη, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν πείρα καὶ νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὴ βοήθειά του καὶ γιὰ τὸ πόσο προνοεῖ καὶ νοιάζεται γι’ αὐτούς. Ἔτσι, ἀποκτοῦν σοφία καὶ σύνεση ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ μὴ γίνουν ἀμαθεῖς, καθὼς θὰ τοὺς λείπει ἡ πνευματικὴ ἄσκηση καὶ στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό, καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν, ἀπὸ τὴ δοκιμασία τους, τὴ γνώση ὅλων τῶν πραγμάτων ποὺ χρειάζονται· γιατί, ἀλλιῶς, θὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ ἄγνοια καὶ θὰ γίνουν καταγέλαστοι ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Διότι, ἂν γυμνάζονταν μόνο στὰ καλὰ καὶ δὲν εἶχαν τὴν ἐμπειρία τῆς πάλης μὲ τὸ κακό, θὰ πήγαιναν στὸν πόλεμο ἐντελῶς ἄπειροι.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἐκτιμήσει τὸ καλό, ἂν προηγουμένως δὲ δοκιμάσει τὴν πίκρα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς.
Οἱ ἄνθρωποι τότε ἔρχονται σὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση, ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς στερήσει τὴ δύναμή του καὶ τοὺς κάνει νὰ συναισθανθοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, καὶ τὴ δυσκολία ποὺ προκαλοῦν οἱ πειρασμοί, καὶ τὴν πονηριὰ τοῦ ἐχθροῦ, καὶ μὲ ποιὸν ἀντίπαλο ἔχουν νὰ παλέψουν, καὶ πόσο ἀσθενὴς εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τους, καὶ πῶς τοὺς φυλάει ἡ θεϊκὴ δύναμη, καὶ πόσο προχώρησαν καὶ προόδευσαν στὴν ἀρετή, καὶ ὅτι χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνίσχυροι μπροστὰ σὲ ὁποιοδήποτε πάθος. Κι αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν, ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρνητικὲς ἐμπειρίες, ἀληθινὴ ταπείνωση, καὶ νὰ πλησιάσουν κοντά του, καὶ νὰ περιμένουν τὴ βέβαιη βοήθειά του, καὶ νὰ προσεύχονται μὲ ὑπομονή. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ ποὺ θὰ τὰ μάθουν, παρὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν πολλῶν θλίψεων τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καὶ δοκιμάζουν; Ἀλλὰ καὶ πίστη σταθερὴ ἀποκτᾶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καθὼς βεβαιώνεται γιὰ τὴ θεϊκὴ βοήθεια, ποὺ πολλὲς φορὲς βρίσκει στὸν ἀγώνα του.
Οἱ ἀγωνιστές, λοιπόν, πειράζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸν πνευματικό τους πλοῦτο· οἱ ἀμελεῖς, γιὰ νὰ φυλαχθοῦν ἀπ’ ὅ,τι τοὺς βλάπτει· οἱ κοιμισμένοι, γιὰ νὰ ξυπνήσουν· οἱ ἀπομακρυσμένοι, γιὰ νὰ πλησιάσουν στὸν Θεό· καὶ οἱ φίλοι του Θεοῦ, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸν ἅγιο οἶκο του μὲ παρρησία. Ἕνας γιός, ἄβγαλτος στὴ ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ διαχειρισθεῖ τὸν πλοῦτο τοῦ πατέρα του καὶ νὰ βοηθηθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, στὴν ἀρχὴ στέλνει δυσκολίες καὶ βάσανα ὁ Θεὸς στὰ παιδιά του καί, μετά, τοὺς φανερώνει τί τοὺς χαρίζει. Δόξα τῷ Θεῶ πού, μὲ πικρὰ φάρμακα, μᾶς χαρίζει τὴν ἀπόλαυση τῆς πνευματικῆς ὑγείας.
Εἶναι κανεὶς ποὺ δὲν στενοχωριέται καὶ δὲν κουράζεται, ἐνόσω γυμνάζεται; Καὶ εἶναι κανείς, στὸν ὁποῖο νὰ μὴ φαίνεται πικρὸς ὁ καιρός, ποὺ πίνει τὸ φαρμάκι τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων; Χωρίς, λοιπόν, νὰ περάσει ἀπ’ αὐτὸ τὸ στάδιο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ἰσχυρὴ κράση. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς δὲν εἶναι δική μας. Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος, ἕνα πήλινο ἀγγεῖο, νὰ βαστάζει μέσα του τὸ νερό, ἂν δὲν τὸ κάνει στέρεο ἡ θεϊκὴ φωτιά; Ἂν σκύψουμε τὸ κεφάλι, τότε ὅ,τι καλὸ καὶ ὠφέλιμο ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν προσευχή μας μὲ ταπείνωση, μὲ διαρκῆ πόθο καὶ μὲ ὑπομονή, ὅλα θὰ μᾶς τὰ δώσει.
Ὅπως τὰ μικρὰ παιδιὰ τρομάζουν ἀπὸ τὰ φοβερὰ θεάματα, καὶ τρέχουν καὶ πιάνονται ἀπὸ τὰ φορέματα τῶν γονέων τους, καὶ ζητοῦν τὴ βοήθειά τους, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή: ὅσο στενοχωριέται καὶ θλίβεται ἀπὸ τὸ φόβο τῶν πειρασμῶν, προστρέχει καὶ κολλάει στὸν Θεό, καὶ τὸν παρακαλεῖ μὲ ἀκατάπαυτες δεήσεις. Καὶ ὅσο οἱ πειρασμοὶ πέφτουν ἐπάνω της, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, τόσο καὶ παρακαλεῖ περισσότερο. Ἀλλὰ ὅταν σταματήσουν καὶ ξαναβρεῖ τὴν ἀνάπαυσή της, συνήθως χάνει τὴν ἐπαφή της μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό.
Οἱ θλίψεις καὶ οἱ κίνδυνοι θανατώνουν τὴν ἡδυπάθεια, ἐνῶ ἡ καλοπέραση καὶ ἡ ἀδιαφορία τὴν τρέφουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι χαίρονται στὶς θλίψεις καὶ στὶς στενοχώριες μας, ἐνῶ ὁ διάβολος καὶ οἱ συνεργάτες τοῦ χαίρονται ὅταν τεμπελιάζουμε καὶ καλοπερνοῦμε.
Ἄφησε λοιπὸν τὴ φροντίδα σου στὸν Θεό, καὶ σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες σου κατάκρινε τὸν ἑαυτό σου, ὅτι ἐσὺ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ αἴτιος γιὰ ὅλα…
Ὅλες οἱ λυπηρὲς περιστάσεις καὶ οἱ θλίψεις, ἂν δὲν ἔχουμε ὑπομονή, μᾶς διπλοβασανίζουν. Γιατί ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπομονὴ του διώχνει τὴν πίκρα τῶν συμφορῶν, ἐνῶ ἡ μικροψυχία γεννᾶ τὴν ἀπελπισία τῆς κόλασης. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι μητέρα τῆς παρηγοριᾶς. εἶναι μία δύναμη ψυχική, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν πλατιὰ καρδιά. Αὐτὴ τὴ δύναμη ὁ ἄνθρωπος δύσκολα τὴ βρίσκει πάνω στὶς θλίψεις του, ἂν δὲν ἔχει τὴ θεία χάρη, ποὺ τὴν ἀποκτᾶ μὲ τὴν ἐπίμονη προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα.
Λυτρωτικὰ ἐφόδια γιὰ τὴν σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων”
Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Β. Η σύμπτωση και η διάκριση των δύο αποκαλύψεων

Β. Η σύμπτωση και η διάκριση των δύο αποκαλύψεων
Dumitru Staniloae, Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος,
Αθήνα 1990, εκδ. Αρμός, σελ. 54- 65.
Μτφρ. π. Κων. Coman - Γιω. Παπαευθυμίου
 
α. Η αντικειμενική έννοια της φυσικής αποκάλυψης. Το αδιαίρετο των δύο τρόπων αποκάλυψης και το κατά ένα μέρος κοινό περιεχόμενο τους (που προσφέρεται με ένα έμμεσο τρόπο μέσα από την αντικειμενική φυσική αποκάλυψη και μ' ένα πιο καθαρό τρόπο μέσα από την υπερφυσική Αποκάλυψη) (1) δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν, αν πιστεύαμε ότι στη φυσική αποκάλυψη παίρνει ενεργό μέρος μόνο ο άνθρωπος, όπως μας συνήθισε η δυτική θεολογία.
Η απόσπαση, από το Θεό, της φύσης μέσα από την οποία Αυτός μιλάει και ενεργεί, ή μιλάει ενεργώντας και ενεργεί μιλώντας, οδήγησε εύκολα σε διάφορες αντιλήψεις που ήθελαν να εξηγήσουν τον κόσμο αποκλειστικά πάνω στη βάση μια ενδοκοσμικής πραγματικότητας. Η φυσική αποκάλυψη είναι όμως αδιαχώριστη από την υπερφυσική Αποκάλυψη και ο πιστός αισθάνεται πως βρίσκεται και μέσα από τη φυσική αποκάλυψη σε άμεση σχέση με τον θεό. Αυτό γίνεται όμως, μονάχα αν ο Θεός εκδηλώνεται συνέχεια μέσα από τη φυσική αποκάλυψη, μιλώντας και ενεργώντας συνέχεια μέσα απ' όλα τα πράγματα και μέσα απ' όλους τους συνδυασμούς που Αυτός επιλέγει και μέσα απ' όλους τους λόγους που μ' όλα αυτά προκαλεί ή και άμεσα φέρνει στην ανθρώπινη συνείδηση, οδηγώντας έτσι τον άνθρωπο προς την πραγματοποίηση του νοήματος της ύπαρξης του στην αιώνια ένωση μαζί Του.
Στην ουσία ο θεός μιλάει και ενεργεί συνέχεια μέσα από τα πράγματα που δημιούργησε και κυβερνά, δημιουργώντας πάντοτε καινούργιες περιστάσεις. Ο Θεός καλεί μ' αυτές κάθε άνθρωπο να εκπληρώσει τα καθήκοντα του απέναντι Του κι απέναντι στους συνανθρώπους του και ταυτόχρονα άπαντα κάθε στιγμή στις επικλήσεις του ανθρώπου. Τα πράγματα κι οι περιστάσεις αυτές είναι φανερούμενοι λόγοι του Θεού, επομένως ρήματα (2) παραστατικά. Ο Θεός μιλάει όμως σε μας ιδιαίτερα με τους λόγους που προκαλεί στη συνείδηση μας, όταν θέλουμε η πρέπει να κάνουμε κάτι· ή στην περίπτωση που κάναμε κάτι κακό, μας μιλάει μέσα από τύψεις, στενοχώριες και αρρώστιες. Μ' όλα αυτά ο Θεός μας καθοδηγεί προς την τελείωση μας, σαν μέσα από ένα συνεχή διάλογο, ανοίγοντας για μας την προοπτική προς την τέλεια εκπλήρωση του νοήματος της ύπαρξής μας, στην κοινωνία με τον άπειρο Θεό.
Ο προφήτης Δαυίδ αναφέρει συχνά την ομιλία του Θεού μέσα από το μεγαλείο της φύσης, αλλά επίσης αναφέρει ότι ο Θεός μιλάει μέσα από διάφορες στενοχώριες η χαρές που ο ίδιος φέρνει στη ζωή του ανθρώπου. Για το πρώτο είδος ομιλίας παραθέτουμε: « Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεού ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα- ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα, καί νύξ νυκτί ἀναγγέλει γνῶσιν. Οὐκ εἰσίν λαλιαί οὐδέ λόγοι, ὧν οὐχί ἀκούονται αἱ φωναί αὐτῶν · εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί εἰς πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα αὐτῶν ( Ψαλμ. 18, 1-5).
Και για την ομιλία μέσα από στενοχώριες και βοήθειες παραθέτουμε: «... καί εἰσήκουσεν τῆς δεήσεώς μου καί ἀνήγαγε με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καί ἀπό πηλοῦ ἰλύος » ( Ψαλμ. 39, 2-3). Ο Ελιούς περιγράφει πρώτα τη φωνή του Θεού στη συνείδηση του ανθρώπου μέσα από στενοχώριες και πόνους και έπειτα τη φωνή Του μέσα από τα πράγματα: « ἐν γάρ τῷ ἅπαξ λαλῆσαι ὁ Κύριος, ἐν δέ τῷ δευτέρω ἐνύπνιον ἤ ἐν μελέτῃ νυκτερινή, ὡς ὅταν ἐπιπίπτῃ δεινός φόβος ἐπ ' ἀνθρώποις ἐπί νυσταγμάτων ἐπί κοίτης... ἀποδώσει δέ ἀνθρώποις δικαιοσύνην » (Ιώβ 33, 14-26).
Η στάση του Θεού ως προσώπου απέναντι μας φανερώνεται μερικές φορές και στην άρνηση Του να μας απαντήσει. Ίσως η εξασθένηση της αίσθησης της παρουσίας και της ενέργειας του Θεού δια μέσου της φύσης και δια μέσου της συνείδησης του άνθρωπου, να οφείλεται και στην άρνηση Του ν' απαντήσει σε κείνους που δεν Τον καλούν μ' όλη τους την καρδιά. Ο Ελιούς συνεχίζει: « ἐκεῖ κεκράξονται, καί οὐ μή εἰσακούση καί ἀπό ὕβρεως πονηρῶν · ἄ τοπα γάρ οὐ βούλεται ὁ Κύριος ἰδεῖν αὐτός γάρ ὁ παντοκράτωρ ὁρατής ἐστιν » (Ιώβ 35, 12-13).
Η φυσική αποκάλυψη πραγματοποιείται αντικειμενικά παντού και πάντα και απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο. Η φυσική αποκάλυψη όσους την αναγνωρίζουν στο φως της υπερφυσικής Αποκάλυψης, μαζί με τη διδασκαλία της τελευταίας και με το έργο της, τους βοηθά να προχωρήσουν προς την αιώνια ζωή.
β. Η υπερφυσική Αποκάλυψη ως διευκρίνιση της φυσικής αποκάλυψης. Η υπερφυσική Αποκάλυψη διευκρινίζει τον σκοπό της φυσικής αποκάλυψης και τους τρόπους πραγματοποίησης της. Στο φως της υπερφυσικής Αποκάλυψης οι χριστιανοί βλέπουν πως ο Θεός τους καθοδηγεί μέσα από τα πράγματα, τις περιστάσεις, τα καλά ή κακά γεγονότα της ζωής τους, μέσα από τη φωνή της συνείδησης ή μέσα από τις ιδέες τους, σε όλο και βαθύτερη κοινωνία μαζί Του. Ξέρουν όμως ότι αυτή η κοινωνία πραγματοποιείται ολοκληρωμένα «εν Χριστώ», που κατέβηκε πραγματικά σε μας· γνωρίζουν ότι εν Χριστώ δόθηκε σταθερή βάση για την πλήρη ένωση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο που πιστεύει σ' Αυτόν, μέσα από την οποία ο άνθρωπος θα αιωνιοποιηθεί. Επομένως η υπερφυσική Αποκάλυψη διευκρινίζει τον τρόπο αυτής της καθοδήγησης και βοηθάει τη φύση μας, που αποδυναμώθηκε από την αμαρτία και παρεμποδίζεται από το θάνατο, να προχωρήσει πραγματικά προς την αιώνια και πλήρη ένωση με τον Θεό. Οι χριστιανοί βλέπουν, πως η φυσική αποκάλυψη διευκρινίζεται και συμπληρώνεται με την υπερφυσική Αποκάλυψη, που κορυφώνεται εν Χριστώ. Και οι δύο οδηγούν προς τον Θεό, ως τελικό και αιώνιο σκοπό.
Με τη φυσική αποκάλυψη ο Θεός οδηγεί τον άνθρωπο που πιστεύει σ' Αυτόν στον στόχο της ένωσης μαζί Του δια μέσου της έμμεσης «ομιλίας» και δια μέσου των πραγμάτων, χρησιμοποιώντας διάφορες περιστάσεις, προβλήματα, δυσκολίες, πόνους και με τους λόγους που Αυτός προκαλεί στη συνείδηση του για να προχωρήσει προς Αυτόν με το σωστό τρόπο αντιμετώπισης τους, συνεπώς χρησιμοποιώντας τα πράγματα που υπάρχουν στη φύση. Ενώ με την υπερφυσική Αποκάλυψη ο Θεός κάνει να προβληθούν στη συνείδηση του πιστού κατά κάποιο άμεσο τρόπο δικοί Του λόγοι, η λόγοι που τονίζουν το Πρόσωπο Του, μη ενεργώντας μέσα από τη φύση, αλλά με μία «ομιλία» και ενέργεια που κάνουν πιο καθαρή την παρουσία του Προσώπου Του στην καθοδήγηση του ανθρώπου προς την ένωση με Αυτόν ως τελικό του στόχο.
Ο Θεός προβαίνει έτσι, λοιπόν, σε άμεση και φανερή κοινωνία με τον πιστό, πράγμα που πείθει τον τελευταίο για την ύπαρξη του Θεού και ικανοποιεί τη δίψα του για την κοινωνία με το άπειρο Πρόσωπο. Ταυτόχρονα τον διαβεβαιώνει ότι δεν εγκαταλείπεται στη διάθεση ορισμένων τυφλών δυνάμεων, που τον οδηγούν στον αφανισμό, αλλά ανυψώνεται στη σχέση με το Υπέρτατο Πρόσωπο. Αυτό θα τον οδηγήσει προς την αιωνιοποίηση του σε μία πλήρη κοινωνία μαζί Του.
γ. Η υπερφυσική Αποκάλυψη ως έξοδος στην αμεσότερη αίσθηση του Θεού. Αυτή η έξοδος στην αμεσότερη αίσθηση του Προσώπου του Θεού με την «ομιλία» Του και με την καθοδήγηση των πιστών, για την πλήρη ένωση τους μαζί Του, φαίνεται στο γεγονός ότι ο Θ εός στέλνει ειδικά συνειδητά όργανα, στα οποία αποκαλύπτεται μυώντας, με σκοπό στη συνέχεια να μεταδώσουν αυτά στους άλλους τους λόγους και τα σχέδιά Του σ' ό,τι τους αφορά. Στη φυσική αποκάλυψη ο καθένας γνωρίζει το Θεό με την «ομιλία» Του μέσα από τα πράγματα και τις καταστάσεις και μέσα από προσωπικά συμβάντα. Η επικοινωνία με τον Θεό δε διενεργείται όμως με τόσο εμφανή τρόπο. Ανάμεσα, στο ανθρώπινο πρόσωπο και τον Θεό, παρεμβάλλονται αναρίθμητα πράγματα, που βάζουν σε κίνδυνο την κοινωνία του πρώτου με τον Θεό.
Στην υπερφυσική Αποκάλυψη ο θεός αποκαλύπτεται ως πρόσωπο πεντακάθαρα, αφού καλεί και στέλνει ένα ορισμένο πρόσωπο σε μια ανθρώπινη κοινότητα. Το πρόσωπο αυτό πορεύεται προς την κοινότητα αυτή με υπευθυνότητα έντονα αφυπνισμένη από τον Θεό. Έτσι από τη μια μεριά ο Θεός επιβεβαιώνει τη φυσική πίστη του ανθρώπου για τη μελλοντική ολοκλήρωση του νοήματος του στην ένωση με τον Θεό, και από την άλλη του δείχνει ότι αυτή η ένωση δεν προετοιμάζεται και δε θα πραγματοποιηθεί με απομόνωση, αλλά με την αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων μεταξύ τους. Και γι' αυτό, η προετοιμασία αυτή δε γίνεται μόνο μέσα από τα πράγματα όπως ερμηνεύονται απομονωμένα από κάθε άνθρωπο, αλλά και με την αποστολή ενός προσώπου που προσελκύει την προσοχή ό λων στο περιεχόμενο του μηνύματος του. Με την υπερφυσική Αποκάλυψη ο Θεός δε θέλει να σώσει μεμονωμένα άτομα, αλλά το σύνολο των πιστών σε μια αμοιβαία και κοινή υπευθυνότητα τους απέναντι Του. Όλοι πρέπει να αλληλοβοηθούνται στην πρόοδο που έχει ως στόχο την τελείωση και την αιώνια ζωή και να ενδυναμώνουν την μεταξύ τους κοινωνία, που βασίζεται στην κοινωνία τους με τον Θεό. Ουσιαστικά η μεταξύ τους κοινωνία αποτελεί μια προϋπόθεση για την τελείωση τους και για την πρόοδο τους προς αυτή.
δ. Η υπερφυσική Αποκάλυψη σε ενέργειες. Για να φανερωθεί περισσότερο ως πρόσωπο ανώτερο από τη φύση και κυρίαρχο πάνω σ' αυτή, ικανό να σώσει την ύπαρξη μας από την πτώση στη δουλεία της φύσης, ο Θεός κάνει γνωστό τον εαυτό Του στα πλαίσια της υπερφυσικής Αποκάλυψης κοντά στα άλλα και με υπερφυσικές ενέργειες ή πράξεις που δεν μπορούν να θεωρηθούν σα φαινόμενα της φύσης. Οι πράξεις αυτές αποτελούν μια άλλη σειρά από ενσωματωμένους λόγους, ανωτέρους από τους ενσωματωμένους στα πράγματα και στα φαινόμενα της φύσης. Συνεπώς οι υπερφυσικές ενέργειες δε γίνονται συνέχεια, επειδή στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να φανούν παρόμοιες με τα φυσικά φαινόμενα που επαναλαμβάνονται. Οι ενέργειες αυτές δεν είναι μόνο υπερφυσικές, αλλά και έκτακτες. Εντάσσονται όμως γενικά, μαζί με τις διδασκαλίες που τις συνοδεύουν, σε μια ανοδική πορεία ολοένα και πιο έκδηλης φανέρωσης του Θεού. Ο Θεός προετοιμάζει προοδευτικά την ανθρώπινη φύση, που βρίσκεται στο χαμηλό επίπεδο της υποδούλωσης της στο θάνατο, με την πνευματική της ανύψωση, ώστε να γίνει ικανή για να περάσει στο επίπεδο της κοινωνίας μαζί Του, έτσι ώστε να γίνεται αδούλωτη από το θάνατο, και ταυτόχρονα ικανή να συνειδητοποιήσει το πέρασμα αυτό.
ε. Οι ενέργειες της υπερφυσικής Αποκάλυψης στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην Παλαιά Διαθήκη, στις αρχές της συγκρότησης του λαού του Ισραήλ, οι υπερφυσικές ενέργειες αναφέρονται τις περισσότερες φορές στη φύση, αποβλέποντας στη διαμόρφωση της κοινότητος του λαού του Ισραήλ με τη γνώση ότι καθοδηγείται από ένα Θεό που είναι πάνω από τη φύση και στην επιτυχία της πιο στενής προσκόλλησης της κοινότητας μαζί Του. Όταν την εποχή των προφητών αυτή η γνώση είχε διαμορφωθεί και είχε ενδυναμωθεί η πίστη αυτή, ο Θεός ενεργούσε πια περισσότερο δια των λόγων Του στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις ανυψώσει κοντά Του. Δεν εγκαταλείπει όμως εντελώς τις υπερφυσικές ενέργειες που ασκούνται πάνω στη φύση. Στο πρόσωπο του Χριστού οι υπερφυσικές ενέργειες που κατευθύνονται προς τη φύση αναφέρονται κυρίως στην ανθρώπινη φύση και ανταποκρίνονται στο πνευματικό της ανέβασμα· υποδεικνύοντας απ' το ένα μέρος το πνεύμα ως αιτία των υπερφυσικών πράξεων και από το άλλο μέρος το μέγιστο πνευματικό επίπεδο στο οποίο έ χει ανυψωθεί η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, και τέλος την προοπτική πού ανοίγει Αυτός για όλους όσους ενώνονται μαζί Του δια της πίστεως.
στ. Οι υπερφυσικές ενέργειες και η μέγιστη πνευματική ανύψωση της ανθρώπινης φύσης εν Χριστώ. Η γραμμή των υπερφυσικών ενεργειών και η γραμμή της πνευματικότητας δεν συναντώνται εν Χριστώ, στο μέγιστο τους επίπεδο, σαν δύο παράλληλα ύψη. Η μέγιστη πνευματικότητα Του έχει ακριβώς μέσα της τη δύναμη που υπερβαίνει τον μηχανικό αυτοματισμό της φύσης. Η υπέρβαση αυτού του αυτοματισμού της επανάληψης δεν γίνεται με μία εξωτερική υπέρβαση της φύσης όπως στη μυθολογία αλλά είναι αποτέλεσμα ενεργοποίησης της ανώτερης δύναμης του πνεύματος που ξεπερνά τη φύση χωρίς όμως να την καταργεί. Ο προτεσταντισμός, που γι' αυτόν η πνευματικότητα έχει μικρότερη αξία, δε μπόρεσε, γι' αυτό το λόγο, να καταλάβει τις υπερφυσικές ενέργειες της ζωής του Χριστού, και τις χαρακτήρισε μυθολογικές. Γεγονός που οδήγησε λογικά στην ανάγκη της απομυθοποίησης.
Οι αναφερόμενες στο πρόσωπο του Χριστού υπερφυσικές ενέργειες όπως η υπερφυσική Του γέννηση και η ανάσταση, μόνο αν εξηγούνται με την υψίστη δύναμη του πνεύματος δεν καταργούν την ανθρώπινη φύση Του και τη συμμετοχή της, αλλά την οδηγούν στο αποκορύφωμα της επειδή έχει ως ανώτερο συστατικό της το πνεύμα, που έχει την ενδιάθετη κλίση να ενδυναμώνεται από το Θείο Πνεύμα. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού παραμένει έτσι σε μία αιώνια ύπαρξη. Γι' αυτό οι αναφερόμενες στην ανθρώπινη Του φύση υπερφυσικές ενέργειες και πρωταρχικά η Ανάσταση, είναι μάλλον ενέργειες αποκατάστασης αυτής της φύσης και της φύσης του κόσμου γενικά. Η ενσάρκωση του Χριστού αποτελεί ταυτόχρονα τόσο την «κατάβαση» του Θεού σε πλήρη κοινωνία με την ανθρωπότητα όσο και τη μέγιστη ανύψωση της ανθρωπότητας, «Θεός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν ».
Ο Χριστός έγινε απαρχή για όλους όσους πιστεύουν σ' Αυτόν, τόσο με την υπερνίκηση των νόμων μιας φύσης πεσμένης στην αμαρτία, όσο και με το γεγονός ότι Αυτός οδηγεί έτσι στην τέλεια εκπλήρωση την αληθινή ανθρώπινη φύση, που δημιουργήθηκε για να είναι δια της πνευματοποίησής της σε κοινωνία με τον Θεό - το απόλυτο και ανυπότακτο στον αυτοματισμό της φύσης Πρόσωπο. Τα λόγια Του, εκφράζοντας την κατάσταση Του ως τελείου ανθρώπου, είναι προορισμένα κι αυτά να μας βοηθήσουν ν' ανυψωθούμε σε ένα πνευματικό επίπεδο παρόμοιο με το δικό Του, ανταποκρινόμενο στην αναστάσιμη κατάσταση Του. Επειδή εν Αυτώ φανερώνεται η τέλεια σχέση ανάμεσα στο πιο ψηλό πνευματικό επίπεδο και στο επίπεδο το οποίο υπερβαίνει τους νόμους της φύσης που οδηγούν στον θάνατο. Η Ανάσταση είναι το αποτέλεσμα του υπέρτατου πνευματικού επιπέδου, στο οποίο φθάνει η ανθρωπότητα εν Χριστώ στην ένωση της με τη θεότητα.
ζ. Οι υπερφυσικές ενέργειες του Χριστού και η πρόοδος της αποκάλυψης. Ο Θεός καταφεύγει σε έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες κυρίως στην αρχή κάθε καινούργιας περιόδου της ιστορίας της θείας οικονομίας. Κατέφυγε σ' αυτές την εποχή των πατριαρχών, του Μωυσή, του Ιησού Ναυή, του Ηλία, στις κυριώτερες στιγμές της συγκρότησης και υπεράσπισης του Ισραηλιτικού λαού ως φορέα του μηνύματος της σωτηρίας. Αλλά η πραγματικά καινούργια και τελευταία περίοδος εγκαινιάζεται από τις έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες του Ιησού Χριστού, με τις οποίες συγκροτείται ο απανταχού λαός του Θεού, για να αφομοιωθούν από τον άνθρωπο όλα όσα δόθηκαν εν Χριστώ στο ανθρώπινο στοιχείο, για να συμμετάσχει στον Θεό με την άμεση και μέγιστη κοινωνία μαζί Του.
Αν όλες οι έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης είναι ενέργειες μεγάλης σημασίας στην ιστορία της δικής μας σωτηρίας, καθοδηγώντας μας προς τον τελικό στόχο, οι υπερφυσικές ενέργειες που διενεργούνται με την ανθρώπινη μας φύση εν Χριστώ θέτουν αυτή στην ευθεία του τελικού της στόχου.
Η ιστορία της σωτηρίας βέβαια δεν αποτελείται μόνο από τις υπερφυσικές ενέργειες, επειδή ούτε αυτές είναι αδιάκοπες, όπως δεν είναι αδιάκοπη, ούτε η υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού. Έχουν ωστόσο μία ανοδική πνευματική πορεία και μ' αυτή την έννοια έχουν μία ιστορία· απαρτίζουν την ιστορία της σωτηρίας. Ανάμεσα τους όμως πλέκεται το βίωμα των πιστών και από τα λόγια και από τις υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης. Έτσι η κάθε φάση της Αποκάλυψης έχει μέσα της μία προωθητική δύναμη της πνευματικής ζωής του ανθρώπου ως ένα επίπεδο που την κάνει ικανή να εισέλθει σε μια καινούργια περίοδο, εγκαινιασμένη από μία σειρά με καινούργιες υπερφυσικές και έκτακτες ενέργειες και από τους λόγους μιας ανώτερης γνώσης και βίωσης.
Οι υπερφυσικές ενέργειες διενεργούμενες σε πράγματα και δυνάμεις της φύσης, ή η χρησιμοποίηση με ξεχωριστό τρόπο ορισμένων πραγμάτων και δυνάμεων της φύσης, ώστε να καθοδηγηθούν εκείνοι που πιστεύουν προς την εκπλήρωση του προορισμού τους, κάνουν πιο φανερούς όχι μόνο τους άμεσους λόγους από την υπερφυσική Αποκάλυψη αλλά και τους λόγους του Θεού από τη φύση. Οι ενέργειες αυτές φανερώνουν ότι όλη η φύση έχει κληθεί, για να γίνει ένα πιο διαφανές μέσον, δια του οποίου εκδηλώνεται το πρόσωπο, και για να διαποτισθεί από το «πνεύμα» του προσώπου.
Στις περιόδους που στερούμεθα τις υπερφυσικές ενέργειες και τους λόγους που τις συνοδεύουν, η ανθρωπότητα ζει όχι μόνο από το φως των προηγουμένων υπερφυσικών ενεργειών και των λόγων που τις συνόδευαν, αλλά και από την καθημερινή φυσική αποκάλυψη που κι αυτή έχει μία ιστορική πορεία, που φωτίζεται από εκείνες τις πράξεις και από κείνους τους λόγους.
Έτσι όλη η ιστορία της σωτηρίας καθοδηγείται, φωτίζεται και ενδυναμώνεται στο καλό από τη θεία Αποκάλυψη. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η Ιστορία της σωτηρίας αποτελείται μόνο α πό τις ενέργειες και τους λόγους της Αποκάλυψης, αλλά και από τις δικές μας απαντήσεις σ' αυτά. Η ευαισθησία μας σ' εκείνες τις πράξεις και τους λόγους και η δύναμη των απαντήσεων μας σ' αυτά αποδυναμώνονται και διακόπτονται πολλές φορές από την αμαρτία. Αλλά και η αμαρτία επηρεάζεται κατά κάποιο τρόπο από το επίπεδο γνώσης και πνευματικής εκλέπτυνσης στο οποίο έφτασε η ανθρωπότητα με την Αποκάλυψη. Η αμαρτία μπορεί να πάρει πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Έτσι ο κόσμος δια της αποκάλυψης προχωρεί γενικά, τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μια αλληλεπίδραση.
η. Ο προφητικός χαρακτήρας της Αποκάλυψης. Τόσο με τις καινούργιες περιόδους που εγκαινιάζουν, όσο και με τις προοπτικές που ανοίγου ν προς τον τελικό στόχο, οι υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης και οι λόγοι που τις εξηγούν έχουν και ένα προφητικό χαρακτήρα. Η προφητεία δεν είναι μόνο ένα εξωτερικό κριτήριο, δια του οποίου αποδεικνύεται ένα γεγονός της υπερφυσικής Αποκάλυψης, αλλά αποτελεί μέρος της ουσίας της.
Η Αποκάλυψη επιβεβαιώνει έτσι και υποστηρίζει την πρόοδο μας προς ένα ανοδικό τελικό στόχο, κάνοντας καθαρό το κορυφαίο ύψος αυτού του στόχου. Ακόμη και στη φυσική της κίνηση η δημιουργία εμψυχώνεται από ένα προφητικό πόθο. Είναι η κίνηση της φυσικής αποκάλυψης προς τον τελικό στόχο. Δηλαδή ακόμη και η φυσική αποκάλυψη έχει ένα προφητικό δυναμισμό. Η πορεία μας όμως προς τα εμπρός, προς τον τελικό στόχο, με βάση τη φυσική αποκάλυψη, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς το φως και τη βοήθεια της υπερφυσικής Αποκάλυψης, εξαιτίας της αμαρτίας που βαραίνει την ανθρωπινή μας φύση. Μήτε κι αυτή η υπερφυσική Αποκάλυψη, στην καθοδήγηση της δημιουργίας προς τον τελικό της στόχο , δεν μπορεί να μην υπολογίσει τον φυσικό πόθο της δημιουργίας και τη φυσική αίσθηση της συμβολής και της βοήθειας του Θεού για την πρόοδο στις καινούργιες συνεχώς συνθήκες.
Έτσι, οι ενέργειες και οι λόγοι του Θεού και στους δύο τρόπους α ποκάλυψης εντάσσονται σ' ένα σχέδιο Του για την καθοδήγηση της δημιουργίας, προς την ένωση μαζί Του, δηλαδή στη θέωση.
θ. Η ολοκλήρωση του σχεδίου της σωτηρίας εν Χριστώ. Ο Χριστός αποτελεί την τελευταία φάση της υπερφυσικής Αποκάλυψης και την ολοκλήρωση της οικονομίας της. Απ' Αυτόν ακτινοβολεί η δύναμη για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου που αποβλέπει σ' όλη τη δημιουργία και σ' όλο το σύμπαν. Γι' αυτό η μετά Χριστόν περίοδος είναι η τελευταία φάση της Ιστορίας της σωτηρίας. Όλη η Ιστορία είναι το διάστημα της πορείας ως την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, αλλά η τελείωση αυτής της ολοκλήρωσης θα γίνει πέρα από την Ιστορία στο μέλλοντα αιώνα. Το μέρος της Ιστορίας που προηγείται από την ολοκλήρωση, προωθείται από το Χριστό, που το έλκει στην εσχατολογική κατάσταση, στην κατάσταση της αιώνιας τελείωσης όπου έφερε Αυτός τη δική μας φύση, δηλαδή στην πλήρη ένωση με τον Θεό.
Έτσι ο Χριστός αποτελεί το αποκορύφωμα της υπερφυσικής Αποκάλυψης και την πλήρη επιβεβαίωση και διασάφηση του νοήματος της ύπαρξης μας, με την ολοκλήρωση της ύπαρξης μας εν Αυτώ, αφού εν Αυτώ πραγματοποιείται η μέγιστη ένωση μας με τον Θεό και έτσι, η τελείωση μας. Ταυτόχρονα φανερώνεται ότι το απόλυτο που επιποθούμε δεν έχει ένα απρόσωπο χαρακτήρα, αλλά είναι Πρόσωπο. Όταν ερχόμαστε σε πλήρη κοινωνία με το Απόλυτο ως πρόσωπο, κοινωνούμε κι εμείς το απόλυτο. Έχουμε κληθεί να γίνουμε κατά χάρη απόλυτο με τη συμμετοχή μας δια της φύσης στο προσωπικό Απόλυτο. Το προσωπικό Απόλυτο θέλει, δια της φύσης, να κάνει μέτοχο το ανθρώπινο πρόσωπο στον απόλυτο Του χαρακτήρα, εφόσον το ίδιο έγινε άνθρωπος. Το ενσυνείδητο πρόσωπο είναι ήδη με τη δημιουργία του, χάρη σε κάποια συμμετοχή, ένα «εν δυνάμει» απόλυτο. Γι' αυτό δεν μπορεί να παραμερίζεται. Το πρόσωπο μας δεν συμμετέχει στο απόλυτο καταργούμενο, αλλά παραμένοντας άνθρωπος και έχοντας αναγνωρισθεί μ' αυτή του την ιδιότητα. Η ενανθρώπηση του Θεού οδηγεί με τη συμμετοχή, στην τελείωση, στον απόλυτο πόθο μας. Γι' αυτό πέρα από την ενσάρκωση και την ανάσταση του Υιού του Θεού ως ανθρώπου δεν μπορεί πια να γίνουν άλλες ενέργειες της υπερφυσικής Αποκάλυψης ουσιαστικά καινούργιες. Η ιστορία της σωτηρίας έχει τώρα σκοπό να δώσει σε κείνους που πιστεύουν την ευκαιρία να γίνουν ικανοί για την πλήρη συμμετοχή στο προσωπικό Απόλυτο, μαζί με το Χριστό, «εν Χριστώ».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο.π., Ρ G 91, 1152.
(2) E δώ θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αντί της λέξης: ρήματα την λέξη: λόγια. Προτιμήσαμε όμως την λέξη ρήματα εξ αιτίας της σημαντικής της στην Αγία Γραφή. Βέβαια πρόκειται για την ρουμανική λέξη cuvînte που στην καθομιλουμένη σημαίνει τα λόγια. Ο συγγραφέας όμως σε άλλα σημεία του κειμένου χρησιμοποιεί την ίδια λέξη με την ίδια σημαντική της ελληνικής λέξης: λόγοι ( Cuvînt = Λόγος, cuvînt = λόγος, cuvînte = λόγοι). Για την σημασία της ελληνικής λέξης λόγος ( cuv î nt ) βλέπε και στην εισαγωγή του π. Δημητρίου Στανιλοάε στο βιβλίο του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού «Φιλοσοφικά και Θεολογικά ερωτήματα» τόμος Α', «Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», Αθήναι 1978, σελ. 29-32 ( Σ.τ.Μ.)

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση

Το Παράδοξο του Κακού. Η Ηθική της Κόλασης και της Αντι -Κόλασης. Μετενσάρκωση και Μεταμόρφωση
Nicolas Berdiaeff, Αλήθεια και Αποκάλυψη,
εκδ. Δωδώνη, σελ. 189-202
 
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως σήμερα, ακόμη και οι πιο ορθόδοξες ομολογίες, προτιμούν να ομιλούν πολύ λίγο για τα αιώνια βάσανα της κόλασης. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που ευχαριστιόταν πολύ να κατατρομάζει το ποίμνιο της με την κόλαση, προκειμένου να κρατάει σε υποταγή τις ψυχές, τώρα συμβουλεύει να μη γίνεται πολύ συζήτηση γι' αυτήν. Αν στο παρελθόν ο φόβος της κόλασης κρατούσε τον κόσμο στην Εκκλησία, τώρα τους εμποδίζει να πάνε. Το ύψος που έφθασε η ηθική σκέψη, μπορεί να μετρηθεί με τη στάση της στην ιδέα της αιώνιας κόλασης. Ακόμη δε αποτελεί ένα από τα βασικά εμπόδια για την επιστροφή του αποχριστιανισμένου κόσμου στον Χριστιανισμό. Ο κόσμος προτιμάει να μη διαποτισθεί από θρησκευτικές πίστεις που τον απειλούν με διηνεκή καταδικαστική δουλεία. Υπάρχει αρκετή κόλαση σ' αυτόν τον κόσμο, για να εξασφαλισθεί η επέκταση της και στον άλλο. Σήμερα η πλειονότητα των χριστιανών, όπου ο μεσαιωνικός τρόπος σκέψης τους είναι ξένος, προτιμάει να μην ασχολείται μ' αυτά τα θέματα, αλλά θα ήταν καλό να το έκαμε. Η ιδέα των αιωνίων βασάνων της κόλασης είναι τα φοβερώτερα αποκυήματα μιας τρομοκρατημένης και αρρωστημένης ανθρώπινης φαντασίας. Είναι αισθητή η παρουσία των δυνάμεων των πρωτογόνων ενστίκτων του σαδισμού και του μαζοχισμού, τα οποία δεν έπαιξαν μικρό ρόλο στη θρησκευτική ζωή.
Ίσως η πιο δυσάρεστη όψη του ζητήματος είναι πως η ιδέα της κόλασης συνδέεται με μιαν έννοια, δικαιοσύνης, που προκύπτει από το ένστικτο της εκδίκησης. Το βλέπομε τούτο στον ιερό Αυγουστίνο, στον Γρηγόριο, στον Θωμά τον Ακινάτη και στον Καλβίνο, μολονότι, στον τελευταίο, η δικαιοσύνη παίζει πολύ μικρό ρόλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο δικαϊκός τρόπος κατανόησης του Χριστιανισμού έφθασε στην εσχάτη διατύπωση του. Αν είναι έτσι, τότε η δικαιοσύνη του Ύπατου Δικαστού, ο οποίος επιβάλλει αυτές τις ποινές, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την συνήθη γήινη δικαιοσύνη ενός γήινου δικαστηρίου. Η καταδίκη στην κόλαση επιβάλλεται από έναν παντοδύναμο και οικτίρμονα Θεό, μολονότι είναι ο ίδιος που δημιούργησε το παν, περιλαμβανομένης και της ανθρώπινης ελευθερίας, ο οποίος προέβλεψε το παν και συνεπώς το προκαθώρισε. Μια καταδίκη εις τον αιώνα τον απαντά επιβάλλεται για πράξεις που διεπράχθησαν από ένα αδύνατο πεπερασμένο πλάσμα μέσα σ' ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα πλάσμα που τελεί ολοκληρωτικά υπό την ισχύ του Θεού. Αυτό δεν μας θυμίζει ούτε και την πολύ περιωρισμένη δικαιοσύνη των ανθρώπων, πολύ περισσότερο βεβαίως την θεία δικαιοσύνη. Και αυτός ο ιερός Αυγουστίνος σκεφτότανε, πως όλα τα ανθρώπινα όντα, χωρίς εξαίρεση, δικαίως τιμωρούνται με τα αιώνια βάσανα της κόλασης, μολονότι ο Ύπατος Δικαστής εξαιρεί μερικά από αυτήν την δίκαιη μοίρα σ' αυτούς χορηγεί την λυτρωτική χάρι του, και τους προορίζει να σωθούν. Δύσκολα θα μπορούσε να επινοήσει κανείς κάτι πιο απεχθές.
Επίμονοι υποστηρικτές της κόλασης λέγουν συνήθως πως κανείς μόνος του προορίζεται για την κόλαση, από τη χρήση που κάνει της ελευθερίας του· και πως ο Θεός δε μπορεί να τους φέρει στον ουρανό με τη βία, διότι ο Θεός λέγει - αν και το λέγει με λύπη - δεν θα επιβάλει τον οίκτο του με την βία. Μολονότι τούτο είναι σωστό, συμβαίνει ωστόσο μια μεταφορά στην θεία ζωή σχέσεων που υφίστανται στην γήινη ζωή, και υπάρχει μια ορθολογοποίηση αυτού που είναι εντελώς παράλογο. Αυτή η ορθολογοποίηση είναι ασυμβίβαστη όχι με τον λόγο, ο οποίος μπορεί να βολευτεί αρκετά καλά, όσο με την ηθική αίσθηση, η οποία είναι η αληθής θεία αρχή στον άνθρωπο . Η επίκληση σε βοήθεια της ιδέας της ελεύθερης βούλησης για την υπεράσπιση της κόλασης, σημαίνει παραμερισμό του προβλήματος, αλλά ούτε προσφέρει και καμμιά λύση. Διότι αυτή η ίδια η ιδέα της ελεύθερης βούλησης, είναι έννοια του ποινικού δικαίου, και σαν τέτοια είναι εντελώς ανεφάρμοστη στο θείο μυστήριο, το οποίο μας απασχολεί εδώ. Είναι πρωταρχικής σημασίας να αντιληφθούμε το γεγονός πως η ιδέα της κόλασης στερεί την ηθική ζωή του ανθρώπου από κάθε νόημα, αφού της επιθέτει τη σφραγίδα του τρόμου. Όλη η ζωή βιώνεται σε κατάσταση τρόμου και ο φοβισμένος άνθρωπος θα συμφωνήσει με ο,τιδήποτε, προκειμένου να αποφύγει τα βάσανα της κόλασης. Τούτο αφαιρεί κάθε αξία και κάθε αξιοπρέπεια από την πνευματική ζωή.
Είναι προφανές πως η ιδέα της κόλασης, για την οποία υπάρχει ψυχολογική βάση, είχε πάνω απ' όλα πειθαρχική, κοινωνιολογική και πολιτική σημασία, όπως το ίδιο αληθεύει και για την σκληρή ποινική νομοθεσία. Είναι προς τιμήν του Σέργιου Β ulgakov, που επαναστατεί αποφασιστικά κατά της ιδέας της αιώνιας κόλασης, στον τρίτο τόμο του συστήματος της Δογματικής Θεολογίας του. Έτσι συνεχίζει την παράδοση της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας και εκφράζει την ρωσική ιδέα (1). Κατ' αυτόν, μια αιώνια κόλαση σημαίνει αποτυχία του Θεού. Είναι η ήττα του Θεού από τις δυνάμεις του σκότους. Αρκετά παλαιότερα υποστήριξα την ιδέα πως «αιώνια» βάσανα, δεν σημαίνουν μιαν ατελεύτητη περίοδο χρόνου, αλλά απλώς ένταση του πόνου, που δοκιμάζεται σε μιαν ωρισμένη χρονική στιγμή. Κατά την άποψη του Σέργιου Β ulgakov το κακό δεν έχει βάθος και, θα λέγαμε, αυτοεξαντλείται και αυτοκαταστρέφεται· κατά την γνώμη του η ιδέα της αιωνιότητας της κόλασης δε μπορεί να γίνει δεκτή από τη συνείδηση. Θα έλεγα πως είναι απαράδεκτη όχι από τον εμπειρικό άνθρωπο, άλλα από τον υπερβατικό. Περαιτέρω, θα έλεγα πως γνωρίζουμε πολύ καλά την εμπειρία της κόλασης, αλλά η θρησκευτική πίστη συνίσταται στο γεγονός ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια. Πίστη στην κόλαση σημαίνει απιστία. Σημαίνει πως έχουμε περισσότερη πίστη στον Διάβολο παρά στον Θεό. Η κόλαση είναι μια εξωτερική ιδέα.
Αυτοί που υπερασπίζονται την θεωρία της κόλασης, συνήθως επικαλούνται τα κείμενα των Ευαγγελίων, και τούτο θεωρείται ως πολύ ισχυρό επιχείρημα. Πρόκειται για τη γλώσσα των Ευαγγελίων και για το αλάθητο των κειμένων των Ιερών Γραφών. Αυτή η γλώσσα ήταν σχετική και προσαρμόσθηκε στις περιστάσεις που ο Χριστός έζησε και δίδαξε, στις παραδοσιακές και θρησκευτικές ιδέες που ήταν συμπαθείς σ' αυτό το περιβάλλον. Οι παραβολές, που είναι πρωταρχικής σημασίας για το θέμα που μας απασχολεί, διατυπώθηκαν με τη γλώσσα και τις έννοιες των ιουδαϊκών κύκλων της εποχής. Επί πλέον, οι παραβολές προϋποθέτουν και μια κοινωνική τάξη ( order ) που δεν υπάρχει πλέον· στα Ευαγγέλια το θείο φως θραύεται και σκοτεινιάζει μέσα σ' αυτό το περιωρισμένο ανθρώπινο περιβάλλον. Στα Ευαγγέλια λάμπει ένα απόλυτο και αιώνιο φως, αλλά υπάρχουν και ωρισμένα πράγματα μικρά και απαράδεκτα, που χρειάζονται επεξήγηση. Δε χρειάζεται να σημειώσω πως η φράση «εις τους αιώνας των αιώνων» δεν εννοεί αιωνιότητα, αλλά μόνο μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο χρόνου . Το σπουδαιότερο σημείο είναι πως ο κόσμος εκείνη την εποχή πίστευε στα βάσανα της κόλασης και ήταν απαραίτητο να του μιλήσεις στη γλώσσα που καταλάβαινε. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού περιελάμβανε όλους τους περιορισμούς αυτής της φύσης, εκτός από την αμαρτία.
Η κατά γράμμα παραδοχή των κειμένων του Ευαγγελίου, όχι μόνον οδηγεί στις αντιφάσεις που η βιβλική κριτική αποκαλύπτει, αλλά επί πλέον δε μπορεί να συμβιβασθεί με το υψηλότερο επίπεδο ηθικής συνείδησης που επετεύχθη με την επίδραση του ιδίου του Χριστιανισμού, καθώς αυτή δούλευε κάτω από την επιφάνεια της ζωής. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να υπάρχει ένας πνευματικός εσωτερικός τρόπος ανάγνωσης των Ευαγγελίων. Υπάρχει ένα αιώνιο πνευματικό Ευαγγέλιο και σε σχέση μ' αυτό, η σημασία του ιστορικού Ευαγγελίου δεν είναι απόλυτη. Στην ιστορία του Χριστιανισμού έλαβε χώρα η αντικειμενοποίηση του Ευαγγελίου, προσαρμόσθηκε προς την κοινωνική οργάνωση της Εκκλησίας. Αλλά πίσω απ' αυτό υπάρχει ακόμη το μέγα βάθος που κείται έξω από την αντίθεση αντικειμένου και υποκειμένου και έξω από αυτό που εξυπηρετεί, από κοινωνική άποψη. Σ' αυτό το μέγα βάθος το πρόβλημα της κόλασης διατυπώνεται κατά ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, πέρα από τον εκφοβισμό ο οποίος ε δικαιολογείτο σαν μέτρο εκπαίδευσης και πειθαρχίας. Πρόκειται για τούτο το σημείο: Η Χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία φόβου; Η θρησκεία εν γένει στηρίζεται στον φόβο; Μπορεί να υπάρξει μια οριστική υπερνίκηση του φόβου;
Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχολογία και την οντολογία της κόλασης. Μια ψυχολογία της κόλασης είναι παραδεκτή, ακόμη και αναγκαία. Ο άνθρωπος έχει κάποια εμπειρία της κόλασης, ζει μέσω των μαρτυρίων της. Αλλά η οντολογία της κόλασης, καθώς επιθυμούν να την κατασκευάσουν, είναι αδύνατη και απαράδεκτη. Είναι ένα από τα πιο άσχημα και αποκρουστικά πράγματα που σχηματίσθηκαν στο ανθρώπινο μυαλό. Ο άνθρωπος όχι μόνο συχνά δημιουργεί μια κόλαση στην επίγεια ζωή, αλλά την κατασκευάζει και στο κεφάλι του, και στην εκείθεν αιώνια ζωή. Μολύνει και σκοτεινιάζει το φως της αποκάλυψης με τα ίδια του τα σκοτάδια. Στο χώρο της κόλασης δεν υπάρχει ούτε μια μόνη θεία ακτίνα, μολονότι ο Θεός πρέπει να καλύπτει το παν. Ένας καλός Καθολικός, γεμάτος από αγάπη, μου εί πε κάποτε πως ο Θεός έκαμε την κόλαση ωσάν μια ειδική σφαίρα, ωσάν μια φυλακή έτοιμη γι' αυτούς που θα καταδικάζονταν, αλλά δεν ξέρουμε αν υπάρχουν πολλοί που την κατοικούν, ίσως να μην υπάρχει ούτε ένας. Οι προθέσεις αυτού του ανθρώπου ήσαν όσο γίνεται ανθρώπινες και αγαπητές, αλλά η ιδέα του ήταν φοβερή και έτοιμη να προκαλέσει την αθεΐα στην πιο ακραία μορφή της. Η κατασκευή μιας φυλακής γι' αυτούς που ήσαν καταδικασμένοι για πάντα, αποτελούσε μέρος του θείου σχεδίου κατά την δημιουργία του κόσμου. Αν είναι έτσι, ο Θεός μπορούσε να προβλέψει τον αριθμό των καταδικασμένων που θα ρίχνονταν στη φυλακή. Αυτή η φυλακή προσλαμβάνει οντολογική σημασία. Και σε τελευταία ανάλυση, η φυλακή ανήκει στο Βασίλειο του Θεού, ακριβώς όπως σε τελευταία ανάλυση και οι φυλακές του Βασιλείου του Καίσαρα ανήκουν στο Βασίλειο του Θεού. Η φυλακή εκφράζει την υψίστη δικαιοσύνη.
Αλλά αν αρνηθούμε αυτόν τον τρόπο κατανόησης της δικαιοσύνης ως πολύ γήινο, ως τρόπο ανήκοντα στον Καίσαρα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ιδέα της κόλασης χωρίζει τον κόσμο και την ανθρωπότητα σε δύο μονίμως αντιτιθέμενα τμήματα - Το Βασίλειο του Θεού και το κράτος του καλού από τη μια μεριά και το Βασίλειο του διαβόλου και το κράτο ς της κόλασης από την άλλη. Το Βασίλειο της κόλασης συνυπάρχει με το Βασίλειο του Θεού. Και τούτο προφανώς εισέρχεται στο σχέδιο της δημιουργίας. Ο Θεός δε μπορεί να υπερνικήσει το σκότος της κόλασης. Ακόμη και στο επίπεδο μιας ανθρώπινης κατασκευής υπάρχει κάποια πρόβλεψη. Πολύ περισσότερο πρέπει να υπάρχει στο θειο σχέδιο. Αλλά υπάρχει αυτή η διαφορά: η ανθρώπινη πρόβλεψη δεν είναι προκαθορισμός, εξ αιτίας των περιορισμών της ανθρώπινης δύναμης, ενώ η θεία πρόβλεψη είναι πάντοτε προκαθορισμός. Δεν υπάρχει χρόνος για τον Θεό. Αυτό που ο άνθρωπος σκέφτεται πως είναι πιθανόν να συμβεί, για τον Θεό ήδη πραγματώνεται αιωνίως· δηλαδή τα βάσανα της κόλασης είναι ήδη πραγματικότητα, αφού αποτελούσαν τμήμα στο σχέδιο της δημιουργίας. Υπάρχουν επιβιώσεις μανιχαϊσμού στην θεωρία της κόλασης, και μάλιστα με κάποια χειροτέρευση, σε σύγκριση με τον μανιχαϊσμό. Ο καλός Θεός εν τέλει δεν υπερνικά τον κακό Θεό.
Δεν υπάρχει κοινό πεπρωμένο για την ανθρωπότητα· και ένας αιώνιος διαχωρισμός της είναι συγγενής. Είτε θα ριχτώ στην κόλαση και οι καλοί φίλοι μου θα πάνε στον παράδεισο, ή θα ριχτούν στην κόλαση κι εγώ θα πάω στον παράδεισο. Αλλά καμμιά από αυτές τις λύσεις δε μπορεί να γίνει δεκτή από την συνείδηση. Οι άνθρωποι πρέπει να σωθούν όλοι μαζί. Είναι προς μεγίστη τιμή των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας Ωριγένη και Γρηγορίου, που απέρριψαν την πίστη στην αιώνια κόλαση και επί πλέον παραδέχθηκαν πως και ο διάβολος μπορεί να σωθεί. Αλλά η γνώμη του Ωριγένη -καταδικάσθηκε από την ωργανωμένη ορθοδοξία. Δεν αγιοποιήθηκε, μολονότι στη ζωή του ήταν άγιος και μάρτυρας. Και ο ’γιος Γρηγόριος Νύσσης, που κήρυσσε πως η σωτηρία δε μπορεί παρά να είναι κοινή εμπειρία ευφροσύνης, πέρασε στη σιωπή. Ο ιερός Αυγουστίνος, που ήταν ένας από τους ιδρυτές της κόλασης, ευφημείται από όλη την χριστιανική Ευρώπη, καθολική και διαμαρτυρόμενη. Όλη η σκέψη η σχετική με το ζήτημα της κόλασης τηρήθηκε μέσα στα όρια των ανθρώπινων ορθολογικών εννοιών, όπως συνέβη με κάθε οντολογία. Απετέλεσε ορθολογοποιημένη μορφή της ανθρώπινης θηριωδίας. Σε αντίθεση προς αυτά, θα λέγαμε, σε καντιακή φρασεολογία, πως η ανυπαρξία της κόλασης είναι ένα ηθικό αίτημα.
 
II
Η ιδέα της κόλασης συνδέεται στενά με το παράδοξο του κακού. Μολονότι πάρα πολλοί προσπάθησαν να ορθολογοποιήσουν το ψυχολογικό και ηθικό πρόβλημα του κακού, ποτέ τους εν τούτοις δεν κατώρθωσαν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια. Το κακό αποτελεί σκάνδαλο όχι μόνο για τον άνθρωπο άλλα και για τον Θεό. Διότι, σχεδόν αναπόδραστα, ο Θεός θεωρείται υπεύθυνος για το κακό. Ο διάβολος, που είναι μια πολύ ασαφής μορφή, γίνεται όπλο στα χέρια του Θεού, και μέσω του διαβόλου εμπραγματώνονται οι σκοποί της Πρόνοιας. Έτσι λειτουργεί στο βιβλίο του Ιώβ, και αυτή η άποψη εκτίθεται στον πρόλογο του Faust . Δεν αποδίδεται ανεξάρτητη δύναμη στον διάβολο· δε μπορεί να κάμει τίποτα το δημιουργικό. Το κακό είναι αρνητικό και έχει μια ψεύτικη δύναμη, απλώς γιατί κλέβει από το καλό. Ωστόσο, ο διάβολος επέτυχε να γίνει ο πρίγκηπας αυτού του κόσμου και ο κυβερνήτης του. Σ' αυτόν τον εκπεσμένο κόσμο το κάθε τι προέρχεται πολύ περισσότερο από τον διάβολο παρά από τον Θεό. Αλλά αυτό που είναι ακόμη σπουδαιότερο και πιο φοβερό είναι πως ο διάβολος πετυχαίνει να δημιουργήσει το αιώνιο βασίλειο του σκότους και του πόνου, δηλαδή την κόλαση. Η κόλαση είναι μια αναμφίβολη επιτυχία του διαβόλου και μια αποκάλυψη της δύναμης του. Αλλά εν τούτοις παραμένει παράδοξο το ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να θεωρούν την κόλαση, με τα αιώνια βάσανα της, σαν ένα τμήμα του Βασιλείου του Θεού, όπου η ποινική δικαιοσύνη ευδοκιμεί και θριαμβεύει. Αυτό μας οδηγεί να παραδεχθούμε πως ο Θεός ήθελε στην αιωνιότητα μια κόλαση και ένα κακό, σαν κι' αυτό που οδηγεί στην κόλαση , διότι το κακό είναι η συνέπεια της ελευθερίας που ο Θεός παρεχώρησε στα πλάσματα του.
Η ελευθερία είναι ένα πράγμα μοιραίο για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει ορθολογική έξοδος από την αντίφαση που περικλείεται. Η θεολογική σκέψη περιπλέκεται σε αντιφάσεις γιατί χρησιμοποιεί έννοιες παρμένες από τη ζωή αυτού του κόσμου και που ταιριάζουν μόνον σ' αυτόν τον κόσμο, και ύστερα τις εφαρμόζει στη θεία ζωή. Η κόλαση ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο και όχι στον επέκεινα, ακριβώς όπως και το κακό ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο. Στην ουσία, το κακό είναι παράδοξο και η παράδοξη φύση του φαίνεται από το γεγονός πως το κακό μπορεί να αποτελέσει τον δρόμο για το καλό, ενώ ο αγώνας εναντίον του κακού μπορεί να είναι ο ίδιος κακός. Ο υπαρξιακός και μη ορθολογικός τρόπος κατανόησης του κακού συνίσταται στο να εκληφθεί τούτο ως δοκιμασία της ελευθερίας. Αυτό καθόλου δεν συνδέεται με την ιδέα μιας οντολογίας εκφρασμένης με έννοιες. Είναι περιγραφή μιας πνευματικής εμπειρίας. Ίσως να πούνε πως τούτο αποτελεί δικαίωση του κακού. Αλλά στην πραγματικότητα μια πολύ μεγαλύτερη δικαίωση του κακού βρίσκεται στη βεβαίωση πως ο Θεός το χρησιμοποιεί για τις επιδιώξεις του καλού, για την εξασφάλιση του θριάμβου της δικής του δικαιοσύνης. Η δοκιμασία του κακού είναι δοκιμασία των βασάνων και του πόνου.
Αλλά η ελευθερία προϋποθέτει την εμπειρία του κακού. Το υποχρεωτικό καλό, το καλό που επιβάλλεται με την βία, θα μπορούσε να γίνει μέγιστο κακό. Ο Dostoyevsky έδειξε πως το καταλάβαινε τούτο καλλίτερα από τον καθένα, με τον τρόπο που περιγράφει τις Ουτοπίες που υπόσχονται να φέρουν τον επίγειο παράδεισο, στην διαλεκτική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Πάνω απ' όλα, είναι απαραίτητη η διαμαρτυρία εναντίον όλων αυτών, όπως και εναντίον του χωρισμού του κόσμου σε δυο τμήματα, στον κόσμο του φωτός και του καλού, και στον κόσμο του σκότους και του κακού. Αυτές οι διακρίσεις ετοιμάζουν το δρόμο προς την κόλαση, και έτσι καθορίζεται η ηθική της κόλασης. Επίσης, η ηθική της κόλασης κυριαρχεί και σ' αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τις θρησκευτικές πίστεις. Συχνά ανήκουν στους επαναστάτες, όπως είναι οι μαρξιστές. Το ηθικό παράδοξο του κακού συνίσταται σε τούτο: ό τι φανερώνεται σ' αυτούς που αντιπροσωπεύουν το καλό, που καταπολεμούν το κακό με μια κακή και ανοικτίρμονη στάση μίσους προς αυτούς που είναι το κακό και που εκλαμβάνονται ως κακοί, προς αυτούς που, επί παραδείγματι, θεωρούνται εχθροί. Έτσι ο αγώνας εναντίον του κακού μετατρέπεται σε κακό. Στο ό νομα της αρετής και της δικαιοσύνης βασανίζουν τον κόσμο. Στο όνομα του ανθρωπισμού ενεργούν απάνθρωπα. Από τους εχθρούς της ελευθερίας, πραγματικούς ή φανταστικούς, στερούν την ελευθερία και τους μεταχειρίζονται με τη βία. Τους μισαλλόδοξους τους μεταχειρίζονται με μισαλλοδοξία κι' αυτούς που πυροβολούν τους πυροβολούν.
Είναι ένα ηθικό παράδοξο από το οποίο δεν υπάρχει έξοδος, είναι έκφραση του παραδόξου του κακού. Βεβαίως πρέπει κανείς να αγωνίζεται εναντίον του κακού. Το κακό πρέπει να καεί, αλλά πρέπει να καεί το κακό και όχι οι κακοί άνθρωποι. Αυτοί που αγωνίζονται εναντίον του κακού, δεν επιθυμούν οι κακοί άνθρωποι να απαλλαγούν από το κακό. Και συχνά αυτό που επιθυμούν είναι ο εξαφανισμός των κακών ανθρώπων μαζί με τα κακά. Τούτη είναι η ηθική της κόλασης, μια προετοιμασία της αιώνιας κόλασης για τους κακούς ανθρώπους. Ο Δάντης τοποθέτησε τους εχθρούς του στην κόλαση· γι' αυτό ο Fedorov τον ωνόμασε εκδικητικό συγγραφέα. Αλλά ο φοβερός κόσμος της Δαντικής κόλασης δε μπορεί να επανιδρυθεί σήμερα. Είναι δυνατό να έχουμε μια ηθική της αντικόλασης, η όποια δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόρριψης ανθρώπων στην κόλαση και επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, η οποία πιστεύει στο φωτισμό και την μεταμόρφωση, όχι μόνον των κακών, όχι μόνο του Κάιν και του Ιούδα, αλλά και του ίδιου του διαβόλου· δηλαδή, επιθυμεί την κοινή αδελφική σωτηρία και αναγνωρίζει την ευθύνη όλων για όλους. Τα άνθη μπορούν να ανθούν πάνω από την λάσπη και την βρώμα, αλλά τούτο συμβαίνει γιατί ο σπόρος της αιώνιας ζωής ρίχτηκε σ' αυτό το έδαφος. Ακόμη και από τα ύψη της προόδου του ο άνθρωπος είναι δυνατόν να δοκιμάσει μια νέα καταβύθιση στην υλη, αλλά αυτή η καταβύθιση δεν μπορεί να είναι οριστική για το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Η ιδέα της κόλασης είναι έννοια του ψεύτικου θρησκευτικού ατομικισμού και του υπερβατικού εγωισμού. Αυτή η σατανική έννοια προκύπτει από μια κακή και διεφθαρμένη μορφή της ιδέας της δικαιοσύνης κι έτσι γίνεται σαφής η προέλευση της ιδέας της δικαιοσύνης· είναι το αίσθημα της εκδίκησης, όπως πολλοί κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν. Η εκδίκηση έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην θρησκευτική πίστη και στις ηθικές ιδέες. Ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι δεν απελευθερώθηκαν από την έννοια του εκδικητή Θεού. Ακόμη και η γλώσσα των Ευαγγελίων δεν είναι παντελώς απελευθερωμένη απ' αυτήν την έννοια. Από άποψη μεταφυσική πρέπει να πούμε πως η κόλαση υπάρχει μόνο στον χρόνο και δείχνει την αδυναμία εξόδου από τον χρόνο. Δεν μπορεί να μεταφερθεί στην αιωνιότητα· η μόνη αιωνιότητα που υπάρχει είναι η θεία αιωνιότητα. Το κακό είναι απλώς μια δοκιμασία, αλλά μια φοβερή δοκιμασία. Η ζωή του ανθρώπου, η ζωή του κόσμου, δεν πρέπει να νοηθεί ως ποινική διαδικασία, αλλά ως τραγωδία. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει την πραγματική τραγωδία είναι ο συνδυασμός του μοιραίου και της ελευθερίας. Η αρχαία υποδούλωση του ανθρώπου αντικατοπτρίζεται στο νομικιστικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού και στη δικανική ερμηνεία του κακού. Βεβαιώνεται η ελευθερία βούλησης, προκειμένου να εμφανισθεί η ετυμηγορία δίκαιη. Κατά τον τραγικό τρόπο κατανόησης του Χριστιανισμού αυτή η υποδούλωση υπερνικάται πλήρως, διότι υποθέτει την ελευθερία και η ελευθερία προκαλεί την τραγική σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τραγικό στοιχείο στην ιδέα της αιώνιας κόλασης, είναι η έννοια μιας δίκαιης νομικής καταδίκης, ακόμη κι' όταν νοείται ως καταδίκη που προέκυψε όχι από την εξωτερικότητα, αλλά από εσωτερικότητα. Απ' αυτήν την άποψη η νομική ετυμηγορία γίνεται δεκτή με μιαν έννοια αισιόδοξη. Οι λαοί, και ειδικώτερα οι λαοί της Δύσης, είναι πολύ προσκολλημένοι στην ιδέα της ριζικής τιμωρίας και νιώθουν ικανοποίηση όταν την σκέφτονται. Τούτο είναι αποκρουστικό· ωστόσο δείχνει πως η κόλαση γίνεται δεκτή χωρίς καμμιά αίσθηση τραγωδίας, αλλά μάλλον με ικανοποίηση.
Η ιδέα της μετεμψύχωσης προσφέρεται ως αντίθεση προς τη δαιμονική ιδέα του αιώνιου πόνου, η οποία είναι εξωτερική, επινοηθείσα προς το συμφέρον της οργάνωσης της θρησκευτικής κοινωνίας - οργάνωση που παρουσιάζει μιαν ωμή αντικειμενοποίηση της υπαρξιακής κοινωνίας. Από ηθική άποψη αποτελεί βελτίωση της ιδέας της αιώνιας κόλασης, άλλα δεν είναι ωστόσο ελεύθερη από το νομικίστικο τρόπο κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα των αρετών ή των αμαρτιών της προηγούμενης ενσάρκωσης. Ο ηθικός νόμος αντικειμενοποιείται στον κοσμικό νόμο, και δεν υπάρχει τρόπος εξόδου από τον χρόνο προς την αιωνιότητα· η μετενσάρκωση τελεί υπό το κράτος του κοσμικού χρόνου. Το Κάρμα (2) είναι νόμος και δε γνωρίζει την χάρι, την εν χάριτι αναγέννηση σε μια στιγμιαία έλλαμψη του υπαρξιακού χρόνου, όπως συνέβη με τον μετανοημένο ληστή. Η αρχαία σοφία των Ινδιών θεωρούσε τη μετενσάρκωση ως δυστύχημα από το οποίο πρέπει κανείς να διαφύγει δια της ενώσεως του με το Βράχμα. Ίδια είναι και η στάση του Βουδδισμού. Οι σύγχρονοι δυτικοί θεόσοφοι έδωσαν μιαν αισιόδοξη στροφή στην ιδέα της μετενσάρκωσης.
Η αναγέννηση μέσα στο ίδιο σχήμα πραγμάτων, δηλαδή σε τούτη την επίγεια ζωή και στην ιστορία της, συγκρούεται με την ιδέα του προσώπου, με την ανεπανάληπτη μοναδική προσωπικότητα του ανθρώπου, όπου και το ανθρώπινο σώμα έχει τη θέση του. Μετενσάρκωση σε έναν αριθμό σφαιρών, αναγέννηση σε διαφορετικούς πνευματικούς κόσμους, είναι άλλο ζήτημα. Και κατά τη γνώμη μου είμαστε υποχρεωμένοι να το παραδεχθούμε. Αφού η έννοια, σύμφωνα με την οποία ο αιώνιος προορισμός του ανθρώπου τελικώς καθορίζεται από την σύντομη περίοδο της ζωής του ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο, σε τούτο το επίγειο σχήμα πραγμάτων, και σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι πιασμένος σε μια παγίδα που του στήθηκε, είναι παντάπασι απαράδεκτη. Υπάρχει βεβαίως ένα πράγμα, όπως είναι η ανάμνηση προηγουμένων μετενσαρκώσεων ως υπαρξιακή εμπειρία, αλλά καθίσταται αόριστη και σκοτεινή με την σύγχυση των διαφόρων σφαιρών ύπαρξης που δε μπορούν να τηρηθούν εντελώς χωριστά ή να ριζωθούν η μια μέσα στην άλλη. Μπορώ να νιώσω έναν ειδικό δεσμό με ωρισμένες ιδιαίτερες χρονικές περιόδους του παρελθόντος και για κάποιους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν, αλλά δεν είναι απαραίτητο να το ερμηνεύσω τούτο κατά έναν ωμό εμπειρικό τρόπο. Από μιαν άποψη, το παρελθόν μου είναι παρελθόν του κόσμου και ανήκα στο τάδε τμήμα του χρόνου περισσότερο από όσο σε άλλα. Τούτο είναι η πιο μυστηριώδης πλευρά της ζωής. Αλλά η λαϊκή ιδέα της μετενσάρκωσης, η οποία έχει τις ρίζες της στις αρχαίες πίστεις της ανθρωπότητας, αποτελεί μορφή αντικειμενοποίησης και ορθολογοποίησης της εσχατολογικής ιδέας.
Αυτό που χρειάζεται είναι η αποκάθαρση της Χριστιανικής σκέψης από τον χρησιμοθηρισμό που την κατακαλύπτει και που την εξαναγκάζει να διατυπωθεί σε δόγμα, μολονότι τα δόγματα κατά βάσιν είναι μόνο μυστικά γεγονότα. Η διαμάχη μεταξύ Fénélon και Βossuet για την ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό, ήταν μια από τις μορφές του αγώνα για την υπερνίκηση του θρησκευτικού χρησιμοθηρισμού. Ο Bossuet ήταν ακραίος αντιπρόσωπος αυτού του χρησιμοθηρισμού, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των θεολόγων. Ο Γιανσενισμός ήταν μια άλλη μορφή νομικίστικου τρόπου κατανόησης των πραγμάτων. Η ιδέα των αιωνίων πόνων της κόλασης είναι η τελική έκφραση της νομικίστικης και χρησιμοθηρικής κατάστασης του πνεύματος των θρησκευτικών ανθρώπων. Οι πραγματικοί μυστικοί υψώθηκαν επάνω από αυτή την εξωτερική ιδέα, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στα συμφέροντα της κοινωνικής οργάνωσης. Η πνευματική ανάρρωση από την ιδέα της κόλασης αποτελεί μιαν από τις μεγαλύτερες στιγμές στη νέα και αποκαθαρμένη χριστιανική σκέψη, στον Χριστιανισμό του πνεύματος. Τούτο θα υποκαταστήσει την παλαιά ιδέα της ανταπόδοσης και της απονομής αμοιβών και τιμωρίας. Η αντίληψη της επίδρασης του εσωτερικού φωτισμού, της μεταμόρφωσης, της επίτευξης πληρότητας και ομοιότητας προς τον Θεό, όλα αυτά που συνεπάγεται η οδός του πόνου, θα αντικαταστήσουν την ιδέα της κόλασης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Με πολλές ιδέες του Bulgakov διαφωνώ ριζικώς.
(2)Κάρμα: Διδασκαλία της ινδικής φιλοσοφίας σύμφωνα με την οποία θοι πράξεις του ανθρώπου καθορίζουν την τύχη του, στις διαδοχικές μετεμψυχώσεις. Βράχμα: Η απρόσωπη, πανθεϊστική κοσμική ψυχή, το Απόλυτο, όπου η ένωση μαζί του αποτελεί τον ύψιστο σκοπό των Ουπανισάδων.
Μτφρ. Χρήστου Μαλεβίτση